Ποιος πληρώνει τον λογαριασμό ρεύματος της τεχνητής νοημοσύνης

Ποιος πληρώνει τον λογαριασμό ρεύματος της τεχνητής νοημοσύνης
Photo: Shutterstock
Σύμφωνα με στοιχεία που συγκεντρώνει το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ, η κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας από data centers παγκοσμίως αναμένεται να αυξηθεί από περίπου 420 τεραβατώρες που ήταν το 2024 σε πάνω από 1.200 τεραβατώρες έως το 2035.

Η τεχνητή νοημοσύνη επηρεάζει ήδη την παραγωγικότητα, τις επενδύσεις, την ανταγωνιστικότητα κρατών και επιχειρήσεων. Όμως, όσο η ΑΙ ενσωματώνεται όλο και βαθύτερα στην οικονομία, ένα λιγότερο ορατό αλλά κρίσιμο ζήτημα έρχεται στο προσκήνιο. Η ενέργεια. Και συγκεκριμένα, ποιος πληρώνει τον λογαριασμό και αν το ενεργειακό κόστος της ΑΙ απειλεί να υπονομεύσει τα ίδια τα οφέλη που υπόσχεται.

Σύμφωνα με στοιχεία που συγκεντρώνει το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ, η κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας από data centers παγκοσμίως αναμένεται να αυξηθεί από περίπου 420 τεραβατώρες που ήταν το 2024 σε πάνω από 1.200 τεραβατώρες έως το 2035. Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της αύξησης συνδέεται άμεσα ή έμμεσα με εφαρμογές τεχνητής νοημοσύνης. Όπως εκπαίδευση μεγάλων μοντέλων, συνεχής inference, αποθήκευση και διαχείριση τεράστιων όγκων δεδομένων.

Η εικόνα αυτή έχει ήδη αρχίσει να επηρεάζει τις αγορές. Σε ορισμένες περιοχές των ΗΠΑ και της Ευρώπης, η ταχεία εγκατάσταση hyperscale data centers πιέζει τα τοπικά δίκτυα ηλεκτρισμού, καθυστερεί νέες συνδέσεις και αυξάνει το κόστος ενέργειας για βιομηχανικούς και οικιακούς καταναλωτές. Η τεχνητή νοημοσύνη, που προοριζόταν να μειώσει τα κόστη, εμφανίζεται ξαφνικά ως νέος ανταγωνιστής για περιορισμένους ενεργειακούς πόρους.

Κι όμως, το παράδοξο είναι ότι η ίδια η ΑΙ έχει ήδη αποδείξει πως μπορεί να λειτουργήσει ως ισχυρό εργαλείο εξοικονόμησης ενέργειας. Σε εμπορικά και δημόσια κτίρια, έξυπνα συστήματα διαχείρισης μειώνουν την κατανάλωση κατά 15% έως 40%. Στα δίκτυα ηλεκτρισμού, αλγόριθμοι πρόβλεψης και βελτιστοποίησης περιορίζουν απώλειες, βελτιώνουν την αξιοπιστία και απελευθερώνουν αδρανή δυναμικότητα. Στην παραγωγή από ανανεώσιμες πηγές, η ΑΙ αυξάνει την ακρίβεια πρόβλεψης και μειώνει τις περικοπές ενέργειας. Όλα αυτά έχουν άμεσο οικονομικό αντίκτυπο. Χαμηλότερα λειτουργικά κόστη, καλύτερη απόδοση επενδύσεων και μεγαλύτερη σταθερότητα τιμών.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Το φαινόμενο Jevons

Το πρόβλημα είναι ότι αυτά τα οφέλη δεν αθροίζονται αυτόματα. Χωρίς συντονισμό, κινδυνεύουν να εξανεμιστούν από το λεγόμενο «φαινόμενο Jevons». Όσο πιο αποδοτική και φθηνή γίνεται μια τεχνολογία, τόσο αυξάνεται η χρήση της. Στην περίπτωση της ΑΙ, η μείωση του κόστους ανά υπολογιστική εργασία οδηγεί σε έκρηξη ζήτησης για περισσότερα μοντέλα, περισσότερα queries και πιο ενεργοβόρες εφαρμογές. Το αποτέλεσμα είναι η συνολική κατανάλωση ενέργειας να αυξάνεται, παρά τη βελτίωση της αποδοτικότητας σε επίπεδο μονάδας.

Αυτό ακριβώς το σημείο επιχειρεί να αντιμετωπίσει η έννοια της «net-positive» τεχνητής νοημοσύνης, δηλαδή ενός πλαισίου όπου τα ενεργειακά και οικονομικά οφέλη που δημιουργεί η ΑΙ υπερβαίνουν το συνολικό ενεργειακό της αποτύπωμα σε όλο τον κύκλο ζωής. Η συζήτηση μετατοπίζεται έτσι από το αν η ΑΙ είναι ενεργοβόρα ή όχι, στο αν μπορεί να σχεδιαστεί και να αναπτυχθεί με τρόπο που ενισχύει και δεν αποδυναμώνει την ενεργειακή ασφάλεια και την ανταγωνιστικότητα.

Το πλαίσιο αυτό στηρίζεται σε τρεις βασικούς άξονες. Ο πρώτος είναι ο «σχεδιασμός για αποδοτικότητα». Στην πράξη, αυτό σημαίνει επενδύσεις σε πιο αποδοτικό hardware, σε βελτιστοποιημένα και λιγότερο ενεργοβόρα μοντέλα, σε data centers με χαμηλότερη κατανάλωση ενέργειας και νερού, καθώς και σε συστηματική μέτρηση του ενεργειακού και περιβαλλοντικού αποτυπώματος σε όλο τον κύκλο ζωής των εφαρμογών. Οι εταιρείες που κινούνται σε αυτή την κατεύθυνση διαπιστώνουν ότι η αποδοτικότητα δεν είναι απλώς θέμα βιωσιμότητας, αλλά κρίσιμος παράγοντας κόστους και ταχύτητας. Σε ένα περιβάλλον όπου η ενέργεια γίνεται ακριβότερη και λιγότερο προβλέψιμη, η αποδοτική ΑΙ μετατρέπεται σε ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.

Ο δεύτερος άξονας είναι η «ανάπτυξη για αντίκτυπο». Εδώ η ΑΙ δεν καταναλώνει απλώς ενέργεια, αλλά χρησιμοποιείται στρατηγικά για να μειώσει τη συνολική ζήτηση του συστήματος. Παραδείγματα υπάρχουν ήδη. Έξυπνα δίκτυα που μειώνουν τις απώλειες και καθυστερούν δαπανηρές επενδύσεις σε νέα υποδομή, βιομηχανικές εφαρμογές που περιορίζουν τη σπατάλη ενέργειας και πρώτων υλών, logistics που μειώνουν καύσιμα και κόστος μεταφορών. Το οικονομικό όφελος εδώ είναι διπλό. Αφενός μειώνονται οι άμεσες ενεργειακές δαπάνες, αφετέρου βελτιώνεται η ανθεκτικότητα των επιχειρήσεων απέναντι σε διακυμάνσεις τιμών και διακοπές εφοδιασμού.

Ο τρίτος άξονας, και ίσως ο πιο δύσκολος πολιτικά, είναι η «έξυπνη διαχείριση της ζήτησης». Μεγάλο μέρος της κατανάλωσης ΑΙ σήμερα είναι αόρατο για τον τελικό χρήστη. Queries, μοντέλα και δεδομένα καταναλώνουν ενέργεια χωρίς κανένα οικονομικό σήμα που να αντικατοπτρίζει το πραγματικό τους κόστος. Η εισαγωγή τιμολόγησης βάσει κατανάλωσης, εργαλείων διαφάνειας και ρυθμιστικών κινήτρων μπορεί να κατευθύνει τη χρήση προς πιο αποδοτικές επιλογές, χωρίς να περιορίσει την καινοτομία. Πρόκειται για λογικές που είναι οικείες στις αγορές ενέργειας, αλλά μόλις τώρα αρχίζουν να εφαρμόζονται στον ψηφιακό κόσμο.

Για τις κυβερνήσεις, η πρόκληση είναι σαφής, αναφέρει το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ. Η τεχνητή νοημοσύνη δεν μπορεί πλέον να αντιμετωπίζεται αποκομμένα από την ενεργειακή πολιτική. Η ραγδαία αύξηση της υπολογιστικής ζήτησης πρέπει να ενσωματωθεί στον ενεργειακό σχεδιασμό, διαφορετικά ο κίνδυνος είναι να δημιουργηθούν συμφόρηση, αυξήσεις τιμών και κοινωνικές αντιδράσεις που θα επιβραδύνουν τόσο την ψηφιακή όσο και την πράσινη μετάβαση.

Υπάρχει και μια ευρύτερη γεωοικονομική διάσταση. Η υπολογιστική ισχύς τείνει να συγκεντρώνεται σε περιοχές με άφθονη και φθηνή ενέργεια. Αν αυτή η τάση ενταθεί, χώρες και επιχειρήσεις χωρίς πρόσβαση σε αξιόπιστη και καθαρή ενέργεια κινδυνεύουν να μείνουν πίσω στην οικονομία της ΑΙ. Η ενέργεια, με άλλα λόγια, αναδεικνύεται σε νέο παράγοντα ψηφιακής ισχύος.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ: