Ποιος θα πληρώσει τον λογαριασμό της νέας γεωπολιτικής κρίσης
- 22/07/2025, 09:15
- SHARE

Ο Ντόναλντ Ράμσφελντ, πρώην υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ, το είχε διατυπώσει γλαφυρά το 2002 σε μια συνέντευξή του. Είχε πει: «Υπάρχουν τα γνωστά γνωστά, τα γνωστά άγνωστα και τα άγνωστα άγνωστα», («There are known knowns, known unknowns and unknown unknowns.») Κάπως έτσι είναι και το σήμερα. Μέσα σε ένα ρευστό γεωπολιτικό τοπίο -με πολέμους, εμπορικούς δασμούς και κλιματική κρίση- οι επιχειρήσεις, είτε πρόκειται για πολυεθνικούς κολοσσούς, είτε για Ελληνικές εταιρείες, είτε ακόμη και για τον ιδιοκτήτη ενός συνοικιακού καταστήματος, καλούνται να προσαρμοστούν σε ένα περιβάλλον όπου η βεβαιότητα είναι η εξαίρεση και η ευελιξία προϋπόθεση επιβίωσης και ανάπτυξης.
Μάλιστα τους τελευταίους 24 μήνες, το 94% των επιχειρήσεων αύξησε τον χρόνο και τους πόρους που αφιερώνει στη γεωστρατηγική. Ο λόγος προφανής. Από δασμούς και κυρώσεις, μέχρι κρατικό παρεμβατισμό και ρυθμιστική απόκλιση, ο πολιτικός κίνδυνος έχει πλέον εγκατασταθεί μόνιμα στα διοικητικά συμβούλια. Το κόστος είναι απτό. Διαταραγμένες εφοδιαστικές αλυσίδες, αυξανόμενα βάρη συμμόρφωσης, πλήγματα στη φήμη. Σε πρόσφατη έρευνα, πάνω από 60% των στελεχών παγκοσμίως ανέφεραν λειτουργικές επιπτώσεις από γεωπολιτική αστάθεια, ενώ περισσότεροι από τους μισούς έκαναν λόγο για ζημίες στη φήμη και τη ρυθμιστική εικόνα τους. Η αλλαγή δεν είναι συγκυριακή, είναι δομική. Καθώς τα κράτη επανεξετάζουν την έννοια της οικονομικής κυριαρχίας και χρησιμοποιούν την αλληλεξάρτηση ως εργαλείο πίεσης, οι επιχειρήσεις εγκαταλείπουν την ευελιξία υπέρ της ανθεκτικότητας. Ο γεωπολιτικός κίνδυνος δεν είναι πια υπόθεση του νομικού τμήματος, είναι στρατηγικό ζητούμενο. Δεν είναι απλώς ένα επιπλέον κόστος. Είναι, ολοένα και περισσότερο, παράγοντας ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος. Και αυτό γίνεται ολοένα και πιο σαφές πως οι επιχειρήσεις δεν μπορούν να αγνοούν τη γεωπολιτική και τον πολιτικό κίνδυνο. Οι σχετικές αναφορές σε δημόσια έγγραφα εταιρειών αυξήθηκαν κατά 600% το 2022 και παραμένουν σταθερά τρεις έως τέσσερις φορές υψηλότερες από τα προ της πανδημίας επίπεδα. Και δεν πρόκειται μόνο για λόγια. Πολλές επιχειρήσεις καταγράφουν πλέον απτό αντίκτυπο από τον πολιτικό κίνδυνο.
Για τον Απόστολο Βακάκη, της Jumbo, που πάντα βλέπει το ποτήρι μισοάδειο τα πράγματα είναι απλά. Πριν από λίγο διάστημα παραδέχθηκε ότι η τρέχουσα συγκυρία, με ισχυρό ευρώ και σταθερά κόστη μεταφοράς, βοηθά τα κέρδη του Ομίλου, όμως παραμένει προσεκτικός. Οι γεωπολιτικές εξελίξεις, έχει πει, δεν έχουν ακόμη ξεδιπλώσει όλο το βάρος τους. «Είναι αλαζονικό να πιστεύουμε ότι βρισκόμαστε στο τέλος της ιστορίας, είμαστε μόνο στην αρχή», υπογράμμισε, απευθυνόμενος σε αναλυτές πριν από λίγο διάστημα. Η εικόνα που δίνει είναι αυτή μιας παγκόσμιας επανεξισορρόπησης, από τις ισοτιμίες και τις τιμές των μεταφορών, έως τις εφοδιαστικές αλυσίδες που ακόμη αναδιατάσσονται λόγω των γεωπολιτικών πιέσεων και της μετατόπισης παραγωγής πιο κοντά στη ζήτηση. «Εμείς στεκόμαστε λίγο πιο πίσω, παρατηρώντας τη μάχη των ελεφάντων», έχει πει. Η στρατηγική του με λίγα λόγια είναι επαγρύπνηση σε ένα περιβάλλον όπου οι γεωπολιτικοί κραδασμοί έχουν περάσει από το πολιτικό επίκεντρο στον σκληρό πυρήνα του επιχειρείν.
Με τον πρόεδρο του ΣΕΒ, Σπύρο Θεοδωρόπουλο, να έχει δηλώσει πως η παγκόσμια οικονομία φαίνεται ότι μπαίνει σε μια τρίτη περίοδο αβεβαιότητας μετά τον COVID και την ενεργειακή κρίση. Ενώ αναφερόμενος για του δασμούς έχει τονίσει πως «λειτουργούν ως ανάχωμα στην πορεία προς την παγκοσμιοποίηση, που όμως είναι ένα ποτάμι που δεν γυρίζει πίσω, ούτε με δασμούς, ούτε με άλλα παρόμοια μέτρα. Η παγκοσμιοποίηση έχει δημιουργήσει τεράστιες υπεραξίες και αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να ανατραπεί. Εκείνο που οφείλουμε να διορθώσουμε είναι η άνιση κατανομή αυτών των υπεραξιών. Πρέπει να φροντίσουμε ώστε να διαχέονται και προς τη μεσαία και την κατώτερη τάξη.»
Το καμπανάκι της ΕΚΤ εν μέσω της παγκόσμιας αβεβαιότητας
Η ουσία είναι ότι ο κόσμος που ζούμε αλλάζει. Η στροφή των επενδυτών μακριά από παραδοσιακά «ασφαλή καταφύγια» όπως το δολάριο και τα κρατικά ομόλογα των ΗΠΑ εγείρει τον κίνδυνο ανακατανομής των παγκόσμιων κεφαλαιακών ροών, ένα σενάριο που, όπως επισημαίνει η ΕΚΤ, θα μπορούσε να έχει «εκτεταμένες συνέπειες για το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα». Οι αποτιμήσεις είναι ευμετάβλητες, με τους επενδυτές να εστιάζουν σχεδόν μονοδιάστατα στον τεχνολογικό κλάδο των ΗΠΑ, μια συνταγή για έντονες διορθώσεις, ιδίως αν επιστρέψει το ρίσκο. Η ίδια η πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, αναγνώρισε πως η πρόσφατη ενίσχυση του ευρώ, όσο αντιφατική κι αν φαντάζει, αντανακλά εν μέρει τη διάβρωση της εμπιστοσύνης στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο επικεφαλής της Bundesbank, Γιόαχιμ Νάγκελ, δήλωσε πιο ωμά: «Η δυσπιστία απέναντι στην αγορά αμερικανικών ομολόγων δεν είναι καλά νέα για κανέναν». Το πιο ανησυχητικό εύρημα, ωστόσο, βρίσκεται αλλού. Η ΕΚΤ διαπιστώνει ότι η απρόβλεπτη στάση της αμερικανικής κυβέρνησης αυξάνει τα ασφάλιστρα κινδύνου για τα αμερικανικά assets, ενώ ταυτόχρονα υπονομεύει τον ρόλο του δολαρίου ως παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος. Για ένα σύστημα που εξακολουθεί να λειτουργεί με βάση την εμπιστοσύνη στις ΗΠΑ ως το αξιόπιστο κέντρο του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού χάρτη, πρόκειται για εξέλιξη με βάθος και διάρκεια. Και αυτό, το πιθανότερο, μόλις ξεκίνησε.
Ποιες επιχειρήσεις επενδύουν στη γεωστρατηγική
Ποιες όμως είναι οι επιπτώσεις στις επιχειρήσεις; Στην έρευνα EY-Parthenon Geostrategy in Practice Survey 2025, που βασίστηκε σε απαντήσεις άνω των 1.000 υψηλόβαθμων στελεχών από όλο τον κόσμο, πάνω από το 60% ανέφερε αρνητικές συνέπειες στις λειτουργίες και τις εφοδιαστικές αλυσίδες των επιχειρήσεών τους. Επιπλέον, το 57% έκανε λόγο για πλήγματα στη φήμη και τη συμμόρφωση με κανονιστικά πλαίσια.
Αυτές οι επιπτώσεις δεν προκαλούν έκπληξη, δεδομένων των προτεραιοτήτων που έχουν θέσει οι κυβερνήσεις. Σε παγκόσμιο επίπεδο, οι κρατικοί φορείς εφαρμόζουν βιομηχανικές πολιτικές και μέτρα προστατευτισμού στο εμπόριο, με στόχο την επαναπαραγωγή (onshoring), τη γεωγραφική προσέγγιση (nearshoring) ή τη φιλική αναδιάταξη (friendshoring) της παραγωγής κρίσιμων προϊόντων και στρατηγικών κλάδων. Παράλληλα, έχει αυξηθεί η χρήση κυρώσεων και έχουν θεσπιστεί αντι-κυρώσεις. Την ίδια στιγμή, παρατηρείται έντονη ρυθμιστική δραστηριότητα, κυρίως γύρω από τη βιωσιμότητα και την τεχνητή νοημοσύνη (AI), με σημαντικές διαφοροποιήσεις ανάμεσα στις μεγάλες αγορές. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, δεν είναι περίεργο που όλοι οι ερωτηθέντες δήλωσαν ότι η γεωπολιτική έχει επιφέρει στρατηγικές αλλαγές στις εταιρείες τους, με κύρια εστίαση στην αναδιάρθρωση των εφοδιαστικών αλυσίδων. Οι εις βάθος συνεντεύξεις με δεκάδες παγκόσμιους ηγέτες επιχειρήσεων προσφέρουν περαιτέρω εικόνα για το πότε, πώς και γιατί επιλέγουν να μετασχηματίσουν τις εφοδιαστικές τους στρατηγικές, προσαρμοζόμενοι στη νέα γεωπολιτική πραγματικότητα. Την ίδια στιγμή ο αριθμός των εταιρειών που χαρακτηρίζονται ως «Geostrategists» – δηλαδή εκείνων που υιοθετούν τις πιο ενεργητικές και ολιστικές πρακτικές για τη διαχείριση γεωπολιτικού κινδύνου – έχει αυξηθεί κατά 50% σε σύγκριση με το 2021. Επιπλέον, σύμφωνα με τις έρευνες αυξάνεται σταθερά το ποσοστό των επιχειρήσεων που αναλαμβάνουν δράση σε πολλαπλά επίπεδα της οργανωτικής τους δομής, από 24% το 2021 σε 37% το 2025. Ωστόσο, υπάρχει ακόμα δρόμος. Ένας στους τρεις CEOs παραδέχεται πως αιφνιδιάστηκε από τις περισσότερες ή όλες τις γεωπολιτικές απειλές που επηρέασαν την επιχείρησή του τα τελευταία δύο χρόνια. Το 77% δήλωσε ότι επηρεάζεται συχνά από απρόβλεπτους πολιτικούς κινδύνους. Παράλληλα, μόνο το 45% των εταιρειών έχει ορίσει συγκεκριμένο υπεύθυνο ή λειτουργία για τη γεωστρατηγική, είτε σε επίπεδο τμήματος, είτε μέσω διατμηματικής επιτροπής. Οι ηγέτες των επιχειρήσεων αναγνωρίζουν τη σημασία του ζητήματος, με το 93% να σχεδιάζει να επενδύσει περισσότερο χρόνο και πόρους στη γεωστρατηγική τα επόμενα χρόνια.