Ο χάρτης των ΜΕΔ και ο κρυμμένος πιστωτικός κίνδυνος
- 16/05/2025, 10:29
- SHARE

Παρότι ο συνολικός δείκτης των μη εξυπηρετούμενων δανείων ΜΕΔ υποχωρεί, κλάδοι με έντονη παρουσία μικρομεσαίων επιχειρήσεων παραμένουν ευάλωτοι, διαμορφώνοντας τη στρατηγική των τραπεζών για το 2025. Παρά λοιπόν τη σταθερή βελτίωση που έχει καταγραφεί την τελευταία πενταετία στο μέτωπο των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), τα πρόσφατα στοιχεία από την Τράπεζα της Ελλάδος υπενθυμίζουν πως ο πιστωτικός κίνδυνος παραμένει για κάποιες κατηγορίες και δραστηριότητες πολύ πάνω από τον μέσο όρο.
Το συνολικό ύψος των επιχειρηματικών δανείων εντός ισολογισμού διαμορφώθηκε στα 124 δισ. ευρώ, με τον μέσο δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) να αγγίζει το 2,9%. Πίσω όμως από τον ελκυστικό αυτό μέσο όρο κρύβονται ισχυρές διαφοροποιήσεις ανά επιχειρηματικό κλάδο και μέγεθος επιχείρησης. (https://www.bankofgreece.gr/Publications/FINANCIAL_STABILITY_REVIEW_MAY_2025_EL.pdf)
Ιδιαίτερα επιβαρυμένες εμφανίζονται οι πολύ μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις, με ποσοστά ΜΕΔ στο 10,1% και 5,5% αντίστοιχα. Στον αντίποδα, οι μεγάλες επιχειρήσεις παραμένουν σε μεγάλο βαθμό προστατευμένες, ενισχύοντας τη συνολική εικόνα του χαρτοφυλακίου. Σε επίπεδο κλαδικής κατανομής, οι χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις απορροφούν το 25% των συνολικών χρηματοδοτήσεων προς επιχειρήσεις και εμφανίζουν τον χαμηλότερο δείκτη ΜΕΔ, μόλις στο 0,5%. Ακολουθούν οι κλάδοι του εμπορίου, της μεταποίησης, της ναυτιλίας και της ενέργειας, με ποσοστά συγκέντρωσης στο 11% έκαστος, αν και η πιστοληπτική συμπεριφορά τους διαφέρει σημαντικά. Η ενέργεια καταγράφει δείκτη ΜΕΔ στο 0,6%, ενδεικτικό της σταθερότητας που προσφέρει η φύση του κλάδου και οι μακροχρόνιες συμβάσεις, ενώ η ναυτιλία, παρά τη διεθνή μεταβλητότητα, διατηρεί σχετικά υγιή δανειακή συμπεριφορά.
Αντιθέτως, ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά ΜΕΔ εντοπίζονται σε παραδοσιακούς αλλά και ευάλωτους κλάδους της οικονομίας. Η αγροτική παραγωγή βρίσκεται στην κορυφή με 17,1%, ενώ η εστίαση ακολουθεί με 12,7%. Το εμπόριο – με σημαντική συμμετοχή στο τραπεζικό χαρτοφυλάκιο – φθάνει στο 6,8%, οι κατασκευές στο 6,3%, η μεταποίηση στο 5,5% και οι τηλεπικοινωνίες, πληροφορική και ενημέρωση στο 4,2%. Ακόμη πιο ανησυχητική είναι η κατάσταση σε επιμέρους δραστηριότητες της μεταποίησης, όπου η κλωστοϋφαντουργία εμφανίζει δείκτη 15,7%, η βιομηχανία χάρτου, ξύλου και επίπλων 11,8% και οι λοιπές μεταποιητικές δραστηριότητες 9,1%. Αν και τα χαρτοφυλάκια στους συγκεκριμένους υποκλάδους είναι περιορισμένα σε απόλυτα νούμερα, τα υψηλά ποσοστά προβληματικών δανείων συνιστούν εν δυνάμει πηγές αποσταθεροποίησης.
Το τοπίο επιβαρύνεται περαιτέρω από τις εξωτερικές προκλήσεις που αναμένεται να επηρεάσουν τη χρηματοοικονομική ανθεκτικότητα των επιχειρήσεων. Η διεθνής γεωπολιτική αβεβαιότητα και η επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας ασκούν ήδη πιέσεις σε εξωστρεφείς κλάδους, ενώ η μετάβαση σε ένα περιβάλλον χαμηλότερων επιτοκίων, παρότι θετική για την εξυπηρέτηση υφιστάμενων δανείων, ενδέχεται να ενισχύσει τη δανειακή ζήτηση σε κλάδους υψηλότερου ρίσκου. Παράλληλα, η ικανότητα των τραπεζών να διαχειριστούν βιώσιμα τα δάνεια ευάλωτων δανειοληπτών θα κρίνει σε μεγάλο βαθμό την πορεία του δείκτη ΜΕΔ τα επόμενα τρίμηνα.
Η πιστωτική επέκταση που επιδιώκουν οι ελληνικές τράπεζες, στοχεύοντας σε διεύρυνση των εξυπηρετούμενων χαρτοφυλακίων, θα εξαρτηθεί από την ποιότητα των νέων εκταμιεύσεων και την επιλογή των κλάδων στους οποίους θα κατευθυνθεί η ρευστότητα. Σε αυτό το πλαίσιο, η διαχείριση του πιστωτικού κινδύνου δεν μπορεί πλέον να είναι οριζόντια. Η ορατότητα για το 2025 παραμένει περιορισμένη. Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα έχει καταφέρει να ανακτήσει την εμπιστοσύνη των αγορών και να κεφαλαιοποιήσει την πρόοδο που σημειώθηκε την τελευταία δεκαετία. Ωστόσο, η ανθεκτικότητα αυτής της ανάκαμψης θα κριθεί από την ικανότητά του να αναγνωρίσει και να περιορίσει τις νέες εστίες κινδύνου πριν αυτές μετατραπούν σε συστημικό πρόβλημα, αναφέρουν τραπεζικές πηγές.