Πώς το 2025 άλλαξε οριστικά τον Έλληνα καταναλωτή – Τι προμηνύει το 2026
- 31/12/2025, 09:24
- SHARE
Το 2025 αποτέλεσε έτος έντονης προσαρμογής για τους Έλληνες καταναλωτές, καθώς οι τιμές των αγαθών συνέχισαν να ασκούν ισχυρές πιέσεις στο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών. Η άνοδος των τιμών, ιδιαίτερα στα βασικά αγαθά και τις υπηρεσίες, οδήγησε σε αναδιάταξη της καταναλωτικής δαπάνης, με ολοένα και μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματος να κατευθύνεται στην κάλυψη θεμελιωδών αναγκών: διατροφή, στέγαση και ενέργεια.
Σε αυτό το περιβάλλον, οι καταναλωτές υιοθέτησαν πιο συγκρατημένες και πειθαρχημένες αγοραστικές πρακτικές, δίνοντας πρωτεύοντα ρόλο στην τιμή, περιορίζοντας την κατανάλωση ακόμη και σε βασικούς τομείς και ενισχύοντας τη σύγκριση εναλλακτικών επιλογών ως μέσο ελέγχου του κόστους.
Για το 2026, οι προσδοκίες συγκλίνουν σε ένα πιο σταθερό οικονομικό περιβάλλον, με ενδείξεις αποκλιμάκωσης των πληθωριστικών πιέσεων, κυρίως λόγω της υποχώρησης του κόστους της ενέργειας. Εφόσον η τάση αυτή παγιωθεί, αναμένεται σταδιακή εξομάλυνση των τιμών λιανικής και περιορισμός της αβεβαιότητας που χαρακτήρισε τα προηγούμενα έτη. Ωστόσο, η καταναλωτική συμπεριφορά είναι πιθανό να διατηρήσει τα χαρακτηριστικά σύνεσης και αυξημένης ευαισθησίας στην τιμή, καθώς οι εμπειρίες της περιόδου της ακρίβειας έχουν πλέον ενσωματωθεί στη νοοτροπία των νοικοκυριών. Συνεπώς, το 2026 ενδέχεται να αποτελέσει έτος μετάβασης προς μια πιο ισορροπημένη κατανάλωση, χωρίς επιστροφή στα πρότυπα του παρελθόντος, αλλά με μεγαλύτερη προβλεψιμότητα και ηρεμία στην αγορά.
Κάνοντας μια ανασκόπηση του απερχόμενου 2025, ο Γεώργιος Μπάλτας, καθηγητής του Τμήματος Μάρκετινγκ & Επικοινωνίας του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και διευθυντής μεταπτυχιακών σπουδών, μιλώντας στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, τονίζει ότι το 2025 δεν υπήρξε έτος θεαματικών ανατροπών, αλλά περίοδος που διατήρησε και εμβάθυνε ήδη υφιστάμενες μεταβολές στην καταναλωτική συμπεριφορά και στο περιβάλλον της αγοράς μέσα στο οποίο αυτή εκδηλώνεται.
«Αναμφίβολα, η ακρίβεια, ως δυσαναλογία τιμών και εισοδημάτων, παρέμεινε το κυρίαρχο θέμα στη δημόσια συζήτηση, όχι ως αιφνίδια εξέλιξη, αλλά ως μια σταθερή συνθήκη που διαμόρφωνε την καθημερινότητα των καταναλωτών καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους», αναφέρει ο κ. Μπάλτας.
Άλλωστε, όπως επισημαίνει, στο μέτωπο των ανατιμήσεων δεν υπήρξαν ούτε πολύ καλά ούτε πολύ κακά νέα. Είναι ενδεικτικό ότι ο Δείκτης Τιμών Καταναλωτή στο ενδεκάμηνο Ιανουαρίου–Νοεμβρίου 2025 διαμορφώθηκε στο 2,5%, έναντι 2,7% για το δωδεκάμηνο του 2024. Ωστόσο, η εμπειρία του καταναλωτή συνέχισε να είναι φορτισμένη από το αίσθημα ότι το κόστος ζωής δεν επέστρεψε ποτέ στην προ κρίσης κανονικότητα. Παρά τη σχετική σταθεροποίηση του πληθωρισμού, η καθημερινότητα παρέμεινε πιεστική λόγω των συσσωρευμένων ανατιμήσεων της τετραετίας 2021–2025.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Δείκτης Τιμών Καταναλωτή αυξήθηκε συνολικά κατά 17,3% στο διάστημα Νοεμβρίου 2021 – Νοεμβρίου 2025, ενώ σε κρίσιμους κλάδους οι αυξήσεις ήταν πολύ υψηλότερες και ακόμη πιο αισθητές για τους καταναλωτές.
Το 2025 σηματοδότησε και την άρση του πλαφόν στο περιθώριο κέρδους, το οποίο ίσχυε από τον Δεκέμβριο του 2021 ως έκτακτο μέτρο περιορισμού της αισχροκέρδειας. Το μέτρο έληξε οριστικά στις 30 Ιουνίου 2025, επαναφέροντας την αγορά σε καθεστώς πλήρους ελευθερίας τιμολόγησης και δημιουργώντας επιφυλάξεις για το κατά πόσο αγορές με συγκεκριμένα δομικά και συγκυριακά χαρακτηριστικά μπορούν να αυτορυθμίζονται αποτελεσματικά.
«Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, η συμπεριφορά των καταναλωτών το 2025 χαρακτηρίστηκε από αναγκαστική προσαρμογή στον μονιμότερο χαρακτήρα της ακρίβειας», τονίζει ο κ. Μπάλτας, επισημαίνοντας ότι η προσαρμογή αυτή ήταν ετερογενής και εξαρτήθηκε σε μεγάλο βαθμό από το εισόδημα και τη γενικότερη οικονομική κατάσταση κάθε νοικοκυριού.
Αλλαγές στην καταναλωτική δαπάνη
Σύμφωνα με έγκυρες, ανεξάρτητες έρευνες, όπως η ετήσια έρευνα αγοραστικής συμπεριφοράς του Εργαστηρίου Μάρκετινγκ του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, οι προσαρμογές στην αγοραστική συμπεριφορά περιλάμβαναν μείωση της κατανάλωσης, στροφή σε φθηνότερα προϊόντα ή καταστήματα και εντατική αναζήτηση χαμηλών τιμών, προσφορών και εκπτώσεων.
Ιδιαίτερα στον κλάδο των τυποποιημένων προϊόντων, οι καταναλωτές συνέχισαν να αποδίδουν καθοριστική σημασία στο κόστος, στρεφόμενοι σε σταθερά οικονομικότερες επιλογές, όπως τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας. Σε κατηγορίες υψηλής συχνότητας επαναγοράς, η διαρκής αναζήτηση διαφορετικών οικονομικών λύσεων θα δημιουργούσε δυσανάλογη συσσωρευτική επιβάρυνση.
Εκτιμάται ότι το μερίδιο δαπάνης της ιδιωτικής ετικέτας στα σούπερ μάρκετ στο τέλος του 2025 θα ανέλθει στο 27%–28%, υψηλότερο από το 2024 και ενδεικτικό μιας διαρθρωτικής μετατόπισης των καταναλωτών προς πιο προβλέψιμες και οικονομικές επιλογές. Το μερίδιο όγκου είναι σημαντικά υψηλότερο, καθώς οι χαμηλότερες τιμές περιορίζουν αναλογικά τη δαπάνη.
«Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι πολλοί καταναλωτές δεν αναζητούν πια μια καλή τιμή, αλλά μια τιμή που μπορούν να αντέξουν», σημειώνει ο κ. Μπάλτας.
Ιδιαίτερα αρνητικό ρόλο στη διαμόρφωση του καταναλωτικού περιβάλλοντος είχε η αγορά ακινήτων. Η αύξηση του κόστους στέγασης περιόρισε αναγκαστικά τις υπόλοιπες δαπάνες, ενώ οι τιμές κατοικιών συνέχισαν να αυξάνονται σε επίπεδα ουσιαστικά ασύμβατα ακόμη και με τη χρηματοδοτική δυνατότητα υψηλά αμειβόμενων εργαζομένων.
Για τις περισσότερες οικογένειες, η αγορά κατοικίας έπαψε να αποτελεί αντικείμενο μακροπρόθεσμου σχεδιασμού. Παράλληλα, τα ενοίκια συνέχισαν την ανοδική τους πορεία, ιδιαίτερα σε περιοχές υψηλής ζήτησης, απορροφώντας ολοένα μεγαλύτερο μέρος του διαθέσιμου εισοδήματος. Η στέγη ως θεμέλιο της ανεξαρτησίας των νέων έγινε εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση, με άμεσες επιπτώσεις στη δημιουργία νέας οικογένειας και, τελικά, στο δημογραφικό πρόβλημα.
Την ίδια στιγμή, η ενέργεια παρέμεινε μεγάλο πρόβλημα με διάχυτες επιπτώσεις: άμεσα, μέσω των λογαριασμών και του κόστους καυσίμων, και έμμεσα, μέσω της αύξησης του κόστους παραγωγής και λειτουργίας των επιχειρήσεων, που μεταφέρεται σταδιακά στις τιμές λιανικής.
Όπως επισημαίνει ο κ. Μπάλτας, τα προβλήματα αυτά δεν αφορούν μόνο τους καταναλωτές. Οι ανατιμήσεις σε αγαθά, ακίνητα και ενέργεια αυξάνουν το κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων και υπονομεύουν την ανταγωνιστικότητά τους, τόσο στην εγχώρια όσο και στη διεθνή αγορά. Ειδικά το υψηλό ενεργειακό κόστος αποτελεί διαχρονικά βαρύ φορτίο για την ελληνική βιομηχανία.
«Το 2025 δεν ήταν έτος κάποιας μεγάλης αιφνίδιας κρίσης. Ήταν μια χρονιά χωρίς μεγάλες εκπλήξεις, μετά από αλλεπάλληλες κρίσεις. Η σταθερότητα ικανοποίησε όσους τη βίωσαν ως ηρεμία και απογοήτευσε όσους τη θεώρησαν στασιμότητα. Σε κάθε περίπτωση, αυτή η σταθερότητα επιτρέπει την προσδοκία για ένα καλύτερο 2026 – όχι όμως από αδράνεια, αλλά μόνο αν αποφασίσουμε ότι πρέπει να γίνει καλύτερο και δράσουμε αναλόγως», καταλήγει ο καθηγητής του ΟΠΑ.