Η Gita Gopinath προειδοποιεί: 35 τρισ. δολ. πλούτου κινδυνεύουν με εξαΰλωση λόγω της Wall Street
- 16/10/2025, 11:35
- SHARE

Τον κώδωνα του κινδύνου για έναν πιθανό χρηματοοικονομικό «κραχ» που θα διαλύσει την παγκόσμια οικονομική σταθερότητα και ενδέχεται να εξαϋλώσει περισσότερα από 35 τρισεκατομμύρια δολάρια σε πλούτο που ανήκει σε νοικοκυριά και επενδυτές, έκρουσε με άρθρο της στον Economist η πρώην επικεφαλής οικονομολόγος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείο Gita Gopinath.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την Gopinath, η αμερικανική αγορά μετοχών, που παραμένει κοντά στα ιστορικά υψηλά της παρά τις αναταράξεις και τους εμπορικούς πολέμους, θυμίζει επικίνδυνα την «τρέλα» των dotcom του 2000, λίγο πριν την κατάρρευση.
Τροφοδοτείται από τον ενθουσιασμό γύρω από την τεχνητή νοημοσύνη και την αίσθηση αήττητου των τεχνολογικών κολοσσών. Όμως, προειδοποιεί, πίσω από την ευφορία αυτή κρύβεται η μεγαλύτερη φούσκα του αιώνα.
Αν η διόρθωση που επίκειται είναι αντίστοιχη με εκείνη του 2000, η Gopinath υπολογίζει ότι πάνω από 20 τρισ. δολάρια πλούτου θα χαθούν μόνο από τα αμερικανικά νοικοκυριά – ποσό ίσο με το 70% του ΑΕΠ των ΗΠΑ.
Οι επιπτώσεις στην κατανάλωση και στην ανάπτυξη θα είναι τεράστιες: η κατανάλωση θα μειωθεί κατά τουλάχιστον 3,5 ποσοστιαίες μονάδες, προκαλώντας πτώση του ΑΕΠ κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες. Η Gopinath υπογραμμίζει ότι οι συνέπειες δεν θα περιοριστούν στην Αμερική. Οι ξένοι επενδυτές, που έχουν πλημμυρίσει τη Wall Street με κεφάλαια τα τελευταία χρόνια, θα υποστούν απώλειες άνω των 15 τρισ. δολαρίων, δηλαδή περίπου το 20% του ΑΕΠ του υπόλοιπου πλανήτη. Η σύγκριση με το 2000 είναι αποκαλυπτική: τότε οι ζημιές των ξένων ήταν «μόλις» 2 τρισ. δολάρια – ποσό που σήμερα θα αντιστοιχούσε σε περίπου 4 τρισ. δολάρια και λιγότερο από το 10% του παγκόσμιου ΑΕΠ εκτός ΗΠΑ εκείνη την εποχή.
Αυτή η απότομη αύξηση των «συνολικών επιπτώσεων» υπογραμμίζει πόσο ευάλωτη έχει γίνει η παγκόσμια ζήτηση σε σοκ που προέρχονται από την Αμερική. Παραδοσιακά, το δολάριο λειτουργούσε ως «ασφαλές καταφύγιο» στις κρίσεις, καθώς ενισχυόταν όταν οι αγορές κατέρρεαν. Αυτήν τη φορά όμως, η Gopinath φοβάται πως το δολάριο δεν θα σώσει τον κόσμο. «Ιστορικά, ο υπόλοιπος κόσμος έβρισκε κάποια «ασπίδα» στην τάση του να ενισχύεται σε περιόδους κρίσεων.
Αυτή η φυγή προς την ασφάλεια βοηθούσε να μετριαστεί ο αντίκτυπος των απωλειών σε περιουσιακά στοιχεία που αποτιμώνται σε δολάρια, στη διεθνή κατανάλωση.
Η ισχύς του αμερικανικού νομίσματος λειτουργούσε εδώ και δεκαετίες ως μια μορφή παγκόσμιας ασφάλισης, καθώς το νόμισμα συχνά ανατιμάται ακόμη και όταν η κρίση ξεκινά από την ίδια την Αμερική, αφού οι επενδυτές αναζητούσαν καταφύγιο σε δολαριακά στοιχεία ενεργητικού.
Ωστόσο, υπάρχουν λόγοι να πιστεύουμε ότι αυτή η δυναμική ίσως δεν θα επαναληφθεί στην επόμενη κρίση. Παρά τις βάσιμες προσδοκίες ότι οι αμερικανικοί δασμοί και η επεκτατική δημοσιονομική πολιτική θα ενίσχυαν το δολάριο, το νόμισμα έχει υποχωρήσει έναντι των περισσότερων μεγάλων νομισμάτων. Αν και αυτό δεν σηματοδοτεί το τέλος της κυριαρχίας του δολαρίου, αντανακλά την αυξανόμενη ανησυχία των ξένων επενδυτών για την πορεία του. Όλο και περισσότερο, αυτοί στρέφονται σε στρατηγικές αντιστάθμισης του κινδύνου δολαρίου — ένα σαφές σημάδι μειούμενης εμπιστοσύνης».
Παρά λοιπόν τις προσδοκίες ότι οι δασμοί και η επεκτατική πολιτική των ΗΠΑ θα το ενίσχυαν, το αμερικανικό νόμισμα υποχωρεί έναντι των μεγάλων νομισμάτων.
Οι ξένοι επενδυτές, ανήσυχοι, αρχίζουν να «καλύπτονται» έναντι του κινδύνου δολαρίου, κάτι που η Gopinath ερμηνεύει ως σημάδι απώλειας εμπιστοσύνης στο αμερικανικό οικονομικό σύστημα. Η Gopinath επισημαίνει ότι η τρέχουσα νευρικότητα των επενδυτών «δεν είναι αβάσιμη».
Όπως τονίζει, η κυρίαρχη άποψη γύρω από τη δύναμη και την ανεξαρτησία των αμερικανικών θεσμών, και ιδιαίτερα της Ομοσπονδιακής Τράπεζας (Federal Reserve), διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στη διατήρηση της εμπιστοσύνης στις αγορές.
Ωστόσο, οι πρόσφατες νομικές και πολιτικές πιέσεις έχουν δημιουργήσει αμφιβολίες για το κατά πόσο η Fed μπορεί να λειτουργεί χωρίς εξωτερικές παρεμβάσεις. Αν αυτές οι ανησυχίες ενταθούν, προειδοποιεί, υπάρχει κίνδυνος περαιτέρω υπονόμευσης της εμπιστοσύνης στο δολάριο και στα αμερικανικά περιουσιακά στοιχεία.
Η ίδια σημειώνει ότι, σε αντίθεση με το 2000, η παγκόσμια οικονομία αντιμετωπίζει σήμερα σοβαρούς αντίθετους ανέμους για την ανάπτυξη, οι οποίοι τροφοδοτούνται από τους αμερικανικούς δασμούς, τους περιορισμούς της Κίνας στις εξαγωγές κρίσιμων ορυκτών και την αυξανόμενη αβεβαιότητα για το πού κατευθύνεται η διεθνής οικονομική τάξη.
Με τα δημόσια χρέη να έχουν εκτιναχθεί σε ιστορικά υψηλά επίπεδα, οι κυβερνήσεις διαθέτουν πλέον πολύ περιορισμένα περιθώρια για νέες δημοσιονομικές παρεμβάσεις, όπως εκείνες που χρησιμοποιήθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 2000 για την τόνωση της οικονομίας. Ιδιαίτερη ανησυχία προκαλεί, σύμφωνα με την Gopinath, η κλιμάκωση των εμπορικών πολέμων.
Εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα προχωρήσουν σε νέους δασμούς αντιποίνων, οι συνέπειες δεν θα περιοριστούν στο διμερές εμπόριο, αλλά θα πλήξουν και το παγκόσμιο εμπόριο, δεδομένου ότι σχεδόν όλες οι χώρες είναι άμεσα ή έμμεσα εκτεθειμένες στις δύο μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη μέσω πολύπλοκων αλυσίδων εφοδιασμού.
«Η αποφυγή απρόβλεπτων ή χαοτικών πολιτικών αποφάσεων -ιδίως εκείνων που απειλούν την ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών- είναι κρίσιμη για να αποφευχθεί μια κατάρρευση των αγορών», υπογραμμίζει. Η Gopinath τονίζει ακόμη ότι η ανισορροπία στην παγκόσμια ανάπτυξη αποτελεί βαθύτερη αιτία αστάθειας.
Το πρόβλημα, όπως εξηγεί, δεν είναι τόσο το εμπορικό έλλειμμα ή πλεόνασμα, όσο η συγκέντρωση της παραγωγικότητας και των υψηλών αποδόσεων σε ελάχιστες περιοχές —κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες— την τελευταία δεκαπενταετία.
Αυτό έχει οδηγήσει σε εύθραυστα θεμέλια για τις τιμές των περιουσιακών στοιχείων και τις ροές κεφαλαίων διεθνώς.
Η ίδια εκτιμά ότι, εάν οι υπόλοιπες οικονομίες καταφέρουν να ενισχύσουν την ανάπτυξή τους, αυτό θα συμβάλει στην αποκατάσταση των ανισορροπιών και θα τοποθετήσει τις παγκόσμιες αγορές σε πιο σταθερή βάση.
«Στην Ευρώπη, η ολοκλήρωση της ενιαίας αγοράς και η εμβάθυνση της ενοποίησης θα μπορούσαν να δημιουργήσουν ευκαιρίες και να προσελκύσουν επενδύσεις», αναφέρει, προσθέτοντας ότι οι φετινοί νομπελίστες οικονομολόγοι προσφέρουν ένα πολύτιμο πλαίσιο για ανάπτυξη που βασίζεται στην καινοτομία.
Παράλληλα, υπάρχουν ενθαρρυντικά σημάδια επιστροφής κεφαλαίων προς τις αναδυόμενες αγορές, αλλά αυτή η τάση θα παραμείνει εύθραυστη αν οι χώρες αυτές δεν καταφέρουν να επιτύχουν σταθερή, βιώσιμη ανάπτυξη.
Καταλήγοντας, η Gopinath προειδοποιεί ότι μια πιθανή διόρθωση ή κατάρρευση της αγοράς σήμερα δεν θα είχε τον ήπιο και βραχύβιο αντίκτυπο που ακολούθησε τη φούσκα των dotcom το 2000. «Σήμερα διακυβεύεται πολύ περισσότερος πλούτος, ενώ ο χώρος για νομισματική ή δημοσιονομική παρέμβαση είναι σαφώς περιορισμένος. Οι διαρθρωτικές αδυναμίες είναι πιο βαθιές και το μακροοικονομικό περιβάλλον πιο επικίνδυνο», τονίζει. Η προειδοποίησή της είναι σαφής: ο κόσμος πρέπει να προετοιμαστεί για σοβαρότερες παγκόσμιες συνέπειες εάν δεν επιτευχθεί συντονισμένη προσπάθεια για σταθερότητα, ανάπτυξη και υπεύθυνη οικονομική διακυβέρνηση.
Πηγή: Economist