Η σιωπηλή παραίτηση είναι πιο θορυβώδης απ’ ότι φαντάζεστε
- 09/06/2025, 17:30
- SHARE

Μέσα σε λίγα μόλις χρόνια, το τοπίο στην αγορά εργασίας έχει ανατραπεί θεαματικά. Από την ακμή της «μεγάλης παραίτησης» περάσαμε σε μια νέα φάση. Την εποχή της σιωπηλής παραίτησης (quiet quitting). Και, ειρωνικά, όσο μειώνεται ο αριθμός όσων εγκαταλείπουν τις θέσεις τους, τόσο αυξάνεται ο αριθμός εκείνων που έχουν ήδη εγκαταλείψει… νοητικά.
Σύμφωνα με έρευνα της McKinsey (The hidden costs of quiet quitting, quantified), στις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο, τα ποσοστά αποχωρήσεων υποχώρησαν σημαντικά από τα επίπεδα-ρεκόρ του 2022. Οι διαθέσιμες θέσεις εργασίας μειώθηκαν κατά 30% ή και περισσότερο, ενώ η αύξηση μισθών επιβραδύνθηκε. Αυτό που κάποτε έμοιαζε με αγορά υποψηφίων, μετατρέπεται τώρα σε αγορά εργοδοτών. Και οι εργαζόμενοι, αναποφάσιστοι και ανασφαλείς, επιλέγουν να μείνουν—όχι από πίστη ή ικανοποίηση, αλλά από έλλειψη εναλλακτικών.
Ο σιωπηλός στρατός των δυσαρεστημένων
Το κόστος αυτής της σιωπηλής παραμονής είναι εντυπωσιακά υψηλό. Στοιχεία δείχνουν ότι έως και το 40% του εργατικού δυναμικού σε μεγάλους οργανισμούς εμπίπτει σε κάποια κατηγορία εργασιακής απάθειας. Πρόκειται για ανθρώπους που κάνουν τα απολύτως απαραίτητα, αποφεύγουν την πρωτοβουλία και αντιμετωπίζουν τη δουλειά τους περισσότερο ως αγγαρεία παρά ως δημιουργικό πεδίο. Η McKinsey υπολογίζει ότι το κόστος της αδράνειας αυτών των εργαζομένων ισοδυναμεί με 4% του συνολικού μισθολογικού κόστους. Και αν προσθέσει κανείς την αρνητική επίδραση στην καινοτομία, την ομαδικότητα και την ικανοποίηση πελατών, τότε το πρόβλημα παύει να είναι «ανθρώπινο δυναμικό» και μετατρέπεται σε στρατηγικό ρίσκο. Οι λεγόμενοι quiet quitters δεν είναι απλώς λιγότερο παραγωγικοί. Είναι τριπλάσια πιθανότερο να δηλώνουν δυσαρεστημένοι από τη δουλειά τους σε σχέση με εκείνους που επέλεξαν να παραμείνουν εθελοντικά. Και η δυσαρέσκεια αυτή δεν μένει εγκλωβισμένη στο χώρο εργασίας· διαχέεται στην ψυχική υγεία, στις κοινωνικές σχέσεις και τελικά στην κοινωνική συνοχή.
Το ανησυχητικό, αναφέρει η έρευνα, είναι ότι αυτή η κατάσταση δεν είναι προσωρινή. Σε μια περίοδο που η κινητικότητα μειώνεται και οι επιλογές περιορίζονται, είναι πολύ πιθανό να δούμε το φαινόμενο του quiet quitting να παγιώνεται. Και κάπως έτσι, η «μεγάλη παραίτηση» του 2021 κινδυνεύει να μετατραπεί σε «μεγάλη απάθεια» του 2025.
Οι οργανισμοί που αντιλαμβάνονται τη σημασία αυτής της μετατόπισης δεν περιμένουν την κρίση για να αντιδράσουν. Επενδύουν στη δημιουργία ενός περιβάλλοντος εμπιστοσύνης, αναγνώρισης και ευελιξίας. Αναζητούν τρόπους να αναθερμάνουν το ενδιαφέρον των εργαζομένων, όχι με ευχολόγια περί “εταιρικής κουλτούρας”, αλλά με απτά κίνητρα και προοπτικές εξέλιξης.
Την ίδια στιγμή οργανισμοί και κράτη παλεύουν με τη μείωση του πληθυσμού. Μέχρι το 2050, οι δυτικές οικονομίες θα έχουν δύο εργαζομένους για κάθε συνταξιούχο—σε σχέση με τέσσερις σήμερα. Η δημογραφική εξίσωση δεν βγαίνει. Οι φόροι δεν φτάνουν. Οι αποταμιεύσεις εξαντλούνται. Οι αισιόδοξοι στρέφονται στην τεχνολογία και την τεχνητή νοημοσύνη, η οποία υπόσχεται παραγωγικότητα χωρίς εργατικά χέρια. Οι ρεαλιστές βλέπουν τη λύση σε μαζική μετανάστευση και αναδιοργάνωση της αγοράς εργασίας. Όσο για τους απαισιόδοξους, δεν διακρίνουν φως στο τούνελ.
Πώς θα είναι η αγορά εργασίας το 2030;
02/06/2025Η κατάσταση στην Ελλάδα
Την ώρα που οι επιχειρήσεις δυσκολεύονται να βρουν προσωπικό και οι κενές θέσεις ξεπερνούν τις 250.000, ολοένα και περισσότεροι εργαζόμενοι εγκαταλείπουν την αγορά εργασίας και καταθέτουν αίτηση για σύνταξη. Μόνο τον Φεβρουάριο, πάνω από 16.000 άτομα υπέβαλαν νέα αίτηση στον ΕΦΚΑ, συνεχίζοντας την αυξητική τάση των προηγούμενων μηνών. Την ίδια στιγμή, εγκρίθηκαν σχεδόν 18.200 νέες συντάξεις, αριθμός που ξεπερνά κατά πολύ τις νέες εισόδους στην αγορά εργασίας.
Μάλιστα ο πρόεδρος του ΣΕΒ κ. Σπύρος Θεοδωρόπουλος έχει κατ’ επανάληψη επισημάνει τις ελλείψεις αλλά και την ανάγκη να επανεξεταστούν οι εργασιακές σχέσεις, «όχι σε βάρος των εργαζομένων, αλλά με στόχο την ευελιξία, ιδίως σε έκτακτες συνθήκες. Η αύξηση της παραγωγικότητας δεν σημαίνει να δουλεύουν οι εργαζόμενοι 50 ώρες την εβδομάδα αντί για 40. Σημαίνει, όμως, να έχουν οι επιχειρήσεις το περιθώριο να προσαρμόζονται. Σήμερα, το εργασιακό πλαίσιο είναι τόσο παγιωμένο που δεν επιτρέπει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα», έχει σημειώσει.