Πρόοδος με προϋποθέσεις: Μεγάλη πτώση του δημόσιου χρέους, αλλά υπό τη βαριά σκιά των τόκων

Πρόοδος με προϋποθέσεις: Μεγάλη πτώση του δημόσιου χρέους, αλλά υπό τη βαριά σκιά των τόκων
Photo: Shutterstock
Παρά τη θεαματική αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους κάτω από το 140% του ΑΕΠ το 2026, η Ελλάδα εξακολουθεί να δαπανά αναλογικά τα περισσότερα για τόκους στην Ευρωζώνη, γεγονός που επιβάλλει συνέχιση της προσεκτικής δημοσιονομικής πολιτικής.

Η αποκλιμάκωση του ελληνικού δημόσιου χρέους προχωρά με σταθερούς ρυθμούς, με το σχετικό ποσοστό να υποχωρεί για πρώτη φορά μετά από 15 χρόνια κάτω από το όριο του 140% του ΑΕΠ το 2026. Ωστόσο, παρά τη βελτίωση αυτή, το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους εξακολουθεί να επιβαρύνει σημαντικά τον Κρατικό Προϋπολογισμό, καθώς οι πληρωμές τόκων παραμένουν δυσανάλογα υψηλές συγκριτικά με την υπόλοιπη Ευρωζώνη.

Οι ευνοϊκοί όροι δανεισμού και η μείωση του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ δεν έχουν ακόμη αποφέρει ουσιαστική ελάφρυνση, καθιστώντας αναγκαία την πρόωρη αποπληρωμή των δανείων των Μνημονίων που ήδη προωθείται ως στρατηγική επιλογή του οικονομικού επιτελείου.

Όπως προκύπτει από τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής το 2024 η Ελλάδα διέθεσε το 3,5% του ΑΕΠ της για την πληρωμή τόκων ενώ κατά μέσο όρο το ποσοστό αυτό στην ευρωζώνη ήταν μόλις 1,9%. Η σχετική δαπάνη στην Ελλάδα θα υποχωρήσει ελαφρώς στο 3,3%, το 2025 ενώ στην ευρωζώνη θα διαμορφωθεί στο 2%.

Τη διετία 2026 – 2027 οι πληρωμές για τόκους στην Ελλάδα θα κυμανθούν μεταξύ 3,1%3,2%, έναντι 2,1% – 2,2% στην ευρωζώνη. Από την άλλη πλευρά, οι αμυντικές δαπάνες ανήλθαν στο 2,7% του ΑΕΠ το 2021, στο 2,6% του ΑΕΠ το 2022 και στο 2,2 % του ΑΕΠ το 2023.

Για τον λόγο αυτόν όπως επισημαίνεται στην τελευταία Έκθεση του Ελληνικού Δημοσιονομικού Συμβουλίου ότι «απαιτείται διαρκής επαγρύπνηση λόγω του υψηλού επιπέδου χρέους της ελληνικής οικονομίας, το οποίο παραμένει το υψηλότερο στην ΕΕ, και υπερβαίνει κατά πολύ τον στόχο του κανόνα του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης της ΕΕ που είναι της τάξης του 60% του ΑΕΠ».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η σημαντική αποκλιμάκωση του Χρέους της Γενικής Κυβέρνησης προβλέπεται να συνεχιστεί όλη τη δεκαετία, καθώς από το 154,2% του ΑΕΠ το 2024 αναμένεται να υποχωρήσει στο 145,9% το 2026 και στο 119% το 2029.

Σύμφωνα με την ανάλυση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, κύριοι παράγοντες που συμβάλουν σε αυτή την ταχεία αποκλιμάκωση είναι η διατήρηση ισχυρής πραγματικής ανάπτυξης (3,3 ποσοστιαίες μονάδες), η σημαντική αύξηση του πρωτογενούς πλεονάσματος (2,9 ποσοστιαίες μονάδες) και η διαφορά μεταξύ του έμμεσου επιτοκίου δανεισμού και του ρυθμού μεταβολής του ονομαστικού ΑΕΠ (snowball effect) κατά 5,3 ποσοστιαίες μονάδες.

Ωστόσο, όπως προειδοποιεί το Δημοσιονομικό Συμβούλιο, η θετική διαφορά μεταξύ ρυθμού ανάπτυξης και επιτοκίων συμβάλλει μεν στην μείωση του χρέους, αυτό ωστόσο δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένο, διότι τα επιτόκια παραμένουν χαμηλά μόνο όσο η δημοσιονομική πολιτική παραμένει προσεκτική· διαφορετικά, οι αγορές αυξάνουν το κόστος δανεισμού και επηρεάζονται αρνητικά η εμπιστοσύνη και η ανάπτυξη. Καθώς περίπου το 70% του δημόσιου χρέους, που ανήκει σε ευρωπαϊκούς θεσμούς θα αποπληρώνεται έως το 2070, το τμήμα του χρέους που θα κατέχεται από ιδιώτες αναμένεται να αυξηθεί.

Για να μην αυξηθεί υπερβολικά το νέο ιδιωτικά κατεχόμενο χρέος και για να διατηρηθεί η σταθερότητα, απαιτούνται πρωτογενή πλεονάσματα. Έτσι, η δημοσιονομική πολιτική χρειάζεται να παραμείνει προληπτική, ώστε η πορεία του χρέους να συνεχίσει να βελτιώνεται.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ: