Κρίσιμες ελλείψεις φαρμάκων απειλούν την Ευρώπη και την αυτονομία της

Κρίσιμες ελλείψεις φαρμάκων απειλούν την Ευρώπη και την αυτονομία της
Photo: Shutterstock
Οι ελλείψεις φαρμάκων στην Ευρώπη δεν είναι καινούργιο φαινόμενο. Ήδη πριν από την πανδημία της COVID-19, αρκετές χώρες κατέγραφαν διακοπές στην αλυσίδα εφοδιασμού, που οφείλονταν σε παραγωγικές δυσκολίες, εμπορικά εμπόδια ή οικονομικές πιέσεις.

Στα τέλη του 2024, τα ράφια των φαρμακείων σε αρκετές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες άρχισαν να αδειάζουν. Αντιβιοτικά ευρείας χρήσης, παυσίπονα, ακόμη και φάρμακα για σοβαρές ασθένειες εξαφανίστηκαν ή έγιναν δυσεύρετα. Για τους ασθενείς, οι ελλείψεις σήμαιναν καθυστερήσεις στις θεραπείες ή αναγκαστική μετάβαση σε εναλλακτικά σκευάσματα. Για τα συστήματα υγείας, πρόσθετο κόστος και πίεση. Και για τις Βρυξέλλες, ακόμη μία υπενθύμιση ότι η ενιαία αγορά φαρμάκων παραμένει κατακερματισμένη και ευάλωτη.

Μια νέα ειδική έκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου (ΕΕΣ) έρχεται να επιβεβαιώσει αυτή τη δυσάρεστη πραγματικότητα. Παρά τις πρωτοβουλίες των τελευταίων ετών, η ΕΕ δεν διαθέτει ακόμη ένα στιβαρό πλαίσιο για την πρόληψη και τον μετριασμό κρίσιμων ελλείψεων φαρμάκων. «Οι ελλείψεις μπορεί να έχουν σοβαρές επιπτώσεις για τους ασθενείς, υπονομεύουν τη δημόσια υγεία και κοστίζουν ακριβά για γιατρούς, φαρμακεία και ολόκληρες χώρες» τόνισε χαρακτηριστικά ο Klaus Heiner Lehne, μέλος του ΕΕΣ και επικεφαλής της ελεγκτικής ομάδας. «Η ΕΕ χρειάζεται ένα αποτελεσματικό φάρμακο για να θεραπεύσει τις κρίσιμες ελλείψεις πέρα από όλα είναι και ζήτημα στρατηγικής αυτονομίας».

Μια χρόνια παθογένεια που κορυφώθηκε

Οι ελλείψεις φαρμάκων στην Ευρώπη δεν είναι καινούργιο φαινόμενο. Ήδη πριν από την πανδημία της COVID-19, αρκετές χώρες κατέγραφαν διακοπές στην αλυσίδα εφοδιασμού, που οφείλονταν σε παραγωγικές δυσκολίες, εμπορικά εμπόδια ή οικονομικές πιέσεις. Ωστόσο, η πανδημία λειτούργησε σαν καταλύτης. Το 2023 και το 2024, οι ελλείψεις έφτασαν σε πρωτοφανή επίπεδα, με τις εθνικές αρχές να αναφέρουν 136 κρίσιμες ελλείψεις στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων (EMA) μόνο στο διάστημα Ιανουαρίου 2022 Οκτωβρίου 2024.

Η Ελλάδα, όπως και άλλα κράτη μέλη, βρέθηκε αντιμέτωπη με ελλείψεις σε βασικά αντιβιοτικά, προκαλώντας ανησυχία σε γιατρούς και φαρμακοποιούς. Στην πράξη, το πρόβλημα δεν αφορούσε μόνο την αδυναμία πρόσβασης σε συγκεκριμένα φάρμακα, αλλά και την άνιση κατανομή τους ανάμεσα σε κράτη μέλη, ανάλογα με την ισχύ των εθνικών αγορών.

Η έκθεση του ΕΕΣ αναδεικνύει έναν θεμελιώδη περιορισμό. Ο EMA, παρά την ενισχυμένη εντολή που απέκτησε μετά την πανδημία, εξακολουθεί να μην διαθέτει τις νόμιμες εξουσίες για να παρέμβει αποφασιστικά σε ελλείψεις που δεν συνιστούν υγειονομική κρίση. Παράλληλα, οι πληροφορίες που λαμβάνει από τη βιομηχανία είναι καθυστερημένες, ελλιπείς και συχνά ασύγκριτες από χώρα σε χώρα.

Περισσότερο από το 50% των γνωστοποιήσεων ελλείψεων το 2023 και το 2024 έγιναν την ημέρα που ξεκίνησε η έλλειψη ή και μετά, αφήνοντας τον EMA χωρίς τον απαραίτητο χρόνο αντίδρασης. Χωρίς έγκαιρη και αξιόπιστη πληροφόρηση, ο οργανισμός αδυνατεί να συντονίσει αποτελεσματικά την ανακατανομή φαρμάκων ή να στηρίξει έγκαιρα τα κράτη μέλη.

Η δημιουργία μιας νέας ευρωπαϊκής πλατφόρμας παρακολούθησης ελλείψεων, που τέθηκε σε λειτουργία το 2025, θεωρείται σημαντικό βήμα. Ωστόσο, η πλατφόρμα χρειάζεται περαιτέρω ανάπτυξη όπως η δυνατότητα αυτοματοποιημένης διασύνδεσης με τις βάσεις δεδομένων της βιομηχανίας και των εθνικών αρχών για να αξιοποιηθεί στο έπακρο.

Η ενιαία αγορά που δεν είναι τόσο ενιαία

Το ΕΕΣ αναλύει και τα διαρθρωτικά αίτια πίσω από το φαινόμενο. Ένα από τα σημαντικότερα είναι η μεταφορά μεγάλου μέρους της παραγωγής δραστικών ουσιών και φαρμάκων χαμηλού κόστους κυρίως αντιβιοτικών και παυσίπονων στην Ασία. Η επιλογή αυτή υπαγορεύτηκε από τις πιέσεις για χαμηλότερες τιμές στις ευρωπαϊκές διαδικασίες προμηθειών. Η συγκέντρωση παραγωγής σε λίγες εγκαταστάσεις σημαίνει ότι οποιαδήποτε διακοπή από περιβαλλοντικά συμβάντα έως γεωπολιτικές εντάσεις μπορεί να προκαλέσει ντόμινο ελλείψεων στην ΕΕ.

Επιπλέον, οι εθνικές πολιτικές αποθεματοποίησης, που υιοθέτησαν αρκετά κράτη μέλη ως αντίδραση στις ελλείψεις, συχνά λειτούργησαν χωρίς συντονισμό. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να επιδεινωθούν οι ελλείψεις σε άλλες χώρες της Ένωσης. Το ίδιο ισχύει και για τις εθνικές διαδικασίες προμηθειών. Εστιάζοντας σχεδόν αποκλειστικά στο χαμηλότερο κόστος, δεν επιβραβεύουν ανθεκτικές εφοδιαστικές αλυσίδες ή την τοπική παραγωγή.

Πέρα από τα παραγωγικά και εφοδιαστικά προβλήματα, η ίδια η εσωτερική αγορά της ΕΕ για τα φάρμακα αποδεικνύεται κατακερματισμένη. Τα περισσότερα φάρμακα εξακολουθούν να εγκρίνονται σε εθνικό επίπεδο, ενώ ακόμη και εκείνα που λαμβάνουν κεντρική έγκριση από τον EMA δεν κυκλοφορούν σε όλα τα κράτη μέλη. Οι διαφορετικές συσκευασίες, οι αποκλίσεις στις απαιτήσεις επισήμανσης και οι ανισότητες στις τιμές καθιστούν δύσκολη την ομαλή διακίνηση των φαρμάκων εντός της Ένωσης.

Η έλλειψη διαφάνειας στις τιμές είναι άλλη μια πηγή στρεβλώσεων. Οι τιμές διαφέρουν σημαντικά από χώρα σε χώρα και πολλές φορές παραμένουν εμπιστευτικές, εμποδίζοντας τη δίκαιη και αποτελεσματική διαχείριση. Παράλληλα, τα μονομερή μέτρα που λαμβάνουν κράτη μέλη όπως περιορισμοί στις εξαγωγές για να προστατεύσουν την εγχώρια αγορά οδηγούν σε ανισορροπίες αλλού.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Οι θεσμικές απαντήσεις και η οικονομική διάσταση

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει ήδη προτείνει σημαντικές αλλαγές στη νομοθεσία. Μεταξύ αυτών, η νέα φαρμακευτική νομοθεσία του 2023 και η Πράξη για τα Φάρμακα Κρίσιμης Σημασίας του 2025, που φιλοδοξεί να ενισχύσει την παραγωγή και τον εφοδιασμό κρίσιμων φαρμάκων εντός της ΕΕ. Παράλληλα, προτείνεται η περαιτέρω εναρμόνιση των συσκευασιών και η ενίσχυση του ρόλου του EMA σε επιθεωρήσεις παραγωγικών εγκαταστάσεων.

Ωστόσο, το ΕΕΣ προειδοποιεί ότι ακόμη κι αν υιοθετηθούν, οι προτάσεις αυτές δεν λύνουν όλα τα προβλήματα. Χωρίς μηχανισμούς επιβολής κυρώσεων, χωρίς ενιαία ευρωπαϊκή βάση δεδομένων για όλα τα φάρμακα και χωρίς ισχυρή συντονισμένη βιομηχανική πολιτική, οι ελλείψεις θα συνεχίσουν να ταλανίζουν την Ένωση.

Η συζήτηση δεν αφορά μόνο τη δημόσια υγεία, αλλά και τα δημόσια οικονομικά. Το 2022, οι δαπάνες υγείας των κρατών μελών έφτασαν τα 1,65 τρισ. ευρώ, αντιστοιχώντας σε 5,5% έως 12,6% του ΑΕΠ κάθε χώρας. Οι ελλείψεις φαρμάκων, προκαλώντας καθυστερήσεις, αναγκαστικές αλλαγές θεραπειών ή χρήση ακριβότερων εναλλακτικών, διογκώνουν το κόστος για τα συστήματα υγείας. Στην Ελλάδα, όπου οι πιέσεις στη δημόσια δαπάνη είναι ήδη έντονες, το πρόβλημα έχει ιδιαίτερο βάρος.

Μια αγορά σε τεντωμένο σχοινί

Στο φαινόμενο των ελλείψεων προστίθεται ένας ακόμη παράγοντας που η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει ακόμη καταφέρει να ρυθμίσει αποτελεσματικά. Οι παράλληλες εξαγωγές φαρμάκων. Στην πράξη, πρόκειται για τη μεταπώληση φαρμάκων από μια χώρα με χαμηλές τιμές σε άλλη με υψηλότερες. Το εργαλείο αυτό βασίζεται στη λογική της ενιαίας αγοράς και θεωρείται νόμιμο εντός της ΕΕ. Όμως, η επίδρασή του στη διαθεσιμότητα φαρμάκων είναι συχνά διαβρωτική.

Το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο διαπιστώνει ότι η Επιτροπή δεν έχει λάβει τα κατάλληλα μέτρα για την άρση των διασυνοριακών φραγμών, ούτε για να εξασφαλίσει ότι η αναδιανομή φαρμάκων θα γίνεται με τρόπο που μετριάζει τις ελλείψεις. Ως αποτέλεσμα, οι παράλληλες εξαγωγές μπορεί να αδειάσουν τα ράφια σε μια χώρα, ενώ ενισχύουν την επάρκεια σε άλλη, συντηρώντας ανισότητες εντός της Ένωσης.

Η Ελλάδα βρίσκεται συχνά στο επίκεντρο. Οι χαμηλές τιμές που ισχύουν στην εγχώρια αγορά καθιστούν τη χώρα πηγή εφοδιασμού για άλλες αγορές. Στην πράξη, φάρμακα που προορίζονται για Έλληνες ασθενείς καταλήγουν στη Γερμανία, στη Γαλλία ή στις Σκανδιναβικές χώρες, όπου οι τιμές είναι σημαντικά υψηλότερες. Οι ελληνικές αρχές, όπως και άλλες κυβερνήσεις, έχουν καταφύγει σε περιορισμούς εξαγωγών προκειμένου να προστατεύσουν την εγχώρια διαθεσιμότητα. Όμως, τέτοια μέτρα, μολονότι ανακουφίζουν προσωρινά, μπορούν να προκαλέσουν επιπλέον στρεβλώσεις στην εσωτερική αγορά της ΕΕ.

Το πρόβλημα επιτείνεται από τον κατακερματισμό της αγοράς. Οι διαφορετικές συσκευασίες, οι εθνικές άδειες κυκλοφορίας και οι αποκλίσεις στις πολιτικές τιμολόγησης κάνουν δύσκολη τη ροή φαρμάκων από χώρα σε χώρα με τρόπο συντονισμένο. Έτσι, αντί η ενιαία αγορά να λειτουργεί ως δίχτυ ασφαλείας, συχνά επιδεινώνει την κρίση, αφού η παράλληλη εξαγωγή γίνεται εργαλείο εμπορικού κέρδους και όχι στρατηγικού συντονισμού.

Όπως καταγράφει το ΕΕΣ, η αδυναμία διαχείρισης αυτού του φαινομένου περιορίζει την ικανότητα της Ευρώπης να αντιμετωπίσει τις κρίσιμες ελλείψεις. Μέχρι να υπάρξει μια ενιαία, διαφανής και δεσμευτική ευρωπαϊκή πολιτική, η αγορά φαρμάκων θα παραμένει εκτεθειμένη στις ίδιες δυναμικές που τροφοδοτούν τις ελλείψεις αντί να τις μετριάζουν.

Επίσης η έκθεση του ΕΕΣ αναδεικνύει ένα ζήτημα που υπερβαίνει την υγεία. Την ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία. Όπως φάνηκε με τα εμβόλια κατά την πανδημία, η εξάρτηση από παραγωγικές εγκαταστάσεις εκτός ΕΕ εγκυμονεί κινδύνους για την ασφάλεια εφοδιασμού. Η πρόσφατη ενεργειακή κρίση υπενθύμισε επίσης πόσο ευάλωτη μπορεί να είναι η Ένωση όταν εξαρτάται από εξωτερικούς προμηθευτές.

Στον χώρο των φαρμάκων, η πρόκληση είναι ακόμη πιο άμεση. Πρόκειται για αγαθά ζωτικής σημασίας, χωρίς τα οποία τα συστήματα υγείας δεν μπορούν να λειτουργήσουν. Για τους πολίτες, οι ελλείψεις μεταφράζονται σε απτή ανασφάλεια. Για την Ένωση, αποτελούν δοκιμασία της ικανότητάς της να υπερασπιστεί τα συμφέροντα και την υγεία των πολιτών της.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ: