ICAP: Αντέχει στις πιέσεις ο κλάδος των super market

ICAP: Αντέχει στις πιέσεις ο κλάδος των super market

«Ο ανταγωνισμός εντείνεται συνεχώς, ωθώντας τις εταιρείες σε νέες στρατηγικές ανάπτυξης», σημειώνει η ICAP.

«Η παρατεταμένη περίοδος οικονομικής ύφεσης που πλήττει τη χώρα μας τα τελευταία χρόνια αναπόφευκτα έχει επηρεάσει και το δυναμικό κλάδο των Super Markets, παρά το γεγονός ότι αυτός αποτελεί έναν από τους πιο ισχυρούς και «ανθεκτικούς» κλάδους της ελληνικής οικονομίας», αναφέρει σε έρευνά της η Icap Group.

Σύμφωνα με την εν λόγω έρευνα, οι κυριότερες επιπτώσεις της κρίσης αποτυπώνονται στην αλλαγή της καταναλωτικής συμπεριφοράς και της μείωση της αξίας του μέσου «καλαθιού» αγορών των νοικοκυριών. Οι καταναλωτές έχουν ελαχιστοποιήσει τις παρορμητικές αγορές, συγκρίνουν τις τιμές των προϊόντων στα καταστήματα, αναζητώντας το βέλτιστο συνδυασμό μεταξύ κόστους και αξίας.

Ως εκ τούτου, η συνολική αγορά των Super Markets και Cash & Carry κινείται σε πτωτική τροχιά την τελευταία πενταετία, διαμορφούμενη στο ποσό των 11 δισεκατομμυρίων ευρώ το 2014. Ο ανταγωνισμός που επικρατεί στον κλάδο οξύνεται συνεχώς, ωθώντας τις εταιρείες στο να αναζητούν συνεχώς νέες στρατηγικές ανάπτυξης ακόμη και επιβίωσης.

Ειδικότερα, οι μεγαλύτερες αλυσίδες Super Markets έχουν παρουσία σε όλες σχεδόν τις Περιφέρειες. Σύμφωνα με την έρευνα – μελέτη της ICAP, το 2014 οι έντεκα μεγαλύτερες αλυσίδες του κλάδου (βάσει κύκλου εργασιών) εκμεταλλεύονται συνολικά 2.080 καταστήματα σε όλη την Ελλάδα. Η Αττική συγκεντρώνει τη μερίδα του λέοντος, ήτοι το 37,2% του συνόλου των καταστημάτων και ακολουθεί στη δεύτερη θέση η Κεντρική Μακεδονία με 24,2%.
Ο αριθμός των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον κλάδο παραμένει μεγάλος, παρά το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια αρκετές εταιρείες οδηγήθηκαν στην άρση της λειτουργίας τους ή εξαγοράστηκαν από μεγάλες αλυσίδες Super Markets.

Ο ανταγωνισμός μεταξύ των επιχειρήσεων είναι ιδιαίτερα έντονος κυρίως την τελευταία πενταετία, λόγω και της οικονομικής συγκυρίας η οποία έχει περιορίσει τις καταναλωτικές δαπάνες. H μέση μηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών για τα προϊόντα των super markets εκτιμάται σε 262 το 2014, μειωμένη κατά 9,7% σε σχέση με το 2013 και κατά 21,1% σε σύγκριση με το 2012, σύμφωνα με έρευνα του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.

Το 2010 ήταν η πρώτη χρονιά, έπειτα από μια εικοσαετία (τουλάχιστον) ανοδικής πορείας, κατά την οποία η αξία της συνολικής αγοράς των Super Markets και Cash & Carry παρουσίασε αρνητικό ετήσιο ρυθμό μεταβολής (-1,4%). Η μείωση των συνολικών πωλήσεων του κλάδου συνεχίστηκε με εντονότερο ρυθμό και την επόμενη τετραετία (μέσος ετήσιος ρυθμός μείωσης 3,7% την περίοδο 2011-2014). Η αξία της αγοράς ξεπέρασε το ποσό των 11 δισεκατομμυρίων το 2014.

Σύμφωνα με την μελέτη, με βάση δείγμα 56 επιχειρήσεων του κλάδου για τις οποίες υπάρχουν διαθέσιμα αναλυτικά στοιχεία σχετικά με την κατανομή του κύκλου εργασιών τους (για το έτος 2013) ανά Περιφέρεια, προκύπτει ότι η Αττική καλύπτει το 51,5% των συνολικών πωλήσεων των εν λόγω εταιρειών. Ακολουθούν με διαφορά η Κεντρική Μακεδονία (11,8%) και η Κρήτη (6,1%).
Επισημαίνεται ότι, οι συνολικές πωλήσεις των 56 εταιρειών του δείγματος αντιπροσωπεύουν το 49% περίπου της συνολικής αγοράς των Super Markets και Cash & Carry το 2013.

Ο μεγάλες εταιρείες απορροφούν το μεγαλύτερο μέρος των συνολικών πωλήσεων, ενώ η τάση συγκέντρωσης στον κλάδο συνεχίζεται. Σημαντικό ρόλο στην τάση αύξησης του βαθμού συγκέντρωσης τα τελευταία χρόνια, διαμορφώνει η συνεχής επέκταση του δικτύου καταστημάτων των μεγαλύτερων αλυσίδων του κλάδου (μέσω εξαγοράς καταστημάτων άλλων επιχειρήσεων ή/και με το άνοιγμα νέων σημείων πώλησης).

Επίσης, αρκετές από τις μικρομεσαίες (κυρίως) εταιρείες αντιμετωπίζουν προβλήματα βιωσιμότητας και οδηγούνται στο κλείσιμο των μη αποδοτικών τους καταστημάτων ή ακόμα και στην άρση της λειτουργίας τους, με αποτέλεσμα η ζήτηση που “χάνεται” από τις συγκεκριμένες εταιρείες να κατευθύνεται κυρίως στις μεγαλύτερες αλυσίδες του κλάδου. Εξάλλου, οι μεγάλες αλυσίδες επιτυγχάνουν σημαντικές οικονομίες κλίμακας, γεγονός που ενισχύει τη θέση τους έναντι των μικρότερων εταιρειών και συμβάλλει στην αύξηση του βαθμού συγκέντρωσης στον κλάδο.