Οι ελληνικές τράπεζες ισχυροποιούνται παρά τις προκλήσεις – Τι δείχνει η έκθεση της DBRS 

Οι ελληνικές τράπεζες ισχυροποιούνται παρά τις προκλήσεις – Τι δείχνει η έκθεση της DBRS 
Toronto, Canada - May 6, 2019: DBRS sign on the headquarters building in Toronto, Canada. DBRS is an independent, privately held, globally recognized credit ratings agency. Photo: Shutterstock
Οι τέσσερις μεγάλες ελληνικές τράπεζες, Πειραιώς, Eurobank, Alpha Bank και Εθνική Τράπεζα, βρέθηκαν με υψηλότερους δείκτες κεφαλαίων σε σχέση με το τέλος του 2020

Παρά το αυξημένο κόστος εποπτικών κεφαλαίων και τις πιέσεις για υψηλότερες αποδόσεις προς τους μετόχους, οι ελληνικές τράπεζες καταφέρνουν να διατηρήσουν και να ενισχύσουν την κεφαλαιακή τους επάρκεια, σύμφωνα με την τελευταία ανάλυση της DBRS Morningstar για τις ευρωπαϊκές τράπεζες.

Η έκθεση σημειώνει ότι, την τελευταία τετραετία, οι τράπεζες στην Ελλάδα, την Ιταλία και την Πορτογαλία παρουσίασαν τη μεγαλύτερη ενίσχυση στους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας, χάρη στη στρατηγική μείωσης κινδύνων (de-risking), στη βελτίωση των αποτελεσμάτων τους, σε εκδόσεις που υπολογίζονται στους δείκτες κεφαλαίων, και μέτρα βελτιστοποίησης σταθμισμένων στοιχείων ενεργητικού (RWAs), όπως συναλλαγές σημαντικής μεταφοράς κινδύνου (synthetic significant risk transfer transactions).

Συγκεκριμένα, οι τέσσερις μεγάλες ελληνικές τράπεζες, Πειραιώς, Eurobank, Alpha Bank και Εθνική Τράπεζα, βρέθηκαν με υψηλότερους δείκτες κεφαλαίων σε σχέση με το τέλος του 2020.

Ανθεκτικότητα σε περιβάλλον γεωπολιτικής αβεβαιότητας

Η DBRS επισημαίνει ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν πλέον σημαντικά κεφαλαιακά «μαξιλάρια» πάνω από τις ελάχιστες εποπτικές απαιτήσεις (CET1 buffers). Αυτό αποτελεί την πρώτη γραμμή άμυνας απέναντι στους γεωπολιτικούς κινδύνους, τον παγκόσμιο εμπορικό πόλεμο και τις αβεβαιότητες στο μακροοικονομικό περιβάλλον.

Ειδικά οι ελληνικές τράπεζες, που επωφελήθηκαν από το περιβάλλον υψηλότερων επιτοκίων λόγω του μεγάλου ποσοστού δανείων κυμαινόμενου επιτοκίου, πέτυχαν υψηλότερη καθαρή επιτοκιακή πρόσοδο (NII) τα προηγούμενα χρόνια. Αν και από τα μέσα του 2024 η μείωση των επιτοκίων από την ΕΚΤ έχει αρχίσει να συμπιέζει τα περιθώρια, τα έσοδα διατηρούνται ανθεκτικά χάρη σε στρατηγικές αντιστάθμισης, αύξηση δανείων και έσοδα από προμήθειες.

Με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία στο τέλος Μαρτίου 2025 ή στο τέλος του 2024, οι τράπεζες σε Ελλάδα, Ιταλία και Πορτογαλία εμφάνισαν τα υψηλότερα κεφαλαιακά περιθώρια (buffers) έναντι των ελάχιστων απαιτήσεων CET1, ενώ οι ιρλανδικές, σκανδιναβικές και βρετανικές τράπεζες έχουν πιο περιορισμένα, αν και επαρκή, κεφαλαιακά αποθέματα – κάτι που αντανακλά και υψηλότερες κανονιστικές απαιτήσεις.

Η διατήρηση αυτών των επιπέδων γίνεται όλο και πιο κρίσιμη, δεδομένου ότι η απαίτηση Pillar 2 (P2R) έχει παραμείνει σταθερή ή έχει αυξηθεί από το 2022 για τις περισσότερες ευρωπαϊκές τράπεζες, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΚΤ έως τον Μάιο του 2025.

Το τρέχον επίπεδο κεφαλαιακών αποθεμάτων CET1 παρέχει στις ευρωπαϊκές τράπεζες διαθέσιμα αποθέματα για την απορρόφηση πιθανών ζημιών από απρόβλεπτους κινδύνους. 

Αν και η άμεση έκθεση των τραπεζών σε τέτοιους κινδύνους φαίνεται διαχειρίσιμη, οι έμμεσες επιπτώσεις – όπως πιθανή επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης, αύξηση της ανεργίας και μείωση της επιχειρηματικής δραστηριότητας – θα μπορούσαν να είναι πιο σημαντικές.

Μειωμένος κίνδυνος, καλύτερη ποιότητα ενεργητικού

Η περίοδος 2020–2024 ήταν καθοριστική, καθώς οι ελληνικές τράπεζες μείωσαν σημαντικά τα σταθμισμένα στοιχεία ενεργητικού (RWAs), κυρίως μέσω πωλήσεων μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs) και άλλων ενεργειών απομόχλευσης. Έτσι, σήμερα εμφανίζουν ισχυρότερους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας σε σχέση με πολλές άλλες ευρωπαϊκές αγορές.

Η DBRS Morningstar τονίζει ότι η διατήρηση αυτών των επιπέδων θα είναι κρίσιμη στο μέλλον, δεδομένων των αυξημένων απαιτήσεων Πυλώνα 2 (P2R) και του κόστους που φέρνει η πλήρης εφαρμογή του πλαισίου Βασιλεία IV από το 2025 και μετά.

Πιο γενναία πολιτική προς τους μετόχους – αλλά με όρια

Το ενισχυμένο κεφαλαιακό προφίλ έδωσε στις ελληνικές και ευρωπαϊκές τράπεζες περιθώριο να αυξήσουν τις αποδόσεις προς τους μετόχους. Οι τράπεζες μοίρασαν μέρισμα σχεδόν 72 δισ. ευρώ από τα κέρδη του 2024 – σχεδόν διπλάσιο από το 2022.

Ωστόσο, η DBRS προβλέπει ότι τα μερίσματα και οι επαναγορές ιδίων μετοχών θα μειωθούν τα επόμενα δύο χρόνια, καθώς τα κέρδη θα συμπιεστούν από τη μείωση των επιτοκίων και τον πιθανό αντίκτυπο των γεωπολιτικών εντάσεων. Επιπλέον, συγχωνεύσεις και εξαγορές που βρίσκονται σε εξέλιξη θα καταναλώσουν μέρος των διαθέσιμων κεφαλαίων.

Η εικόνα λοιπόν που προκύπτει από την έκθεση είναι θετική για τις ελληνικές τράπεζες αλλά και για τις ευρωπαϊκές τράπεζες… Παρά τις αυξημένες κανονιστικές αντιξοότητες, την αυξημένη ανταμοιβή των μετόχων και την ελαφρά μείωση της κερδοφορίας, οι ευρωπαϊκές τράπεζες διατηρούν γενικά σημαντικά περιθώρια κεφαλαίων πάνω από τις κανονιστικές απαιτήσεις. Αυτό αποτελεί την πρώτη γραμμή άμυνας απέναντι στην αβεβαιότητα που εντείνεται από τις τρέχουσες γεωπολιτικές εντάσεις και τον παγκόσμιο εμπορικό πόλεμο.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ