Η κρίση στην πολυτέλεια: Γιατί η LVMH και οι μεγάλοι οίκοι δοκιμάζονται ξανά
- 29/07/2025, 14:00
- SHARE

Η αγορά πολυτελών ειδών περνάει μια δύσκολη περίοδο, με πολλούς να αναρωτιούνται αν πρόκειται για μια προσωρινή επιβράδυνση ή για πιο δομική κρίση. Ο δισεκατομμυριούχος Bernard Arnault, επικεφαλής της LVMH – του ομίλου που κατέχει περισσότερα από 70 brands, από τη Louis Vuitton έως τη Dior – επιμένει ότι η κάμψη είναι συγκυριακή. Μάλιστα, από τις αρχές του 2025 έχει επενδύσει πάνω από 1 δισ. δολάρια αγοράζοντας μετοχές της ίδιας του της εταιρείας, που έχουν χάσει περίπου 20% της αξίας τους.
Οι αγορές ωστόσο δεν είναι τόσο αισιόδοξες. Σύμφωνα με αναλυτές της UBS, μετά από δύο χρόνια προσμονής για ανάκαμψη, οι επενδυτές αρχίζουν να αμφισβητούν τη μακροπρόθεσμη δυναμική του κλάδου. Τα αποτελέσματα β’ τριμήνου του ομίλου επιβεβαίωσαν τις ανησυχίες: οι πωλήσεις στο τμήμα μόδας και δερμάτινων ειδών υποχώρησαν κατά 9% σε ετήσια βάση, πλήττοντας τη βασική πηγή εσόδων της LVMH.
Η διοίκηση αποδίδει την πτώση στις χαμηλότερες τουριστικές δαπάνες, ιδιαίτερα από Κινέζους καταναλωτές, που πέρυσι ευνοούνταν από τις συναλλαγματικές ισοτιμίες. Παρόμοιες δυσκολίες αντιμετώπισε και η Moncler, ενώ οι πωλήσεις στον κλάδο συνολικά αναμένεται να μείνουν στάσιμες φέτος, γεγονός σπάνιο για μια βιομηχανία που συνήθως αναπτύσσεται με διπλάσιο ρυθμό από την παγκόσμια οικονομία.
Η αλλαγή στις καταναλωτικές προτιμήσεις
Η κρίση δεν φαίνεται να οφείλεται σε απώλεια μεριδίων αγοράς από νεοεισερχόμενους, αλλά σε στροφή των καταναλωτών. Οι τιμές πολλών προϊόντων – ιδιαίτερα των τσαντών – εκτινάχθηκαν τα τελευταία χρόνια, οδηγώντας σε στροφή προς κατηγορίες με καλύτερη σχέση ποιότητας-τιμής. Οι εταιρείες που δεν ακολούθησαν επιθετικές αυξήσεις τιμών, όπως η Richemond (Cartier), συνεχίζουν να σημειώνουν ισχυρή ανάπτυξη: οι πωλήσεις κοσμημάτων της αυξήθηκαν κατά 11% στο τρίμηνο Απριλίου–Ιουνίου.
Ταυτόχρονα, η Gen Z δείχνει λιγότερο πρόθυμη να επενδύσει σε νέα προϊόντα πολυτελείας, προτιμώντας τα vintage κομμάτια. Το 2024 οι δαπάνες της γενιάς αυτής μειώθηκαν κατά 7%, κάτι που αντιστοιχεί σε 5,7 δισ. δολάρια χαμένων πωλήσεων.
Η πρόκληση της επανεκκίνησης
Η κατάσταση θυμίζει τη στροφή του 2015, όταν η υπερβολή στα logos είχε κουράσει τους καταναλωτές και οι μάρκες χρειάστηκε να επανεφεύρουν τον εαυτό τους με πιο διακριτικά σχέδια. Σήμερα, οι μεγάλοι οίκοι επιχειρούν κάτι ανάλογο, επενδύοντας σε νέες καμπάνιες και φρέσκες δημιουργικές ομάδες.
Ωστόσο, η βιομηχανία είναι πλέον 50% μεγαλύτερη από τότε. Ακόμη και αν οι αλλαγές βρουν απήχηση, η πρόκληση είναι αν θα καταφέρουν να επαναφέρουν τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης που έχουν συνηθίσει οι μέτοχοι.