Πόσο κινδυνεύει τελικά η οικονομία μιας χώρας που στήριξε την ανάπτυξή της σε μία μόνο εταιρεία;
- 04/08/2025, 15:29
- SHARE

Η εντυπωσιακή πορεία της Novo Nordisk, που μετέτρεψε τη Δανία σε μία από τις λίγες αναπτυσσόμενες οικονομίες της Ευρώπης, δείχνει να φρενάρει απότομα. Η μείωση των προβλέψεων για τα κέρδη της φαρμακευτικής εταιρείας, εν μέσω εντεινόμενου ανταγωνισμού και γενόσημων σκευασμάτων στις ΗΠΑ, έχει ήδη κοστίσει στη μετοχή της πάνω από 23% και σχεδόν 100 δισ. δολάρια σε κεφαλαιοποίηση.
Η ζημιά δεν περιορίστηκε στο ταμπλό του χρηματιστηρίου. Τα δανικά νοικοκυριά υπέστησαν άμεσο οικονομικό πλήγμα, χάνοντας σχεδόν 6 δισ. δολάρια μέσα σε μία ημέρα, ποσό που αντιστοιχεί στο 3% της ετήσιας ιδιωτικής κατανάλωσης. «Είναι πιθανό να δούμε επενδυτές να καθυστερούν αγορές ή διακοπές», προειδοποίησε ο επικεφαλής της Δανικής Ένωσης Μετόχων.
Ο προβληματισμός είναι βαθύτερος, καθώς η επιβράδυνση της Novo τροφοδοτεί ανησυχίες για συνολική επιβράδυνση της οικονομίας, που στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στις εξαγωγές της εταιρείας. Ήδη η στατιστική υπηρεσία κατέγραψε ελαφρά ύφεση το α’ τρίμηνο λόγω της μείωσης των πωλήσεων φαρμάκων, ενώ οι προβλέψεις για το β’ τρίμηνο – που θα ανακοινωθούν στις 20 Αυγούστου – αναμένονται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Η Novo εξακολουθεί να παρουσιάζει ανάπτυξη, όμως η αστάθεια της τρέχουσας περιόδου καθιστά πιο ευάλωτη την εταιρεία, όπως υπογραμμίζει ο επικεφαλής οικονομολόγος της Sydbank. Και αυτό ενδεχομένως να έχει επιπτώσεις σε άλλους κρίσιμους τομείς: από τα επιτόκια, τα οποία η Κεντρική Τράπεζα διατηρεί χαμηλότερα για να συγκρατήσει την ισχυρή κορώνα, μέχρι τη χρηματοδότηση της επιστημονικής έρευνας, καθώς το Ίδρυμα Novo Nordisk είναι βασικός χορηγός.
Η περίπτωση της Novo αναζωπυρώνει τη συζήτηση για την υπερβολική εξάρτηση μιας χώρας από έναν εταιρικό «πρωταθλητή». Οι συγκρίσεις με την περίπτωση της Nokia στη Φινλανδία αρχίζουν να διατυπώνονται ολοένα και πιο έντονα. Αν η ανάπτυξη της Novo παραμείνει στάσιμη, η Δανία κινδυνεύει να χάσει τη θέση της στον ευρωπαϊκό χάρτη της ανάπτυξης – και να αντιμετωπίσει τις επιπτώσεις της «μονοκαλλιέργειας» σε μια ιδιαίτερα ευμετάβλητη παγκόσμια αγορά.