Μια προαναγγελθείσα χρηματιστηριακή κατάρρευση – Μείζονες κίνδυνοι για την οικονομία και τις αγορές
- 27/08/2025, 09:45
- SHARE

Η οικονομία και οι διεθνείς αγορές βρίσκονται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι, αναφέρει με άρθρο του στο Project Syndicate o πρώην οικονομολογος του ΔΝΤ, Desmond Lachman.
Όπως επισημαίνει, παρά τη φαινομενική ευφορία στη Wall Street και τις ιστορικά υψηλές αποτιμήσεις των μετοχών, οι υποκείμενοι κίνδυνοι συσσωρεύονται: γεωπολιτική αστάθεια, εκρηκτικά δημοσιονομικά ελλείμματα, αμφιλεγόμενες πολιτικές της κυβέρνησης Trump και αυξανόμενη αβεβαιότητα γύρω από το δολάριο και τα κρατικά ομόλογα.
Όλα αυτά συνθέτουν το σκηνικό μιας προαναγγελθείσας χρηματιστηριακής κρίσης, που θα μπορούσε να κλονίσει σοβαρά την παγκόσμια οικονομία.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τον Lachman, oι χρηματιστές της Wall Street συνηθίζουν να αστειεύονται μεταξύ τους λέγοντας ότι ο μεγαλύτερος ποταμός στις αναδυόμενες αγορές είναι ο «ποταμός της άρνησης» (de-nial).
Όμως, αναφέρει ο Lachman, με δεδομένη την παράλογη ευφορία που κυριαρχεί στη χρηματιστηριακή αγορά των ΗΠΑ, η οποία διαπραγματεύεται σε ιστορικά υψηλές αποτιμήσεις, παρά τους κλιμακούμενους γεωπολιτικούς κινδύνους και τις οικονομικές πολιτικές της κυβέρνησης του προέδρου Donald Trump, θα νόμιζε κανείς ότι διοργανώνουν κρουαζιέρες πάνω σε αυτόν τον ποταμό.
Η γεωπολιτική σταθερότητα φαίνεται να είναι σε έλλειψη στις μέρες μας.
Η Ευρώπη αντιμετωπίζει τον μεγαλύτερο χερσαίο πόλεμο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο· η βία και η αναταραχή συγκλονίζουν ξανά τη Μέση Ανατολή· και οι σχέσεις της Αμερικής με την Κίνα αγγίζουν νέα χαμηλά επίπεδα, με πιθανές συνέπειες για την ομαλή τροφοδοσία των ΗΠΑ με ημιαγωγούς από την Ταϊβάν.
Στο μεταξύ, οι οικονομικοί κίνδυνοι εντός των ΗΠΑ αυξάνονται, κυρίως ως αποτέλεσμα των πολιτικών του Trump.
Οι υψηλότεροι εισαγωγικοί δασμοί του τελευταίου αιώνα θα μειώσουν τη μακροπρόθεσμη ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, ενώ θα την εμποδίσουν να αποκομίσει τα πλήρη οφέλη του διεθνούς εμπορίου.
Επιπλέον, οι μαζικές απελάσεις που προωθεί θα επιβαρύνουν την εγχώρια παραγωγή και θα αυξήσουν το κόστος, ιδιαίτερα στη γεωργία και τις κατασκευές.
Βέβαια, τα δημόσια οικονομικά των ΗΠΑ βρίσκονταν ήδη σε μη βιώσιμη πορεία πριν ο Trump επιστρέψει στον Λευκό Οίκο τον Ιανουάριο.
Σύμφωνα με το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου (CBO), το δημοσιονομικό έλλειμμα των ΗΠΑ ανήλθε πέρυσι στο 6,4% του ΑΕΠ, παρά τη σχεδόν πλήρη απασχόληση.
Αν οι ΗΠΑ συνέχιζαν σε αυτήν την πορεία, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ θα εκτινασσόταν στο 118% έως το 2035.
Τώρα, όμως, φαίνεται ότι θα φτάσει εκεί ακόμη νωρίτερα – και ένας βασικός λόγος είναι ο «Ένας Μεγάλος Όμορφος Νόμος» (One Big Beautiful Bill) του Trump, που τέθηκε σε ισχύ τον περασμένο μήνα.
Το CBO, σημειώνει ο Lachman, εκτιμά ότι η εκτεταμένη φορολογική και υγειονομική νομοθεσία θα προσθέσει 3,4 τρισ. δολάρια στο έλλειμμα της επόμενης δεκαετίας. Η Επιτροπή για έναν Υπεύθυνο Ομοσπονδιακό Προϋπολογισμό τοποθετεί αυτό το ποσό πάνω από τα 4 τρισ. δολάρια.
Αυτό θα εκτίνασσε το δημόσιο χρέος τουλάχιστον στο 125% του ΑΕΠ έως το 2034.
Σύμφωνα με τον Lachman, η οικονομία των ΗΠΑ έχει μια θεμελιώδη ευπάθεια: εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη διάθεση ξένων να χρηματοδοτούν τα δίδυμα ελλείμματά της, του προϋπολογισμού και του εμπορικού ισοζυγίου.
Οι ξένοι επενδυτές κατέχουν σήμερα περίπου 8,5 τρισ. δολάρια –σχεδόν το ένα τρίτο– από τα 28 τρισ. δολάρια σε ομόλογα του αμερικανικού Δημοσίου. (Το ίδιο δεν ισχύει σε άλλες χώρες, όπως η Ιαπωνία, όπου οι εγχώριοι επενδυτές κατέχουν περίπου το 87% των κρατικών ομολόγων.)
Για να συνεχίσουν οι ξένοι επενδυτές να χρηματοδοτούν τον αμερικανικό δανεισμό, πρέπει να έχουν εμπιστοσύνη ότι η χώρα θα τιμήσει πλήρως τις υποχρεώσεις της, αντί να επιχειρήσει να τις διαβρώσει μέσω πληθωρισμού ή να αθετήσει την αποπληρωμή τους.
Ωστόσο, ο Trump φαίνεται να κάνει ό,τι μπορεί για να πείσει τους ξένους επενδυτές ότι οι ΗΠΑ δεν είναι αξιόπιστες.
Κατ’ αρχάς, ασκεί τεράστια πίεση στη Fed ώστε να μειώσει επιθετικά τα επιτόκια, παρότι ο πληθωρισμός, που ήδη κινείται πολύ πάνω από τον στόχο του 2%, είναι πιθανό να αυξηθεί ακόμη περισσότερο εξαιτίας των δασμών.
Επιπλέον, ο Stephen Miran, πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομικών Συμβούλων του Trump, που έχει προταθεί προσωρινά και για το Διοικητικό Συμβούλιο της Fed, έχει εισηγηθεί τον εξαναγκασμό των ξένων επενδυτών να μετατρέψουν τα ομόλογα που κατέχουν σε 100ετή ομόλογα των ΗΠΑ χωρίς κουπόνια.
Η κυβέρνηση Trump έχει επίσης εξετάσει την επιβολή φόρου έως και 20% στους τόκους που αποκομίζουν ορισμένοι ξένοι επενδυτές από τα αμερικανικά T-bills.
Η πρόσφατη απόλυση από τον Trump του επικεφαλής του Γραφείου Στατιστικών Εργασίας, μετά τη δημοσιοποίηση απογοητευτικών στοιχείων για την απασχόληση, έχει επιτείνει ακόμη περισσότερο την ανησυχία των επενδυτών.
Αν η εμπιστοσύνη των ξένων επενδυτών στις ΗΠΑ καταρρεύσει, θα ακολουθήσουν κρίσεις στο δολάριο και στην αγορά ομολόγων.
Στην πραγματικότητα, οι αγορές δολαρίου και ομολόγων ήδη αντιδρούν στους αυξανόμενους κινδύνους.
Από την αρχή του έτους, η αξία του δολαρίου έχει βουλιάξει κατά περίπου 10%, παρά τους υψηλότερους δασμούς και τη διεύρυνση της διαφοράς βραχυπρόθεσμων επιτοκίων με άλλες μεγάλες οικονομίες.
Παράλληλα, οι αποδόσεις των ομολόγων του Δημοσίου έχουν παραμείνει αυξημένες, υποδηλώνοντας ότι η αμερικανική αγορά ομολόγων δεν θεωρείται πια το ασφαλές καταφύγιο που κάποτε ήταν. Ταυτόχρονα, οι τιμές του χρυσού έχουν αυξηθεί κατά περίπου 25%.
Κι όμως, οι αποτιμήσεις της χρηματιστηριακής αγοράς παραμένουν στα ύψη – όπως λίγο πριν σκάσει η «φούσκα dot-com» το 2001.
Υπάρχει ιστορικό προηγούμενο. Όπως έχει επισημάνει ο ιστορικός της οικονομίας Niall Ferguson, η χρηματιστηριακή αγορά παρέμεινε ακμαία λίγο πριν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, παρά τα ξεκάθαρα σημάδια ότι η γεωπολιτική τάξη κατέρρεε.
Μια εξήγηση είναι δύσκολο να βρεθεί. Όπως φέρεται να είπε ο Ισαάκ Νεύτων μετά την κατάρρευση της «φούσκας South Sea» το 1720: «Μπορώ να υπολογίσω την κίνηση των ουράνιων σωμάτων, αλλά όχι την τρέλα των ανθρώπων».