Ρωσία και Σαουδική Αραβία τραβούν το σχοινί: Ο ακήρυχτος πόλεμος που γκρεμίζει τις τιμές

Ρωσία και Σαουδική Αραβία τραβούν το σχοινί: Ο ακήρυχτος πόλεμος που γκρεμίζει τις τιμές
epa07969402 President and CEO of Saudi Aramco Amin Nasser (L) and Aramco chairman Yasir al-Rumayyan attend a press conference to announce an initial public offering of the state oil producer, in Dhahran, Saudi Arabia, 03 November 2019. According to media reports Saudi Arabia said it has approved plans for the state-owned oil producer Saudi Aramco to go public on the Saudi stock exchange Tadawul on 11 December 2019. EPA/STRINGER Photo: ΑΠΕ-ΜΠΕ
Aκόμη και 20 δολάρια το βαρέλι μπορεί να φτάσει η τιμή του πετρελαίου.

Η «βουτιά» των διεθνών τιμών του πετρελαίου κατά 10%, την Παρασκευή, φαίνεται ότι ήταν μόνο η αρχή μιας μεγάλης πτώσης καθώς οι τιμές κατέρρευσαν έως και 30% μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα από το άνοιγμα των αγορών την Κυριακή το απόγευμα.

Η Σαουδική Αραβία ξεκίνησε έναν επιθετικό πόλεμο τιμών το Σαββατοκύριακο, οδηγώντας το αργό στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων τεσσάρων ετών.

Η Σαουδική Αραβία κήρυξε «πόλεμο» κατά της Ρωσίας στη διεθνή αγορά πετρελαίου, προχωρώντας σε μεγάλη αύξηση της παραγωγής, αλλά και στην παροχή τεράστιων εκπτώσεων στους πελάτες της Saudi Aramco, με στόχο να αυξήσει δυναμικά τα μερίδια αγοράς της, πρωτίστως εις βάρος των Ρώσων.

Τα δεδομένα άλλαξαν άρδην την Παρασκευή, όταν η Ρωσία αρνήθηκε να συναινέσει στην πρόταση του ΟΠΕΚ για πρόσθετη μείωση της παραγωγής κατά 1,5 εκατ. βαρέλια ημερησίως, σε μια προσπάθεια ενίσχυσης των τιμών, καθώς η επιδημία του Covid-19 «φρενάρει» την παγκόσμια ανάπτυξη, μειώνοντας δραματικά τη ζήτηση για καύσιμα.

Η κατάρρευση της συμμαχίας ΟΠΕΚ αφήνει τις πετρελαϊκές αγορές στο έλεος ενός πολέμου τιμών. Η Σαουδική Αραβία –ο μεγαλύτερος εξαγωγέας πετρελαίου στον κόσμο- φέρεται να σχεδιάζει από τον Απρίλιο την αύξηση της παραγωγής αργού σημαντικά πάνω από τα δέκα εκατ. βαρέλια ημερησίως, μειώνοντας ταυτόχρονα τις επίσημες τιμές πώλησης προς όλους του πελάτες του Ριάντ, όπως ανέφεραν στο Reuters ανώνυμες πηγές.

Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, ο κρατικός πετρελαϊκός κολοσσός Aramco θα αυξήσει την παραγωγή αργού μετά την εκπνοή της υφιστάμενης συμφωνίας ποσοστώσεων μεταξύ της συμμαχίας ΟΠΕΚ, στα τέλη Μαρτίου. Η παραγωγή του Απριλίου αναμένεται να αυξηθεί στα 11 εκατ. βαρέλια ημερησίως από 9,7 εκατ. βαρέλια τους τελευταίους μήνες.
Αναλυτές και παράγοντες της αγοράς εκφράζουν ανησυχίες για ακόμη μεγαλύτερη κατρακύλα του πετρελαίου, καθώς οι χώρες εντός και εκτός ΟΠΕΚ προετοιμάζονται για πόλεμο, σε μια ξαφνική στροφή 180 μοιρών από τις προηγούμενες προσπάθειες στήριξης των τιμών.

«Έρχεται ένα σενάριο πετρελαίου στα 20 δολάρια το βαρέλι», επισημαίνει ο Αλί Κεντερί, πρώην σύμβουλος Μέσης Ανατολής στην Exxon Mobil και νυν διευθύνων σύμβουλος στην Dragoman Ventures. «Οι γεωπολιτικές επιπτώσεις τεράστιες. Ταυτόχρονα όμως ισχυρό στήριγμα για τις χώρες που εισάγουν καύσιμα», αναφέρει σε ανάρτησή του στο Twitter.

Οι κινήσεις αυτές αποτελούν την απάντηση της Σαουδικής Αραβίας στην άρνηση των Ρώσων να εφαρμοσθεί η πρόταση του ΟΠΕΚ για μείωση της παραγωγής κατά 1 εκατ. βαρέλια από τα μέλη του και κατά 500.000 βαρέλια από τις χώρες εκτός ΟΠΕΚ που συμμετέχουν στο ΟΠΕΚ+.

Βεβαίως όλες αυτές οι εξελίξεις στην πτώση της τιμής του πετρελαίου ξεκίνησαν από τη σημαντική επιβράδυνση της κινεζικής οικονομίας, που δοκιμάζεται από την εξάπλωση του νέου κορωνοϊού. Η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος αγοραστής πετρελαίου παγκοσμίως και από τη στιγμή που κατεβάζει απότομα ταχύτητα έχοντας προσβληθεί από τον ιό, η αγορά πετρελαίου υποφέρει.

Από τις αρχές του έτους, οι τιμές του πετρελαίου έχουν χάσει πάνω από το ήμισυ της αξίας τους. Με τις προηγούμενες συμφωνίες του ΟΠΕΚ+ για τις ποσοστώσεις να εκπνέουν τέλη Μαρτίου, η Σαουδική Αραβία μπορεί θεωρητικά να αντλήσει όσο πετρέλαιο θέλει –έως και τη μέγιστη παραγωγική της δυναμικότητα στα 12,5 εκατ. βαρέλια ημερησίως. Και ο Ρώσος υπουργός Ενέργειας, Αλεξάντερ Νόβακ, πέταξε την Παρασκευή το γάντι, δηλώνοντας ότι «από 1ης Απριλίου, εργαζόμαστε χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη τις ποσοστώσεις ή μειώσεις που ήταν έως τώρα σε ισχύ», για να προσθέσει ότι «αυτό δεν σημαίνει ότι κάθε χώρα δεν θα παρακολουθεί και αναλύει τις εξελίξεις στην αγορά».