«Ρυθμίζοντας» το εταιρικό κόστος με ολλανδική συνταγή

«Ρυθμίζοντας» το εταιρικό κόστος με ολλανδική συνταγή

O ιδρυτής της Costwise και «μέντορας» στο Orange Grove, Μιλτιάδης Γκουζούρης, μιλά στο FortuneGreece.com για τα πλεονεκτήματα των υπηρεσιών κοστολόγησης.

Πόσο μπορεί να κοστίσει μία λάθος τιμολογιακή πολιτική σε μία εταιρεία; Και τι ζημιά μπορεί να έχει μία επιχείρηση που δεν κοστολογεί σωστά τη διαδικασία παραγωγής της; Υπάρχει κάποιος τρόπος να αντιστραφεί η «μαύρη τρύπα» στον εταιρικό προϋπολογισμό, ώστε να επιστρέψει το «συν» στα έσοδα και να αυξηθεί η κερδοφορία;

Μαγική συνταγή μάλλον δεν υπάρχει. Αλλά ο εμπεριστατωμένος κοστολογικός έλεγχος μπορεί να βοηθήσει σημαντικά προς αυτήν την κατεύθυνση. Αυτό είχε κατά νου ο Μιλτιάδης Γκουζούρης όταν αποφάσισε να επιστρέψει από την Ολλανδία το 2009, όπου πέρασε περισσότερο από μία δεκαετία της ζωής του, και να ιδρύσει την Costwise.

Όπως ο ίδιος εξηγεί στο FortuneGreece.com, η αρχή δεν ήταν εύκολη και η οικονομική κρίση τα περασμένα χρόνια αποτέλεσε ευχή και κατάρα. Πέντε χρόνια μετά την ίδρυση της εταιρείας πάντως, η ζήτηση για τις υπηρεσίες κοστολογικού ελέγχου που παρέχει έχει αυξηθεί κατακόρυφα, καθώς οι επιχειρήσεις σπεύδουν να περιορίσουν τα περιττά κόστη και αναζητούν τρόπους προσφοράς του προιόντος τους σε όσο το δυνατόν καλύτερη τιμή για το κοινό.

Τις γνώσεις και την εμπειρία του ο Μιλτιάδης Γκουζούρης φροντίζει μάλιστα να τις μεταλαμπαδεύει και στη νέα γενιά των επιχειρηματιών, και δη στις startups που συμμετέχουν στο πρόγραμμα του Orange Grove, στο οποίο ο ίδιος αποτέλεσε ιδρυτικό μέλος.

Πότε ξεκινήσατε να ασχολείστε με την κοστολόγηση;

Επέστρεψα από την Ολλανδία το 2009 και ήθελα να ασχοληθώ με ένα αντικείμενο το οποίο γνώριζα καλά, όπως η κοστολόγηση. Έτσι προέκυψε η Costwise. Ως υπηρεσία η κοστολόγηση ήταν άγνωστη στην Ελλάδα, όταν ήρθα εδώ δεν υπήρχαν εταιρείες που να κάνουν αμιγώς κοστολόγηση, η οποία αποτελούσε πάντα μέρος στο πακέτο υπηρεσιών μεγαλύτερων εταιρειών. Για παράδειγμα έπρεπε να απευθυνθεί κάποιος σε μεγάλη συμβουλευτική εταιρεία, η οποία έγραφε στις υπηρεσίες της ότι κάνει κοστολόγηση, χωρίς οι υπηρεσίες να έχουν, όμως, ιδιαίτερη ζήτηση.

Τι εννοούμε όταν λέμε κοστολόγηση;

Η κοστολόγηση γίνεται σε όλες τις εταιρείες. Στην πράξη οι περισσότερες ελληνικές επιχειρήσεις, ακόμα και οι πολύ μεγάλες, κάνουν κοστολόγηση με έναν πολύ απλό τρόπο: δεν πάνε σε βάθος στην ανάλυσή τους, απλά υπολογίζουν τα άμεσα κόστη. Για παράδειγμα, για να παραχθεί ένα πλαστικό κυπελάκι μία επιχείρηση γνωρίζει πόσα γραμμάρια πλαστικού χρειάζονται, ότι ασχολήθηκε ένας εργαζόμενος μία ώρα και μία μηχανή δούλεψε άλλη μία ώρα. Αυτά είναι πολύ εύκολο να τα υπολογίσουν.

Το δύσκολο είναι π.χ. να επιμερίσεις τα έξοδα του λογιστή, τα έξοδα του φύλακα του εργοστασίου, τις αποσβέσεις των μηχανών, τις ασφάλειες τους φόρους κτλ. Εκεί χρειάζεσαι έναν κοστολόγο. Οι περισσότερες επιχειρήσεις βάζουν επάνω στο άμεσο εργατικό και στα υλικά ένα ποσοστό π.χ. 50%, 60%, 70%, ώστε να καλύψουν τα γενικά τους έξοδα, δηλαδή το κάνουν στο περίπου.

Αυτό συμβαίνει ακόμη και στις μεγαλύτερες επιχειρήσεις της Ελλάδας. Βρέθηκα σε μία από αυτές, η οποία δεν είχε αναλυτικό κοστολόγιο και πορευόταν βάσει ενός ποσοστού. Αυτό το ποσοστό από τη στιγμή που ήρθε η κρίση είχε το εξής πρόβλημα: έβγαζε στο τέλος μια τιμή πώλησης και η τιμολόγηση ήταν πολύ υψηλή. Όταν λοιπόν ο πελάτης λόγω κρίσης έλεγε « θέλω έκπτωση, κατεβάστε μου και άλλο την τιμή», ακριβώς επειδή δεν γνωρίζανε τα κόστη τους με λεπτομέρεια και ακρίβεια, δεν ήξεραν πόσο χαμηλά να κατεβάσουν την τιμή. Και έτσι προέκυψαν τα προβλήματα. Γι’ αυτό και το φαινόμενο είναι νέο σχετικά και οι υπηρεσίες κοστολόγησης αρχίζουν και έχουν ολοένα και περισσότερη ζήτηση, ακριβώς για αυτόν το λόγο, επειδή δεν ξέρει ο άλλος να υπολογίσει τα κόστη στο προϊόν του με ακρίβεια. Και όσες επιχειρήσεις δεν το έχουν κάνει, το αντιμετωπίζουν καθημερινά ως πρόβλημα.

Δεν γίνεται να επιχειρείς και να μην γνωρίζεις τα κόστη σου με ακρίβεια. Και έτσι ερχόμαστε εμείς σήμερα να συμπληρώσουμε αυτό το κενό. Και ακριβώς γι’ αυτό υπάρχει σημαντική ζήτηση αυτών των υπηρεσιών. Μάλιστα επιδιώκω όσο γίνεται να γνωστοποιήσω αυτή την υπηρεσία και σε άλλους και να παρακινήσω και άλλους να αναπτύξουν την κοστολόγηση. Για παράδειγμα έχω μιλήσει με τον πρύτανη του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, τον κ. Κώστα Γάτσιο, ώστε να συνδέσουμε το μάθημα της κοστολόγησης που γίνεται στο Πανεπιστήμιο αυτό με τη πράξη.

Επιθυμώ να δημιουργηθεί ανταγωνισμός, μακάρι να είμαστε άλλες δέκα επιχειρήσεις που θα κάνουν κοστολόγηση ούτως ώστε άλλοι δέκα να κάνουν διαφήμιση για αυτήν την υπηρεσία, η οποία είναι πολύ χρήσιμη για τις επιχειρήσεις, και να μπορέσει να καλυφθεί και η ζήτηση. Δηλαδή η ζήτηση είναι τέτοια που δεν είναι δουλειά μιας επιχείρησης, χρειάζονται περισσότερες επιχειρήσεις για να το κάνουν αυτό. Σήμερα υπολογίζω ότι οι επιχειρήσεις που θέλουν κοστολόγηση στην περιοχή της Αττικής είναι περίπου 3.000. Οι οποίες είναι μεσαίες έως μεγάλες για τα ελληνικά δεδομένα.

Πως ξεκίνησε λοιπόν η Costwise; 

Στην αρχή ξεκίνησα μόνος μου, έπειτα έφτιαξα μία ομάδα από συμβούλους που γνώρισα στην πορεία. Είδα ποιοι είχαν την ικανότητα να καταλάβουν και να συνεργαστούν και τους επέλεξα.

Πρώτα έψαξα οικονομικούς συμβούλους, αλλά τελικά αποδείχθηκε ότι οι οικονομολόγοι δεν ήταν και οι πιο κατάλληλοι για την κοστολόγηση, επειδή έχουμε πάρα πολλή δουλειά με την πράξη. Κι αυτό γιατί εμείς πρέπει να μπούμε μέσα σε μία επιχείρηση, να μπούμε στον χώρο παραγωγής, πρέπει να δούμε μία μηχανή να τη μετρήσουμε, να δούμε την ισχύ της. Στην πορεία κατάλαβα ότι με την κοστολόγηση ταιριάζουν περισσότερο οι μηχανικοί και πλέον συνεργάζομαι μόνο με μηχανικούς. Υπάρχει μία ομάδα μηχανικών, η οποία αποτελείται από εφτά άτομα και ανάλογα με τις ανάγκες φτάνουμε μέχρι και τους 15, ειδικά σε πιο μεγάλα πρότζεκτ ή όταν έχουμε πολλά πρότζεκτ μαζί.

Μαζί φτιάχνουμε ένα excel δυναμικό που ουσιαστικά υπολογίζει τα κόστη διαχρονικά και κάνει προβλέψεις. Εγώ στη συνέχεια διδάσκω στον επιχειρηματία πως λειτουργεί το λογισμικό, του δείχνω τα πάντα και δεν υπάρχει λόγος να με καλέσει ξανά, εκτός εάν δεν έχει τον χρόνο να ασχοληθεί. Σε επιχειρήσεις που μπορεί να έχουν ήδη κάποιο λογισμικό, όποιας φίρμας και να είναι αυτό, μπορούμε να εντάξουμε το δικό μας το κοστολογικό μοντέλο στο υπάρχον πακέτο software. Ούτως ή άλλως όποια επιχείρηση θέλει να κάνει κοστολόγηση, το λογισμικό από μόνο του δεν κάνει κοστολόγηση, πρέπει να το τροφοδοτήσεις με στοιχεία πρέπει να του δώσεις έναν χάρτη κοστολόγησης, αυτό κάποιος πρέπει να το κάνει. Δεν είμαστε πληροφορικάριοι, ούτε θέλουμε να ανταγωνιστούμε τις εταιρείες πληροφορικής, αλλά παρέχουμε ένα στάνταρ αυτόματο μοντέλο.

Υπάρχει μεγάλη ζήτηση για τις υπηρεσίες μας, αλλά και ζήτηση για ακόμη περισσότερες εταιρείες. Σήμερα με την ομάδα που έχω, έχουμε φτάσει στο αποκορύφωμα της δυναμικότητάς μας. Τώρα η λογική είναι να ανοίξουμε και άλλο τον κύκλο των συνεργατών για να μπορούμε να καλύψουμε την ζήτηση και είμαστε στη διαδικασία του να βρούμε τον κατάλληλο τρόπο.

Πως ακριβώς λειτουργεί η σωστή κοστολόγηση ευεργετικά για μία εταιρεία;

Το να ρίξω το κόστος δεν είναι δική μου δουλειά ακριβώς. Θα σας φέρω ένα καλό παράδειγμα. Σ’ ένα εργοστάσιο πλαστικών παρήγαγαν πάρα πολλούς κωδικούς, είχαν 4.000 προϊόντα. Κάποια από αυτά, τα οποία ήταν τα πολύ δυνατά τους, άρχισαν να δέχονται τρομερές πιέσεις από ανταγωνιστές από την Κίνα, γιατί η τιμή που πωλούσαν οι Κινέζοι σε χονδρική στην Ελλάδα ήταν ίδια με αυτή που θεωρούσαν οι Έλληνες το κόστος του προϊόντος, χωρίς όμως να τη γνωρίζουν διεξοδικά. Μπαίνοντας λοιπόν και κάνοντας κοστολόγηση στα προϊόντα αυτά ανακαλύψαμε ότι φορτώνανε με πολλά γενικά έξοδα το προϊόν και γινόταν αδίκως ακριβό. Θα μπορούσε να είναι εξίσου φθηνό με το Κινέζικο, συν το ότι δεν θα είχε έξοδα μεταφοράς και δεν θα είχε και την υποχρέωση ο πελάτης να αγοράσει μεγάλη ποσότητα.

Όταν τελειώσαμε λοιπόν με την κοστολόγηση αποδείχτηκε ότι σε αυτά τα προϊόντα που αφορούσαν στις πρώτες ύλες ήταν εξίσου ανταγωνιστική και η εδώ παραγωγή. Έτσι βγήκανε με νέα τιμή στην αγορά και κατάφεραν ένα turn around: από εκεί που η επιχείρηση είχε πάρει την κάτω βόλτα, τώρα πλέον είναι κερδοφόρα ξανά.

Επίσης σε ένα άλλο εργοστάσιο, μπαίνοντας και κάνοντας ανάλυση στην παραγωγή είχαμε δει ότι ο τρόπος με τον οποίο δέχονται τις παραγγελίες τους δημιουργούσε ένα πρόβλημα με το οκτάωρο έτσι όπως το είχανε από Δευτέρα έως Παρασκευή. Μέσα από ανάλυση που κάναμε προέκυψε ότι εάν καταφέρναμε να βάζουμε δύο εργαζόμενους στο κάθε τμήμα να αρχίζουνε μία ώρα αργότερα και να σχολάνε μία ώρα αργότερα όλες τις ημέρες της εβδομάδας, χωρίς να αλλάξουνε τα ωράρια λειτουργίας της επιχείρησης, και ούτε να κάνει υπερωρίες κανείς, θα καταφέρναμε να διατηρήσουμε την παραγωγή και μέχρι την Παρασκευή να κλείνουνε οι παραγγελίες σωστά. Αυτό εξοικονόμησε στην επιχείρηση σε ένα έτος ενάμιση εκατομμύριο ευρώ, συν το ότι οι πελάτες ήταν ακόμη πιο ικανοποιημένοι, επειδή οι παραγγελίες έβγαιναν πιο γρήγορα. Όλα αυτά με μία απλή ανάλυση. Αυτό επίσης είναι κάτι το οποίο μπορεί να προκύψει από την κοστολόγηση που θα κάνουμε.

Μία νέα επιχείρηση τι προκλήσεις αντιμετωπίζει σε αυτό το επίπεδο;

Συνήθως η δική μας η επιχείρηση δεν απευθύνεται σε νεοσύστατες επιχειρήσεις, διότι μπορεί για αυτές να είναι ακριβή ως υπηρεσία. Γι’ αυτές τις περιπτώσεις εγώ έχω φροντίσει να έχουμε κάποιες ώρες διαθέσιμες τις οποίες τις παρέχουμε δωρεάν σε νεοσύστατες επιχειρήσεις -και πλέον και στο Orange Grove– και έχουμε κάνει σε αρκετές κοστολογικά μοντέλα δωρεάν. Αυτό είναι ένα κομμάτι εταιρικής κοινωνικής ευθύνης στο δικό μας μικρό επίπεδο που βρισκόμαστε, γιατί δεν είμαστε μεγάλη επιχείρηση.

Προσπαθώντας λοιπόν να καλύψουμε αυτό το κενό που υπάρχει για τις νεοσύστατες επιχειρήσεις έχουμε φτιάξει κάποια εγχειρίδια, έχουμε δημοσιεύσει κάποια άρθρα σε εφημερίδες ή σε κάποια περιοδικά και σε ιστοσελίδες που είναι για νέες επιχειρήσεις, όπως το  Startup Greece, με το οποίο έχουμε άριστη συνεργασία, ώστε ακριβώς να δώσουμε κάποια εφόδια στο νέο επιχειρηματία να κάνει κοστολόγηση στα προϊόντα του.

Από την εμπειρία σας, τι προβλήματα αντιμετωπίζουν συχνότερα οι startups;

Σήμερα το περιβάλλον είναι αρκετά εχθρικό και είναι δύσκολο κάποιος να ξεκινήσει και το βίωσα και εγώ στην αρχή διότι ήρθα και από άλλη χώρα.Έζησα για χρόνια στην Ολλανδία, όπου τα πράγματα γίνονταν πιο εύκολα. Γενικότερα για τις νεοσύστατες επιχειρήσεις -και αυτό το βλέπω κυρίως από το Orange Grove όπου έχουμε επιχειρήσεις που μπορεί να μην υπήρχανε καν χωρίς αυτό το πρόγραμμα- υπάρχει έλλειψη σε κεφάλαια επιβίωσης. Μπορεί δηλαδή να είναι ένα ποσό 10.000 ευρώ για ένα χρόνο, ώστε ο επιχειρηματίας να μην χρειάζεται να έχει άλλες δύο δουλειές για να μπορεί να δουλέψει πάνω στην ιδέα του. Αυτό το πράγμα είναι κάτι που λείπει.

Το δεύτερο είναι ότι το ξεκίνημα κάθε επιχείρησης έχει πολλά κόστη. Δηλαδή χωρίς να γνωρίζεις καν αν θα πετύχεις ή όχι ξαφνικά σου έρχεται το επιμελητήριο, σου έρχεται το ΤΕΒΕ, και λένε “δώσε μου 500 ευρώ εμένα, 200 ευρώ σε εμένα”. Μόνο 150 με 300 ευρώ θέλει ο λογιστής κάθε μήνα ειδικά αν έχεις μία εταιρική μορφή. Αυτά λοιπόν για μία επιχείρηση, η οποία δεν έχει βγάλει ακόμη ούτε ένα ευρώ, είναι υψηλά ως κόστη.

Εγώ σε αυτήν την περίπτωση θα πρότεινα να υπάρχει μία μεταβατική περίοδος διάρκειας δύο έως τριών ετών που μία επιχείρηση αντιλαμβάνεται αν έχει πιθανότητες επιβίωσης ή όχι, κατά τη διάρκεια της οποίας θα πληρώνει κάποιος μόνο τις ασφαλιστικές του εισφορές για περίθαλψη υγείας κτλ. Αυτό θα του μείωνε κατά το ήμισυ το κόστος για τον ΟΑΕΕ. Θα μπορούσε να υπάρχει και μία απαλλαγή εισφορών για 2-3 χρονιές στα επιμελητήρια. Συν τοις άλλης θα έλεγα να δωθούν φορολογικά κίνητρα σε αυτόν που θα απασχολεί ανθρώπους, από την αρχή και από την πρώτη μέρα.

Πως καταλήξατε στην Ολλανδία και τι κάνατε εκεί;

Ο πατέρας μου ήταν επιχειρηματίας, ασχολείτο με γεωργικά μηχανήματα. Οι δικές μου οι σπουδές ήταν Διοίκηση Επιχειρήσεων και Δημοσιογραφία επίσης, τις οποίες τις έκανα όλες στην Ολλανδία και έχω και ένα μεταπτυχιακό το οποίο το πήρα από το Nottingham Trent University και αυτό πάνω στην Διοίκηση επιχειρήσεων. Στην Ολλανδία έμεινα από το 1996 έως και το 2009.  Εκεί εργάστηκα, στην αρχή έκανα ό,τι δουλειά μπορείτε να φανταστείτε, part-time δουλειές παράλληλα με τις σπουδές. Έχω δουλέψει στα McDonald’s, σε εστιατόρια, σε εργοστάσια παραγωγής, σε τυπογραφεία, στο ταχυδρομείο και ούτω καθεξής. Και ήταν τρομερά μεγάλη εμπειρία που ακόμη και σήμερα την χρησιμοποιώ, διότι είδα περισσότερους κλάδους, ήμουν στην πρώτη γραμμή της δουλειάς και σήμερα απαιτείται πάλι να πάω στην πρώτη γραμμή και να καταλαβαίνω και την ψυχολογία του εργαζόμενου σε μία γραμμή παραγωγής. Την ξέρω λοιπόν από μέσα γιατί την πέρασα και εγώ.  Με βοηθάει πολύ αυτό στη δουλειά μου.

Στην Ολλανδία η πρώτη μου σοβαρή δουλειά ήταν στην Rabo Bank, ενώ εργάστηκα και στην ολλανδική εφορία και εκεί ήμουν ουσιαστικά όλα τα τελευταία χρόνια, μέχρι που έφυγα.

Και η δημοσιογραφία;

Πάντα μου άρεσε η δημοσιογραφία και η επικοινωνία και με ενδιαφέρει και ακόμα. Ενημερώνομαι πάρα πολύ, διαβάζω όσες περισσότερες εφημερίδες μπορώ μέσα στη μέρα για να γνωρίζω το τι συμβαίνει. Με βοηθάει και στη δουλειά και σε πολλά πράγματα ακόμη.

Πως προέκυψε λοιπόν η επιστροφή στην Ελλάδα;

Είχε μεγάλο ρίσκο η επιστροφή μας, διότι γυρίσαμε πάνω στην έναρξη της κρίσης και υπήρχε και τρομερή αμφιβολία για το τι θα γίνει στη χώρα. Δεν σας κρύβω ότι τότε ειδικά πήγαινα στο άγνωστο και δεν ήξερα καν αν αυτό που κάνω θα έχει και ζήτηση, δηλαδή αν θα θέλει κάποιος μέσα στην κρίση να κάνει κοστολόγηση. Και δεν ήξερα αν κάποια χρήματα που επένδυσα θα τα έπαιρνα πίσω. Ήταν ρίσκο διότι δεν υπήρχανε και άλλα χρήματα.

Πήρα το ρίσκο επειδή ίσως δεν υπήρχε και εναλλακτική. Θα ήθελα καλύτερα να βρω μια δουλειά πρώτα να μάθω και λίγο την Αθήνα, την ελληνική νοοτροπία. Είχα όμως μια πίστη μέσα μου ότι αυτό θα πετύχει, επιμονή, υπομονή. Και έτσι αυτά με κράτησαν και θεωρώ πως ανταμείφθηκα.

Πως ξεκίνησε η συνεργασία σας με το με το Orange Grove;

Πριν από ενάμιση χρόνο με κάλεσε ο Πρέσβης της Ολλανδίας, κ. Γιαν Φερστέιχ, και μου είπε πως είχε τη σκέψη να φτιάξει κάτι για τη νεολαία που να έχει θετικό αντίκτυπο. Και μου ζήτησε να πω την άποψη μου για το τι μπορεί να συναντήσουμε ως εμπόδιο και κάπως έτσι ξεκίνησε το Orange Grove. Κάθισα και έγραψα το business plan και με αυτό το σχέδιο ουσιαστικά ο πρέσβης ξεκίνησε τον αγώνα να πάρει την έγκριση από την ολλανδική Βουλή, που ήταν το πρώτο βήμα.

Το δεύτερο ήταν η χρηματοδότηση, γιατί στην αρχή λεφτά δεν υπήρχαν. Και ευτυχώς είχαμε άμεση ανταπόκριση από την Αθηναϊκή Ζυθοποιία και αυτό μας έδωσε “φτερά”. Μάλιστα ο πρέσβης όταν γύρισε μας είπε έχω ένα καλό νέο και ένα κακό. Του είπαμε να ξεκινήσει με το καλό. Το καλό είναι ότι μας δίνει τα μισά λεφτά το κακό είναι ότι πρέπει να κάνουμε πολλά πράγματα σε μικρό χρονικό διάστημα.

Στην αρχή επέμενα να το κάνουμε ένα χρόνο αργότερα, δηλαδή να ξεκινήσουμε τον Σεπτέμβριο του 2014, ώστε να το προετοιμάσουμε καλύτερα, αλλά ο πρέσβης έβαλε μία “κόκκινη γραμμή” και ξεκινήσαμε τελικά τον Σεπτέμβριο του 2013. Και αποδείχτηκε ότι όχι μόνο ήταν σωστή απόφαση, αλλά είχε και τρομέρη επιτυχία. Πρώτον αποδείξαμε ότι κάτι μπορεί να γίνει σε σύντομο χρονικό διάστημα και να είναι και αξιόλογο. Το δεύτερο είναι ότι πετυχαμε ένα μομέντουμ συγκεκριμένο, το οποίο αν δεν το είχαμε εκμεταλλευτεί τότε, μπορεί η επόμενη χρονιά να μην μας δημιουργούσε αυτές τις προϋποθέσεις να το κάνουμε. Μπορεί στο τέλος να μην γινότανε όλο το πρότζεκ, άρα είχε δίκιο ο πρέσβης.

Από εκεί και πέρα, εγώ όντας από τα ιδρυτικά μέλη του εγχειρήματος και επειδή το πιστεύω ως πρότζεκτ, παρέμεινα και ως μέντορας σε startups και έκανα την κοστολόγηση σε όλες σχεδόν τις startups που πέρασαν στο Orange Grove με τη Costwise.

Τι κοιτάτε σε μία νέα επιχείρηση στο Orange Grove;

Η φιλοσοφία δεν είναι να κρίνουμε εμείς την ιδέα. Αλλά να κρίνουμε πόσο παθιασμένος είναι ένας νέος επιχειρηματίας, το πόσο πιστεύει σε αυτό που θέλει να κάνει, πόσο αφοσιωμένος είναι σε αυτό. Από εκεί και πέρα, εάν έχει τη διάθεση να το κάνει, εμείς είμαστε συμπαραστάτες του, αυτή είναι η λογική μας.

Δεν κρίνουμε την ιδέα, αλλά τον επιχειρηματία και το business plan, δηλαδή αν έχει σχέδιο. Και σίγουρα σε κάποιες επιχειρήσεις που δεν είχανε το σχέδιο, αλλά είχανε μία ιδέα στο πως θα είναι αυτό το σχέδιο, τους εντάξαμε στο Orange Grove με τη προϋποθεση να μας φέρουν μέσα στους επόμενους τρεις μήνες ένα σχέδιο. Φυσικά κάναμε και το Boot Camp, όπου διδάξανε και διδάσκουν ακόμη καθηγητές και από το Πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ, και από το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και από διάφορα Πανεπιστήμια. Και τους δίδαξαν πώς να κάνεις ένα business plan, τι να προσέχεις στην ιδέα σου, τι να μην ξεχνάς κτλ. Αυτά είναι μαθήματα που έγιναν στο ενδιάμεσο και απαιτήσαμε σε αυτές τις εταιρείες να μας δώσουν ένα business plan προσφέροντας όμως και τη διδασκαλία για το πώς κάνεις business plan.

Ποιες είναι οι συμβουλές που δίνετε σε παιδιά που ξεκινούν τώρα το Orange Grove;

Το πρώτο που τους συμβουλεύω είναι να τολμάνε να χρεώνουνε τους πελάτες τους, γιατί ο επιχειρηματίας που ξεκινάει διστάζει να χρεώσει κάτι επειδή για την ατομική του κατάσταση τα 100 ευρώ μπορεί να φαντάζουν πολλά. Η υπηρεσία, όμως, που παρέχει έχει μία αξία και ένα κόστος, το οποίο το παραβλέπουν. Πολλοί λένε «δεν θα βάλω μισθό για μένα γιατί το κάνω για μένα». Αυτό, όμως, σημαίνει ότι βάζεις μία ημερομηνία λήξης στην δραστηριοποίηση σου. Αν δεν βγάζεις χρήματα για να ζεις από αυτό που κάνεις, κάποια στιγμή δεν θα μπορείς να συνεχίσεις να το κάνεις.

Το δεύτερο είναι ότι πρέπει να είναι ξεκάθαροι στο ότι κάνουνε, δηλαδή το value proposition προς τους πελάτες τους να το αντιλαμβάνεται ακόμη και μία γιαγιά σε κάποιο χωριό. Να μπορούνε να λένε τι ακριβώς κάνουν με τέτοιο απλό τρόπο και να είναι ξεκάθαρο για τους άλλους, γιατί η απλότητα σε πολλά πράγματα είναι η συνταγή της επιτυχίας. Εάν καταφέρεις να πείσεις τον άλλον και να του εξηγήσεις με απλά λόγια να καταλάβει τι κάνεις, τότε θα έχεις μεγαλύτερο κοινό πελατών απ’ ότι όταν το καταλαβαίνουν λιγότεροι. Διότι σίγουρα αυτός που δεν καταλαβαίνει τι κάνεις δεν πρόκειται να αγοράσει κάτι, επομένως μειώνεις και την πίτα.

Και το τρίτο που τους συμβουλεύω είναι να μην αποθαρρύνονται. Πολλές φορές μπορεί να κάνεις μία προσπάθεια, να είσαι πάρα πολύ κοντά στην επιτυχία και να αποθαρρυνθείς μία μέρα πριν ή ένα μήνα πριν. Θέλει μια επιμονή εφόσον το πιστεύεις αυτό που κάνεις. Χτίσε το σωστά, φυσικά πάρε συμβουλές από όπου μπορείς, και επέμενε εκεί, γιατί η επιτυχία έρχεται σε ανύποπτο χρονικό διάστημα.