Όταν η καινοτομία γίνεται αυτοσκοπός

Όταν η καινοτομία γίνεται αυτοσκοπός

Εξέλιξη χωρίς επενδύσεις στην καινοτομία δεν μπορεί να υπάρξει.O φαρμακευτικός κλάδος, ο οποίος εκτιμάται ότι συνεισφέρει περίπου
το 3,5% του συνολικού ΑΕΠ της χώρας, καλείται να βρει λύση στην εξίσωση της υγείας με την Έρευνα και Ανάπτυξη.

Αναμφίβολα πρόκειται για έναν από τους πιο κερδοφόρους εξαγωγικούς κλάδους της χώρας ο οποίος, παρά τις όποιες αντιξοότητες αντιμετωπίζει εξαιτίας της κρίσης, πάει αντίθετα στο ρεύμα επενδύοντας σημαντικά ποσά σε έρευνα και ανάπτυξη.

Οι φαρμακοβιομηχανίες που θέλουν να είναι βιώσιμες και οραματίζονται τη θέση τους στη διεθνή επιχειρηματική σκακιέρα σε βάθος χρόνου γνωρίζουν ότι εξέλιξη χωρίς επενδύσεις στην καινοτομία δεν μπορεί να υπάρξει. Κατά πολλούς μάλιστα ο εν λόγω κλάδος μπορεί να αποτελέσει την αιχμή του δόρατος για την έξοδο της χώρας από την κρίση, αφού βάσει μελέτης του ΙΟΒΕ η συνολική επίδραση στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν εκτιμάται σε 7,5 δισ. ευρώ, δηλαδή περίπου 3,5% του συνολικού ΑΕΠ της χώρας το 2010. Στην Ελλάδα επίσης, το 22% των συνολικών δαπανών για έρευνα και ανάπτυξη πραγματοποιείται από τον τομέα του φαρμάκου.

Σύμφωνα με τον Πασχάλη Αποστολίδη, γενικό διευθυντή της AbbVie, σε μια χώρα που πασχίζει να επιδείξει ουσιαστικά βήματα καινοτομίας και να βρει επιχειρηματικές διεξόδους στις διεθνείς αγορές, οι φαρμακευτικές επιχειρήσεις συνεχίζουν να επιδεικνύουν αυξημένες επενδύσεις στον τομέα της Έρευνας και Ανάπτυξης, κάτι που είναι άλλωστε στη φύση του κλάδου. «Βάσει στοιχείων της Eurostat, o κλάδος της φαρμακοβιομηχανίας βρίσκεται στην πρώτη θέση έντασης επενδύσεων ανά εργαζόμενο, μεταξύ των κλάδων μεταποίησης στην Ελλάδα, παρά το γεγονός ότι βρισκόμαστε στις τελευταίες θέσεις στην Ευρώπη στον τομέα της Έρευνας και Ανάπτυξης νέων καινοτόμων φαρμακευτικών προϊόντων».

Η πολιτική μείωσης της φαρμακευτικής δαπάνης, οι δυσκολίες πρόσβασης στη χρηματοδότηση, το ασταθές φορολογικό καθεστώς, η γραφειοκρατία και η πολυπλοκότητα του νομοθετικού πλαισίου αποτελούν τα «αγκάθια» του κλάδου. «Η καινοτομία είναι το οξυγόνο του κλάδου μας και δεν θα πάψει ποτέ να αποτελεί προτεραιότητα. Η παροχή του κινήτρου αφαίρεσης των δαπανών των τεκμηριωμένων κλινικών μελετών από το clawback που καλούνται να πληρώσουν οι εταιρείες, εκτιμάται ότι μπορεί άμεσα να τετραπλασιάσει τις επενδύσεις στη χώρα μας, με τις προοπτικές για περαιτέρω ανάπτυξη να φθάνουν μεσοπρόθεσμα στα 500 εκατ. ευρώ».

Η AbbVie επενδύει παγκοσμίως σχεδόν το ένα πέμπτο των κερδών της στην ανάπτυξη νέων φαρμακευτικών ουσιών και στην κατοχύρωση διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας. Στην Ελλάδα, από την αρχή του 2014 έχει επενδύσει στον τομέα της κλινικής έρευνας πάνω από 4,5 εκατ. ευρώ, ενώ σε αυτό το χρονικό διάστημα έχουν διεξαχθεί 34 κλινικές μελέτες στους τομείς της Ανοσολογίας, της Ογκολογίας, της Νευρολογίας και της Νεφρολογίας σε περισσότερες από 70 κλινικές ελληνικών νοσοκομείων. Μόνο πέρυσι η Ελλάδα συμμετείχε στο 29% του παγκόσμιου κλινικού προγράμματος της AbbVie, με στόχο αυτό το ποσοστό να αυξηθεί στο 40% την επόμενη τριετία.

Εντός της τρέχουσας χρονιάς προσδοκά να κυκλοφορήσει και στην Ελλάδα ένα καθ’ όλα πρωτοποριακό φάρμακο για την αντιμετώπιση της ηπατίτιδας C, αλλά και την πρώτη βιολογική θεραπεία για την πυώδη ιδρωταδενίτιδα.

Η πρόεδρος και διευθύνουσα σύμβουλος της Actelion Pharmaceuticals Hellas Ελένη Τέντου, από την πλευρά της, τονίζει πως η δυνατότητα που έχουμε ως χώρα στον κλάδο του φαρμάκου είναι πολύ μεγάλη, αλλά αναξιοποίητη. Από τα στοιχεία που κατά καιρούς επικοινωνούνται οι επενδύσεις είναι γύρω στα 80 εκατομμύρια ετησίως, όταν υπάρχει η δυνατότητα να διαμορφωθούν μεταξύ 250 και 300 εκατομμυρίων ευρώ. «Πρέπει να γίνουν άμεσα βήματα για την εισροή των εν λόγω κεφαλαίων.

Τα οφέλη είναι πολλαπλά, τόσο σε επίπεδο τεχνογνωσίας που θα αποκομίσει η χώρα με την ύπαρξη ενός εναλλακτικού καναλιού πρόσβασης των ασθενών σε καινοτόμες θεραπείες, όσο και σε επίπεδο νέων θέσεων εργασίας που θα δημιουργηθούν για την κάλυψη των κλινικών μελετών. Το πρόβλημα είναι η γραφειοκρατία, αλλά και η έλλειψη πολιτικής βούλησης να δοθεί λύση σήμερα». Οι πολύπλοκες διαδικασίες εγκρίσεων αποθαρρύνουν τις εταιρείες να φέρουν επενδύσεις στην Ελλάδα, ενώ την ίδια στιγμή κωλυσιεργούν οι εγκρίσεις για κλινικές μελέτες. «Οι τοπικές οργανώσεις είμαστε επιφυλακτικές στο να προτείνουμε στις μητρικές εταιρείες να προχωρήσουν σε επενδύσεις, γιατί έχει να κάνει και με την αξιοπιστία μας. Θέση μας είναι η δημιουργία μιας Ανεξάρτητης Αρχής κάτω από το υπουργείο Υγείας που να έχει όλη τη διαχείριση των κλινικών μελετών, από την έγκριση μέχρι και τη διαχείριση».

Παγκοσμίως το 20% των εσόδων της Actelion, η οποία εξειδικεύεται σε μια πολύ ιδιαίτερη κατηγορία φαρμάκων για σπάνιες παθήσεις, επιστρέφει στην έρευνα και την ανάπτυξη. Αυτή τη στιγμή διεθνώς «τρέχουν» 12 κλινικά projects, εκ των οποίων πέντε και στην Ελλάδα, με τη συμμετοχή 16 ελληνικών ερευνητικών κέντρων.

Την άποψη πως το αποτρεπτικό περιβάλλον που υπήρχε για πολλά χρόνια για τις κλινικές μελέτες έχει βγάλει την Ελλάδα εκτός του ευρωπαϊκού χάρτη δίνοντας την ευκαιρία σε χώρες της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης να διεκδικούν την πλειονότητα των νέων μελετών από πλεονεκτική θέση, εκφράζει ο διευθύνων σύμβουλος της GENESISPharma, Κωνσταντίνος Ευριπίδης.

Επισημάνει δε πως κάθε κλινική μελέτη ισοδυναμεί με εισαγωγή 250.000 ευρώ στη χώρα και με μια αύξηση του ΑΕΠ κατά 500.000 ευρώ και πως με τις κατάλληλες παρεμβάσεις μπορεί η Ελλάδα στα επόμενα 3-4 χρόνια να έχει εισροή πάνω από 250 εκατ. ευρώ κάθε χρόνο, μέσω των κλινικών μελετών. «Αυτό που ζητάμε είναι ένα απλό, σταθερό, σαφές και διαφανές πλαίσιο διεξαγωγής, ευκολότερες και πιο άμεσες διαδικασίες αδειοδοτήσεων, τη λειτουργική, άμεση διασύνδεση των πανεπιστημίων με τις επιχειρήσεις και το σύστημα υγείας και φορολογικά κίνητρα που με επιτυχία έχουν εφαρμοστεί σε άλλες χώρες».

Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο CEO της GenesisPharma, μέσα στην κρίση το «πάγωμα» κυκλοφορίας καινοτόμων προϊόντων έφτασε έως και δύο χρόνια, προκειμένου να επιτευχθεί ο μη ρεαλιστικός στόχος της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης. «Ελπίζουμε πως η καινοτομία στην υγεία δεν θα αντιμετωπιστεί ποτέ ξανά στο μέλλον από τη σκοπιά της δαπάνης, γιατί βασικός στόχος της δημόσιας υγείας είναι να προσφέρει στους Έλληνες ασθενείς τις αναγκαίες θεραπείες που απολαμβάνουν εκατομμύρια άλλοι σε όλη την Ευρώπη» συμπληρώνει.

Στα 18 χρόνια λειτουργίας, η GENESISPharma έχει εισαγάγει περισσότερα από 20 πρωτοποριακά φάρμακα για σπάνιες ασθένειες μέσα από αποκλειστικές συνεργασίες με κορυφαίες διεθνείς εταιρείες έρευνας και ανάπτυξης νέων, πρωτότυπων προϊόντων. «Σε μια περίοδο που τα νέα, πρωτότυπα προϊόντα που κυκλοφορούν παγκοσμίως δεν ξεπερνούν τα 25 με 30, έχουμε καταφέρει να διατηρούμε σε υψηλά επίπεδα τον δείκτη νέων προϊόντων, που φτάνει το 1,5 νέο προϊόν ανά έτος. Παράλληλα, δουλεύοντας στενά με τις μεγαλύτερες εταιρείες βιοτεχνολογίας που πραγματοποιούν πολύ μεγάλες επενδύσεις σε R&D, είναι διαχρονική μας επιδίωξη να βάλουμε την Ελλάδα στον χάρτη των κλινικών μελετών και να στηρίξουμε τους εξαιρετικούς Έλληνες επιστήμονες». Άλλωστε, αυτός είναι ένας μεγάλος στόχος για τη φαρμακοβιομηχανία αλλά και γενικότερα για τον χώρο της υγείας που αντιμετωπίζει έντονα το φαινόμενο του brain drain, με πολλούς νέους γιατρούς και φαρμακοποιούς να εγκαταλείπουν τη χώρα για το εξωτερικό.

Από την πλευρά του, ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Merck για Ελλάδα και Κύπρο Κωνσταντίνος Κοφινάς τονίζει πως σε παγκόσμιο επίπεδο, η φαρμακευτική βιομηχανία επενδύει περισσότερο από 71 δισ. ευρώ σε έρευνα, όταν το αντίστοιχο ποσό στην Ευρωπαϊκή Ένωση αγγίζει περίπου τα 30 δισ. ευρώ, με 70% του συγκεκριμένου ποσού να αφορά τις κλινικές μελέτες. «Η επένδυση σε κλινικές μελέτες είναι μεγαλύτερη από 400 εκατομμύρια ευρώ στο Βέλγιο και στην Ουγγαρία και περίπου 5 δισ. ευρώ στη Βρετανία και 4 δισ. ευρώ στη Γερμανία».

Ο ίδιος επισημαίνει τη δημιουργία ενός σταθερού, προβλέψιμου ρυθμιστικού περιβάλλοντος, που σε βάθος χρόνου θα επιτρέπει την ανάπτυξη ενός επιχειρηματικού σχεδιασμού για την εισαγωγή και την ανάπτυξη καινοτόμων θεραπευτικών επιλογών, ώστε να διασφαλίζεται η πρόσβαση των Ελλήνων ασθενών σε αυτές, όπως συμβαίνει στα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη.

«Στη χώρα μας, τόσο η πρόσβαση όσο και η ασφαλιστική κάλυψη των ασθενών εμφανίζουν θέματα που επιδέχονται σημαντικών βελτιώσεων. Επίσης, θα έπρεπε να επιβραβεύεται η καινοτομία και η ενίσχυσή της με κίνητρα ως προς την πρόσβαση στην απαραίτητη χρηματοδότηση (μερικώς μόνο επιτευχθέν) και την υποστήριξη της απασχόλησης ή και της φοροδοτικής ικανότητας». Όσο για τις επενδύσεις της Merck σε επίπεδο καινοτομίας και ανάπτυξης, το 2014 ανήλθαν παγκοσμίως σε 1,7 δισ. ευρώ. Πρόσφατα μάλιστα ανακοινώθηκε μία πολύ σημαντική στρατηγική συνεργασία με την εταιρεία Pfizer στον τομέα της Ογκολογίας.

«Δέσμευση της εταιρείας μας είναι κάθε χρόνο να επενδύει περίπου το 20% των συνολικών πωλήσεων. Οι τομείς στους οποίους εστιάζουμε στοχεύουν σε υψηλές θεραπευτικές ανάγκες που καλύπτονται από εξειδικευμένη ιατρική εμπειρία και μία ευρεία, σταθερή τεχνολογική υποδομή: Ογκολογία, Ανοσο-Ογκολογία, Νευροεκφυλιστικές παθήσεις, Ανοσολογία, Γονιμότητα και Ενδοκρινολογία».

Αυτό που μένει να δούμε είναι εάν η νέα διοίκηση του υπουργείου Υγείας προβεί στη λήψη των απαιτούμενων μέτρων για τη δημιουργία ενός πλαισίου φιλικού σε επενδύσεις, όπως συμβαίνει και σε άλλες χώρες της Ευρώπης εδώ και χρόνια…

* Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο τεύχος του Fortune που κυκλοφορεί στα περίπτερα