Νουριέλ Ρουμπινί: Η Αμερική στο χείλος οικονομικής καταστροφής – Η επικίνδυνη πολιτική Τραμπ που απειλεί όλο τον κόσμο

Νουριέλ Ρουμπινί: Η Αμερική στο χείλος οικονομικής καταστροφής – Η επικίνδυνη πολιτική Τραμπ που απειλεί όλο τον κόσμο
Ο οικονομολόγος Nouriel Roubini κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για στασιμοπληθωρισμό και ύφεση στις ΗΠΑ, επισημαίνοντας τις επιπτώσεις της πολιτικής Trump, τους περιορισμούς στη μετανάστευση και την επίδραση των αγορών στη μελλοντική οικονομική πορεία της χώρας.

Τον κώδωνα του κινδύνου για την παγκόσμια οικονομία κρούει για άλλη μία φορά μέσω άρθρου του στο Project Syndicate o διακεκριμένος οικονομολόγος Nouriel Roubini, γνωστός για τις εύστοχες και συχνά δυσοίωνες προβλέψεις του… επισημαίνοντας πως οι Ηνωμένες Πολιτείες οδεύουν προς ένα σπιράλ οικονομικής καταστροφής – και όταν οι ΗΠΑ παθαίνουν γρίπη, ο κόσμος ασθενεί από πνευμονία… Από την αρχή της προεδρίας του Donald Trump, ο Roubini είχε επισημάνει ότι κάποιες από τις πολιτικές του θα μπορούσαν, με την πάροδο του χρόνου, να συμβάλουν στην ενίσχυση της οικονομικής ανάπτυξης και στη συγκράτηση του πληθωρισμού. 

Σε αυτές περιλαμβάνονται η προώθηση της τεχνολογικής καινοτομίας, η απορρύθμιση, οι φοροελαφρύνσεις για εργασία και επιχειρήσεις, η ενίσχυση της ενεργειακής παραγωγής και η μείωση σπαταλών στις δημόσιες δαπάνες. Παρ’ όλα αυτά, όπως επισημαίνει ο Roubini, άλλες επιλογές του Trump είναι σαφώς στασιμοπληθωριστικές. Ο προστατευτισμός και η επιβολή δασμών επιβραδύνουν την οικονομία και ωθούν τις τιμές προς τα πάνω, όπως επίσης και η αυστηροποίηση στη μεταναστευτική πολιτική, η μείωση των κονδυλίων για επιστημονική έρευνα, οι επιθέσεις σε πανεπιστημιακά ιδρύματα, η στήριξη σε δημοσιονομικά ελλείμματα χωρίς κάλυψη, οι επιθέσεις στην ανεξαρτησία της Federal Reserve (Fed), οι απόπειρες αποδυνάμωσης του δολαρίου, η υπονόμευση του κράτους δικαίου και η διαφθορά. Η διεθνής εικόνα των ΗΠΑ έχει πληγεί σοβαρά – και αυτό δεν είναι χωρίς κόστος. 

Ο Roubini ωστόσο εκτιμά ότι η πειθαρχία των αγορών – ιδίως από τους αποκαλούμενους τιμωρούς των ομολόγων (bond vigilantes)– μαζί με την ανεξαρτησία της Fed, θα συγκρατήσουν αυτές τις επιζήμιες πολιτικές. Οι πιο μετριοπαθείς οικονομικοί σύμβουλοι του Trump ενδέχεται να αποκτήσουν μεγαλύτερη επιρροή, ενώ οι εμπορικές εντάσεις ίσως αποκλιμακωθούν μέσω διαπραγματεύσεων. Αυτό έχει ήδη αρχίσει να φαίνεται. Τώρα, με τους Ρεπουμπλικάνους στο Κογκρέσο να προωθούν ένα νέο πακέτο δαπανών που θα διευρύνει περαιτέρω τα ελλείμματα, η πίεση από τις αγορές – μέσω αύξησης των μακροπρόθεσμων αποδόσεων – θα ενταθεί. 

Ο Trump, σημειώνει ο Roubini, θα βρεθεί μπροστά στο δίλημμα: είτε θα προσαρμόσει τις πολιτικές του, είτε θα αντιμετωπίσει την προοπτική μιας ύφεσης, λόγω ανόδου των επιτοκίων. Αξίζει να θυμηθούμε, όπως τονίζει, ότι οι αρχικές του επιθέσεις στη Fed γύρισαν μπούμερανγκ. Οι χρηματιστηριακές αγορές υποχώρησαν, οι αποδόσεις των ομολόγων ανέβηκαν κατακόρυφα, και τελικά ο Trump εγκατέλειψε τις απειλές να αποπέμψει τον πρόεδρο της Fed, Jerome Powell. 

Παρότι θα έχει τη δυνατότητα να τον αντικαταστήσει το 2026, ο θεσμός παραμένει ανεξάρτητος – ο πρόεδρος της Fed είναι primus inter pares, όχι αυταρχικός ηγέτης. Οι αποφάσεις της Federal Open Market Committee (FOMC) βασίζονται στις απόψεις όλων των μελών. Αυτήν τη στιγμή, ο Powell εξυπηρετεί έμμεσα τον Trump κρατώντας σταθερά τα επιτόκια. 

Η Fed διατηρεί τον έλεγχο στις πληθωριστικές προσδοκίες, παρά τις πιέσεις από τους δασμούς. Με τη στρατηγική του να μην προχωρά άμεσα σε μειώσεις επιτοκίων, διατηρεί τη δυνατότητα να δράσει αργότερα, εφόσον η οικονομία επιβραδυνθεί προς το τέλος του έτους. Ο Trump, για την ώρα, δεν έχει λόγο να επιτεθεί στον Powell – εκτός αν χρειαστεί να αποδώσει αλλού ευθύνες για μια πιθανή ύφεση που ο ίδιος προκάλεσε. Σε αυτή την περίπτωση, ενδέχεται να κατηγορήσει τόσο τον Powell όσο και τον πρόεδρο της Κίνας, Xi Jinping. 

Ο Roubini τονίζει επίσης ότι οι περιορισμοί στη μετανάστευση θα έχουν πιθανότατα αντίθετα αποτελέσματα. Η περίοδος 2023–24 χαρακτηρίστηκε από ισχυρή ανάπτυξη και πτώση του πληθωρισμού, εν μέρει χάρη στην αύξηση της προσφοράς εργασίας μέσω μεταναστών – ακόμη και χωρίς νόμιμα έγγραφα. Σε μια αγορά εργασίας με περιορισμένη προσφορά, ο περιορισμός της μετανάστευσης αυξάνει τους μισθούς και κατ’ επέκταση τον πληθωρισμό, πλήττοντας τόσο την οικονομία όσο και τη δημοτικότητα του Trump – όπως ακριβώς συνέβη με τον Joe Biden στην περίοδο της πανδημίας. 

Οι ΗΠΑ χρειάζονται μια συνεχή ροή εργαζομένων από το εξωτερικό – κατά προτίμηση νόμιμα. Ο Trump έχει πάρει θέση υπέρ του Elon Musk στο θέμα της visa H-1B για εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό, που αποτελεί βασικό εργαλείο για τη Silicon Valley. Παρά την εθνικιστική ρητορική του, κατανοεί την ανάγκη για προσέλκυση ταλέντων από το εξωτερικό. Παρά τη ζημιά στο «brand» της Αμερικής, οι ΗΠΑ παραμένουν ο κορυφαίος πόλος έλξης για το κορυφαίο 10% των επιστημόνων και επιχειρηματιών παγκοσμίως, λόγω υψηλών αποδοχών και ευκαιριών. 

Ωστόσο, η περικοπή χρηματοδότησης για την έρευνα και η ενίσχυση της διαρροής εγκεφάλων αντιβαίνουν στον στόχο διατήρησης της τεχνολογικής υπεροχής των ΗΠΑ – στην τεχνητή νοημοσύνη και αλλού. Σε αυτό το πεδίο, η πίεση από τις αγορές και τις επιχειρήσεις ενδέχεται να ενισχύσει και πάλι τους πιο πραγματιστές συμβούλους του Trump. Παράλληλα, η αύξηση των νομικών προσφυγών ενάντια στις απελάσεις ίσως τον αναγκάσει να ακολουθήσει πιο ισορροπημένη μεταναστευτική πολιτική. Αν όχι, οι αγορές θα παρέμβουν – με τον δικό τους αμείλικτο τρόπο. Όπως σημειώνει ο Roubini, οι προσπάθειες της κυβέρνησης Trump να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα και να μειώσει το εμπορικό έλλειμμα μέσω ενός ασθενέστερου δολαρίου, μπορεί επίσης να οδηγήσουν σε αντίθετα αποτελέσματα. 

Όταν επιβλήθηκαν οι δασμοί στις 2 Απριλίου και υπήρξαν φήμες απομάκρυνσης του Powell, σε συνδυασμό με προοπτικές για διευρυμένα ελλείμματα, το δολάριο υποχώρησε, αλλά οι αγορές αντέδρασαν με πτώση μετοχών και άνοδο των αποδόσεων. Ο Trump αναγκάστηκε να κάνει πίσω – και η ίδια δυναμική θα οδηγήσει τελικά σε δημοσιονομική προσαρμογή, όπως έχουμε δει σε άλλες οικονομίες. Η ιδέα για μια «Mar-a-Lago Accord» –μια συμφωνία για την ελεγχόμενη αποδυνάμωση του δολαρίου– είναι μάλλον αβάσιμη. Κύριοι εμπορικοί εταίροι όπως η Κίνα δεν πρόκειται να συμφωνήσουν, ενώ και οι σύμμαχοι των ΗΠΑ θα αντιδράσουν έντονα. Αν οι αγορές προβλέψουν ξαφνική υποτίμηση του δολαρίου, οι αποδόσεις των ομολόγων θα εκτιναχθούν. Επιπλέον, σχέδια για μετατροπή των βραχυπρόθεσμων ομολόγων που κατέχουν ξένοι σε μακροπρόθεσμα δεν είναι ρεαλιστικά. Φόρος σε ξένα επενδυτικά χαρτοφυλάκια θα ανέβαζε τα επιτόκια και θα έπληττε την οικονομία. Τέτοιες πολιτικές δεν θα αντέξουν στο τεστ των αγορών. 

Αν και η διακυβέρνηση Trump έχει επιτεθεί επιθετικά στο κράτος δικαίου, οι θεσμοί στις ΗΠΑ – από την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης μέχρι την κοινωνία των πολιτών – διατηρούν ισχυρές αντιστάσεις. Και εδώ η πειθαρχία των αγορών λειτουργεί ως μηχανισμός περιορισμού. Σε χώρες όπως η Τουρκία, όπου οι αυταρχικοί ηγέτες υπονόμευσαν το κράτος δικαίου, η απάντηση των αγορών ήταν σκληρή. Συνοψίζοντας, ο Roubini υπογραμμίζει ότι ο Trump έχει δύο επιλογές: είτε θα εγκαταλείψει τις στασιμοπληθωριστικές του πολιτικές υπέρ της ανάπτυξης, είτε οι πιέσεις των αγορών και μια πιθανή ύφεση θα οδηγήσουν τους Ρεπουμπλικάνους σε ήττα στις εκλογές του 2026. Η ελπίδα, καταλήγει, είναι ότι θα ακούσει το μήνυμα των αγορών και δεν θα γίνει ο ίδιος το εμπόδιο στη δυνητική πρόοδο που μπορεί να επιτευχθεί μέσω της τεχνολογικής καινοτομίας στις ΗΠΑ.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ: