Με «ορατές» στα ξένα κεφάλαια ΜμΕ η αύξηση της ανταγωνιστικότητας

Με «ορατές» στα ξένα κεφάλαια ΜμΕ η αύξηση της ανταγωνιστικότητας
Photo: pixabay.com
Προωθούνται deals - Στόχος η ενίσχυση της εξωστρέφειας και η μεγέθυνση - Στο φόντο η ανταγωνιστικότητα και η ελκυστικότητα της οικονομίας - Τι αποκαλύπτει η κατάταξη στους δείκτες IMD και GAI.

Στον τομέα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜμΕ) αναζητά η κυβέρνηση «δυνάμεις» που θα βελτιώσουν τις επιδόσεις της χώρας στους δείκτες ανταγωνιστικότητας και ελκυστικότητας για προσέλκυση επενδύσεων.

Προωθεί κίνητρα για την παραγωγικότητα και την εξωστρέφεια μέσω της αύξησης του μεγέθους τους και γι’ αυτό το σκοπό ανέθεσε σε ειδικό 15μελές working group να καταθέσει συγκεκριμένες προτάσεις. Στην ομάδα, που αναλαμβάνει δράση ενόψει και του σχεδίου αξιοποίησης των πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης, συμμετέχουν στελέχη των υπουργείων Οικονομικών και Ανάπτυξης και του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ). Σύμφωνα με τη σχετική απόφαση που δημοσιεύθηκε σε ΦΕΚ προωθείται μεταξύ άλλων: η δημιουργία νέας μορφής αστικής επιχειρηματικής σύμπραξης, ο μετασχηματισμός σε ανώτερη μορφή εταιρικού σχήματος και η συγχώνευση μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Στο πλαίσιο της πολιτικής προωθούνται φορολογικά κίνητρα, δυνατότητες ανάπτυξης εξωστρεφών clusters, προώθηση σχημάτων αρωγής και καθοδήγησης (mentoring) καθώς και εργαλεία χρηματοδότησης.

Αν και αυτές οι μεταρρυθμίσεις απαιτούν χρόνο για να ωριμάσουν και να αποδώσουν καρπούς εκτιμάται ότι θα συνεισφέρουν μακροπρόθεσμα στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Βασικός στόχος είναι η βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος ώστε να γίνει φιλικό για ξένες επενδύσεις. Εξάλλου, αν και οι διεθνείς επενδυτές με παρουσία στη χώρα μας επικροτούν τις πρωτοβουλίες της κυβέρνησης – και όπως έδειξε πρόσφατη έρευνα της EY σχεδόν ένας στους τρεις σκοπεύει να επενδύσει στην ελληνική αγορά την επόμενη τριετία – δεν ισχύει το ίδιο για τους ξένους επενδυτές, χωρίς παρουσία στη χώρα, που έχουν λιγότερο θετική άποψη για την ελκυστικότητα της οικονομίας.

Διαπιστώνεται ότι η ελκυστικότητα μιας οικονομίας είναι κρίσιμος παράγοντας στον παγκόσμιο αγώνα για ταλαντούχους ανθρώπους, επενδύσεις και τεχνογνωσία και ταυτόχρονα είναι μια προϋπόθεση για την ανταγωνιστικότητα. Αυτό ισχύει και στο νέο περιβάλλον προκλήσεων, όπως διαμορφώνεται με την πανδημία του Covid-19.

Ανταγωνιστικότητα (IMD) VS Ελκυστικότητα (GΑΙ)

Ενδεικτικά θα σημειώσουμε ότι η Ελλάδα αναβάθμισε τη θέση της κατά εννέα θέσεις στην Παγκόσμια Κατάταξη Ανταγωνιστικότητας της Παγκόσμιας Επετηρίδας Ανταγωνιστικότητας του Institute for Management Development (IMD) της Ελβετίας. Για το 2020 βρίσκεται στην 49η θέση μεταξύ 63 οικονομιών, από την 58η που κατείχε το 2019. Μάλιστα η Ελλάδα βελτίωσε τη θέση της επιτυγχάνοντας σημαντική πρόοδο στους δείκτες: Οικονομικής Αποδοτικότητας (55η από 60η), Κυβερνητικής Αποτελεσματικότητας (52η από 60η), Επιχειρηματικής Αποτελεσματικότητας (51η έναντι 58ης) και Υποδομών (41η από 39η), ως αποτέλεσμα της πολιτικής σταθερότητας, των καλών επιδόσεων του ιδιωτικού τομέα, της βελτίωσης των δημόσιων οικονομικών και των πολιτικών βελτίωσης του επιχειρηματικού περιβάλλοντος.

Από την άλλη μεριά όμως στον δείκτη ελκυστικότητας η θέση της Ελλάδας υποβαθμίστηκε. Η Ambrosetti έχει αναπτύξει τον Παγκόσμιο Δείκτη Ελκυστικότητας (GAI) για να παρέχει στις χώρες ένα εργαλείο μέτρησης και αξιολόγησης της ελκυστικότητας ως καθοριστικό στοιχείο της ικανότητάς της να είναι ανταγωνιστική, να προσελκύει επενδύσεις και να αναπτύσσεται παραγωγικά. Η Ελλάδα βρίσκεται στην θέση 63, που είναι η χειρότερη από όλες τις χώρες της ΕΕ (με εξαίρεση την Βουλγαρία που βρίσκεται στην θέση 64). Επίσης βρίσκεται πίσω από την Τουρκία (θέση 59) ενώ κορυφαία της κατάταξης είναι η Γερμανία (1η θέση). Ο GAI στην τρέχουσα, πέμπτη του έκδοση, βασίζεται σε γενικές γραμμές σε τέσσερα χαρακτηριστικά ελκυστικότητας μιας οικονομίας: το πόσο ανοιχτή είναι, την καινοτομία της, το ταλέντο και την αποτελεσματικότητά της, που αποτυπώνονται σε 21 Βασικούς Δείκτες Απόδοσης (KPIs). Ο GAI 2020 κατατάσσει 144 χώρες, που καλύπτουν περίπου το 93% του παγκόσμιου πληθυσμού και το 99% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (σε δολάρια ΗΠΑ) παγκοσμίως.