Το καυτό καλοκαίρι στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας

Το καυτό καλοκαίρι στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας

To «σπάσιμο» της  ΔΕΗ σε  δύο εταιρείες είναι το πρώτο μεγάλο βήμα για την άρση του μονοπωλίου στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας.

Της Πηνελόπης Μητρούλια*

Είναι σαρωτικές οι αλλαγές που κυοφορούνται στην ελληνική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας. Το 2016 τίποτε δεν θα είναι όπως το γνωρίζουμε σήμερα. Η κρατική μονοπωλιακή εταιρεία ΔΕΗ, που επί 60 χρόνια έχει συνδέσει το όνομά της με την έννοια του ηλεκτρισμού στην Ελλάδα, δεν θα υφίσταται πλέον.

Θα έχει «σπάσει» σε δύο εταιρείες. Η «μικρή ΔΕΗ» θα έχει πωληθεί σε ιδιώτη επενδυτή, ενώ το 17% του μετοχικού κεφαλαίου της «μεγάλης ΔΕΗ» θα έχει μεταβιβαστεί σε στρατηγικό επενδυτή, ο οποίος θα ελέγχει και το management. Έτσι, ιδιωτικές εταιρείες, ελληνικές αλλά και ξένες, θα ανταγωνίζονται μεταξύ τους στην παραγωγή και την εμπορία ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ ιδιώτες επενδυτές θα συμμετέχουν στο νέο ιδιοκτησιακό σχήμα της εταιρείας διαχείρισης των δικτύων μεταφοράς ηλεκτρισμού (ΑΔΜΗΕ).

Η ελληνική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, που τυπικά απελευθερώθηκε το 2001, με τον πρώτο σχετικό νόμο, βρίσκεται έκτοτε σε έναν διαρκή θεσμικό και ουσιαστικό μετασχηματισμό. Οι ιδιωτικές μονάδες ηλεκτροπαραγωγής από φυσικό αέριο της Elpedison (ΕΛΠΕ, Edison, Ελλάκτωρ) στη Θεσσαλονίκη και τη Θίσβη, της Protergia του ομίλου Μυτιληναίος στον Άγιο Νικόλαο Βοιωτίας, των εταιρειών Ήρων Ι και ΙΙ του ομίλου ΤΕΡΝΑ στη Βοιωτία και της Κόρινθος Power (όμιλοι Μυτιληναίος και Βαρδινογιάννη) στην Κόρινθο διεκδικούν βιώσιμη και αποδοτική λειτουργία, αφαιρώντας μερίδιο από το κρατικό μονοπώλιο, την ώρα που η ΔΕΗ αγωνίζεται να διατηρήσει την ηγετική θέση της. Όμως οι αλλαγές αυτές, που επήλθαν αργά μέσα από μάχες χαρακωμάτων στη διάρκεια μιας ολόκληρης δεκαετίας, δεν έχουν καμία σχέση με όσα σχεδιάζονται για τα επόμενα χρόνια.

Ενδεικτικό του μεγέθους των αλλαγών που προωθούνται είναι το σχέδιο «ανοίγματος» της αγοράς, μέσω της αναδιάρθρωσης της ΔΕΗ. Με νομοσχέδιο που έχει κατατεθεί στη Βουλή και θα τεθεί προς ψήφιση σύντομα, προβλέπονται η δημιουργία και η πώληση της λεγόμενης «μικρής ΔΕΗ», στην οποία θα εισφερθεί το 30% του παραγωγικού δυναμικού, του πελατολογίου και των εργαζομένων της σημερινής επιχείρησης. Παράλληλα έχει αποφασιστεί η μεταβίβαση σε στρατηγικό επενδυτή του 17% της «μεγάλης ΔΕΗ», δηλαδή της εταιρείας που θα απομείνει μετά την απόσχιση του 30%.

Ενδιαφέρον από το εξωτερικό
Η κυβέρνηση προσβλέπει μέσω αυτής της διαδικασίας να επιτύχει δύο στόχους: την προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων και την ουσιαστική και αμετάκλητη απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρισμού σε όλα τα επίπεδα. Όπως δηλώνει ο αρμόδιος υφυπουργός Ενέργειας Μάκης Παπαγεωργίου, «με τη δημιουργία μιας νέας ανταγωνιστικής επιχείρησης ηλεκτρισμού ενθαρρύνονται οι επενδύσεις στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας και δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για τη συμμετοχή ισχυρών διεθνών παικτών στην ελληνική αγορά».

Και πράγματι, όπως προσδοκά η κυβέρνηση, μεγάλες εταιρείες του εξωτερικού φαίνεται να παρακολουθούν στενά τις ελληνικές εξελίξεις. Ενδεικτική είναι η επίσκεψη τις παραμονές του Πάσχα, στο Μέγαρο Μαξίμου, του «αφεντικού» του γαλλικού ενεργειακού ομίλου ΕDF, Henri Proglio, ο οποίος συναντήθηκε με τον πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά. Τα στρατηγικά σχέδια των Γάλλων περιλαμβάνουν επέκταση στην αγορά των Βαλκανίων και ενίσχυση της θέσης τους στη νότια Ευρώπη, γεγονός που φαίνεται να συνάδει με τις εξελίξεις στη ΔΕΗ.

Το κυβερνητικό επιτελείο ελπίζει ότι το ενδιαφέρον των Γάλλων θα κινητοποιήσει και ανταγωνιστές τους στην Ευρώπη όπως οι γερμανικές ΕΟΝ και RWE, η ιταλική Εnel και η τσεχική Gez. Πάντως, οι ιθύνοντες δεν ξεχνούν ότι οι μεγάλες ευρωπαϊκές επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας βρίσκονται σε φάση υποστολής της επενδυτικής τους δραστηριότητας, ενώ «σβήνουν» μονάδες φυσικού αερίου, καθώς δέχονται ισχυρές πιέσεις από τις επιδοτούμενες ΑΠΕ.

Περίπλοκο εγχείρημα
Το όλο εγχείρημα είναι εξαιρετικά περίπλοκο, με αποτέλεσμα να εγείρονται σοβαρά ερωτήματα για τους χρόνους υλοποίησής του. Για παράδειγμα, η διαδικασία απόσχισης-μεταβίβασης στη νέα εταιρεία των παγίων της ΔΕΗ, για τα οποία υπάρχει μια σειρά από νομικές εκκρεμότητες, εκτιμάται ότι θα απαιτήσει τουλάχιστον 12 μήνες.

Την ίδια ώρα εκφράζονται επιφυλάξεις για το πακέτο των μονάδων που επελέγη να εισφερθεί στη «μικρή ΔΕΗ» και για το κατά πόσο αυτό θα είναι ανταγωνιστικό στη «μεγάλη ΔΕΗ» και άρα ελκυστικό για τους επενδυτές. Το νομοσχέδιο προβλέπει ότι θα εισφερθούν η μονάδα φυσικού αερίου της Κομοτηνής, τρεις λιγνιτικές μονάδες (δύο στο Αμύνταιο και μια στη Φλώρινα), η άδεια για μια δεύτερη μονάδα στη Φλώρινα, καθώς και τα λιγνιτωρυχεία που τις τροφοδοτούν. Προβλέπει, επίσης, την εισφορά των υδροηλεκτρικών Πλατανόβρυσης, Θησαυρού, Άγρας, Εδεσσαίου και Πουρναρίου Ι και ΙΙ.

Πέρα από τα υδροηλεκτρικά που θεωρούνται καλά assets για τους υποψήφιους επενδυτές, για το υπόλοιπο «πακέτο» εκφράζονται επιφυλάξεις. Για παράδειγμα, στο εγγύς μέλλον οι μονάδες του Αμυνταίου, για να συνεχίσουν να λειτουργούν, θα απαιτήσουν σημαντικές επενδύσεις, αφού είναι ανοιχτό το ενδεχόμενο να αποσυρθούν μετά το 2020. Επίσης, η υλοποίηση της Μελίτης ΙΙ θα απαιτήσει μεγάλες επενδύσεις, ενώ η μονάδα της Κομοτηνής θεωρείται ξεπερασμένη τεχνικά και ασύμφορη οικονομικά.

Χαρακτηριστική είναι η τοποθέτηση του Δημήτρη Γεωργαντώνη, γενικού διευθυντή της εταιρείας Ήρων, του ομίλου ΤΕΡΝΑ, ο οποίος επισημαίνει ότι «η τελική λύση για την απελευθέρωση της αγοράς είναι ο ανταγωνισμός με χρήση παρόμοιου καλαθιού καυσίμων». Ο ίδιος προσθέτει: «Θα είναι δύσκολο να υπάρξει επενδυτικό ενδιαφέρον για παλαιές μονάδες με περιβαλλοντικά προβλήματα που επιβαρύνουν το κόστος λειτουργίας τους».

Άλλωστε η απελευθέρωση της αγοράς δεν είναι αυτοσκοπός. Είναι το μέσο που θα δημιουργήσει τις κατάλληλες συνθήκες ανταγωνισμού για τη μείωση του κόστους και κατ’ επέκταση τη μείωση των τελικών τιμών.

Όπως σημειώνει ο Μάκης Παπαγεωργίου, «με τη δημιουργία μιας νέας ανταγωνιστικής επιχείρησης ηλεκτρισμού, ενθαρρύνεται η προσέλκυση παραγωγικών επενδύσεων και η μείωση των τιμών ενέργειας στον τελικό καταναλωτή».

Ενεργειακό κόστος
Το ζήτημα του ενεργειακού κόστους είναι άμεσα συνδεδεμένο με τη διαδικασία της απελευθέρωσης της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και βεβαίως της ιδιωτικοποίησης της ΔΕΗ. «Η δημιουργία της “μικρής ΔΕΗ”» λέει χαρακτηριστικά ο Αντώνης Κοντολέων, μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Ένωσης Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας (ΕΒΙΚΕΝ), «δεν μπορεί από μόνη της να δημιουργήσει ανταγωνιστική αγορά, καθώς η ύπαρξη δύο ολιγοπωλίων δεν εξασφαλίζει κατ’ ανάγκη ανταγωνισμό. Προτεραιότητα πρέπει να είναι η άμεση λήψη μέτρων αλλαγής του μοντέλου αγοράς, ώστε να επιτευχθεί η μεγιστοποίηση της λιγνιτικής παραγωγής, γεγονός που θα οδηγήσει σε μείωση του κόστους παραγωγής του ρεύματος και θα λειτουργήσει επ’ ωφελεία όλων των καταναλωτών».

Από την πλευρά του, ο Ντίνος Μπενρουμπή, εντεταλμένος σύμβουλος και γενικός διευθυντής της Protergia του ομίλου Μυτιληναίου, χαρακτηρίζει ως «θετική επί της αρχής» την πρόβλεψη να υπάρξουν δύο εταιρείες, αντί μιας. Και μάλιστα η ύπαρξη δύο ιδιωτικών εταιρειών που θα ανταγωνίζονται μεταξύ τους. Όμως το ενεργειακό κόστος επιβαρύνεται ακόμη περισσότερο από τους φόρους και τα τέλη που εισπράττονται μέσω των λογαριασμών.

«Η ολοκλήρωση και ο εξορθολογισμός μιας ενιαίας αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας» λέει ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ΔΕΗ Αρθούρος Ζερβός «είναι προαπαιτούμενα προκειμένου ο τομέας της ενέργειας να αποτελέσει την κινητήρια δύναμη για την οικονομική ανάπτυξη και ευημερία της χώρας. Στο πλαίσιο αυτό, είναι αναγκαία η ελάφρυνση της ηλεκτρικής ενέργειας και των καυσίμων από την υπερβολική φορολόγηση, καθώς και η αποδέσμευση των λογαριασμών από την είσπραξη τελών που δεν σχετίζονται με την ενέργεια».

Ο ρόλος των μονάδων φυσικού αερίου
Η εξέλιξη του ενεργειακού κόστους συνδέεται άμεσα με την επιλογή του μείγματος καυσίμου, βάσει του οποίου γίνεται η παραγωγή ρεύματος. Τα προηγούμενα χρόνια οι μονάδες φυσικού αερίου τόσο της ΔΕΗ όσο και των ιδιωτικών εταιρειών στήριξαν την επάρκεια του συστήματος. Ωστόσο, η αύξηση της διείσδυσης των ΑΠΕ, σε συνδυασμό με την κατακόρυφη μείωση της ζήτησης λόγω της οικονομικής κρίσης, έχουν δημιουργήσει συνθήκες υπερεπάρκειας ισχύος, με τις μονάδες φυσικού αερίου τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη να λειτουργούν ως εφεδρεία για την κάλυψη των αιχμών της ζήτησης, όταν δεν λειτουργούν οι μονάδες ΑΠΕ. Το φαινόμενο αυτό προκαλεί έντονη δημόσια συζήτηση για τον τρόπο με τον οποίο θα εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα των επενδύσεων σε μονάδες φυσικού αερίου, σε σχέση με τη διατήρηση της οικονομικότητας του συστήματος ηλεκτρικής ενέργειας συνολικά.

Είναι χαρακτηριστικό ότι η παραγωγική ικανότητα των συμβατικών μονάδων της ΔΕΗ και των ιδιωτών ανέρχεται σήμερα σε 13.074 MW. Σ’ αυτή πρέπει να προστεθεί και η επικείμενη να ενταχθεί μονάδα φυσικού αερίου της ΔΕΗ στη Μεγαλόπολη ισχύος 800 MW, καθώς και η ισχύς των ΑΠΕ η οποία ανέρχεται σε 4.390 MW. Στον αντίποδα η μέση ζήτηση ανέρχεται στα 6.000 MW-7.000 MW, με αιχμή τα 9.150 MW. Τα ερωτήματα αυτά θα πρέπει να απαντηθούν στο πλαίσιο ενός μακροχρόνιου ενεργειακού σχεδιασμού, τον οποίο επεξεργάζεται αυτή την περίοδο η κυβέρνηση σε συνδυασμό με τον πρόγραμμα απελευθέρωσης της αγοράς.

* Το κείμενο δημοσιεύεται στο περιοδικό Fortune που κυκλοφορεί στα περίπτερα.

Διαβάστε ακόμα:

Δεν πληρώνεις στη ΔΕΗ; Χρωστάς στην εφορία!

Στις 2 Ιουλίου κατατίθεται το νομοσχέδιο για τη «μικρή» ΔΕΗ

Έρχονται νέες αυξήσεις στη ΔΕΗ