Ρουμπινί: Το «brand» των ΗΠΑ έχει υποστεί σοβαρή ζημιά και αυτό θα έχει συνέπειες
- 30/05/2025, 11:21
- SHARE

Πως το «brand» των Ηνωμένων Πολιτειών έχει υποστεί σοβαρή ζημιά εξαιτίας των πολιτικών και των αποφάσεων της σημερινής διοίκησης, επισημαίνει ο οικονομολόγος Νουριέλ Ρουμπινί, ισχυριζόμενος πως αυτή η φθορά δεν είναι απλώς ζήτημα εικόνας, αλλά αναμένεται να φέρει σημαντικές συνέπειες σε οικονομικό και γεωπολιτικό επίπεδο.
«Από τότε που εξελέγη ο Ντόναλντ Τραμπ πρόεδρος των ΗΠΑ, έχω υποστηρίξει ότι τουλάχιστον κάποιες από τις πολιτικές του θα οδηγήσουν, με την πάροδο του χρόνου, σε υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης και χαμηλότερο πληθωρισμό. Αυτό ισχύει για την υποστήριξή του στην καινοτομία στον τομέα της τεχνολογίας, την απορρύθμιση, τη μείωση των φορολογικών συντελεστών στην εργασία και στις επιχειρήσεις, την ενίσχυση της παραγωγής ενέργειας και τις περικοπές σε σπάταλες δημόσιες δαπάνες» αναφέρει ο Ρουμπινί. Ωστόσο, «άλλες πολιτικές του Τραμπ είναι στασιμοπληθωριστικές» συμπληρώνει.
Ο προστατευτισμός και οι δασμοί θα επιβραδύνουν την ανάπτυξη και θα αυξήσουν τις τιμές, όπως επίσης και η καταστολή της μετανάστευσης, οι περικοπές στη χρηματοδότηση επιστημονικής έρευνας, οι επιθέσεις στα ακαδημαϊκά ιδρύματα, η υποστήριξη για μη χρηματοδοτούμενα δημοσιονομικά ελλείμματα, οι απειλές κατά της ανεξαρτησίας της Ομοσπονδιακής Τράπεζας (Fed), οι άναρχες προσπάθειες αποδυνάμωσης του δολαρίου, οι επιθέσεις στο κράτος δικαίου και η διεφθαρμένη συμπεριφορά. Το «brand» των ΗΠΑ έχει υποστεί σοβαρή ζημιά και αυτό θα έχει συνέπειες.
Ωστόσο, σημειώνει ο οικονομολόγος, «εκτιμώ ότι η πειθαρχία των αγορών (ιδίως από τους λεγόμενους “τιμωρούς των ομολόγων”) και η εξακολουθητική ανεξαρτησία της Fed θα περιορίσουν αυτές τις στασιμοπληθωριστικές πολιτικές, δίνοντας το πλεονέκτημα στους πιο μετριοπαθείς οικονομικούς συμβούλους του Τραμπ και οδηγώντας σε αποκλιμάκωση των εμπορικών εντάσεων μέσω διαπραγματεύσεων. Αυτό ακριβώς συνέβη. Και τώρα που οι Ρεπουμπλικάνοι του Κογκρέσου διαπραγματεύονται ένα νέο δημοσιονομικό νομοσχέδιο που θα αυξήσει περαιτέρω τα ελλείμματα και το χρέος, η πίεση από τις αγορές (μέσω της ανόδου των μακροπρόθεσμων αποδόσεων ομολόγων) θα αυξηθεί. Ο Τραμπ μπορεί είτε να αλλάξει πορεία είτε να αντιμετωπίσει μια απότομη αύξηση των επιτοκίων, που θα προκαλέσει μια πολιτικά επιζήμια ύφεση».
Αξίζει να θυμηθούμε ότι οι πρώτες επιθέσεις του Τραμπ στην ανεξαρτησία της Fed του γύρισαν μπούμερανγκ. Οι μετοχές στις ΗΠΑ βυθίστηκαν, οι αποδόσεις των ομολόγων εκτοξεύτηκαν, και ο Τραμπ σταμάτησε να απειλεί ότι θα απολύσει τον πρόεδρο της Fed, Τζερόμ Πάουελ. Αν και θα μπορέσει να τον αντικαταστήσει το 2026, η Fed θα παραμείνει ανεξάρτητη, διότι ο πρόεδρός της είναι primus inter pares (πρώτος μεταξύ ίσων) και όχι απόλυτος μονάρχης. Η συνολική στάση της Ομοσπονδιακής Επιτροπής Ανοιχτής Αγοράς (FOMC) εξακολουθεί να αντικατοπτρίζει τις απόψεις όλων των μελών του διοικητικού συμβουλίου.
Προς το παρόν, ο Πάουελ κάνει χάρη στον Τραμπ μη μειώνοντας τα επιτόκια. Η Fed «αγκυροβολεί» αξιόπιστα τις πληθωριστικές προσδοκίες απέναντι στις πιέσεις στις τιμές λόγω των δασμών. Αποφεύγοντας να προχωρήσει τώρα σε μειώσεις επιτοκίων, διατηρεί το περιθώριο να τις εφαρμόσει αργότερα, όταν η οικονομία εξασθενήσει προς το τέλος του έτους. Ο Τραμπ δεν έχει κανέναν λόγο να επιτεθεί στον Πάουελ, πέρα από το να τον παρουσιάσει ως αποδιοπομπαίο τράγο για μια ενδεχόμενη ύφεση που ο ίδιος προκάλεσε (όπως θα κατηγορήσει και τον πρόεδρο της Κίνας, Σι Τζινπίνγκ, για τον πληθωρισμό).
Σύμφωνα με τον Ρουμπινί, οι περιορισμοί της κυβέρνησης στη μετανάστευση και συνεπώς στην προσφορά εργασίας θα έχουν επίσης τα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Η περίοδος 2023-24 έφερε ισχυρή ανάπτυξη και πτώση του πληθωρισμού χάρη στην αυξημένη προσφορά εργασίας μέσω της μετανάστευσης (εν μέρει παράτυπης). Σε μια σφιχτή αγορά εργασίας, πολιτικές που μειώνουν την προσφορά εργατικού δυναμικού θα αυξήσουν τους μισθούς και τον πληθωρισμό, πλήττοντας την οικονομία και τη δημοτικότητα του Τραμπ (όπως ο πληθωρισμός της πανδημίας έπληξε τον Τζο Μπάιντεν).
Οι Ηνωμένες Πολιτείες χρειάζονται μια σταθερή ροή (κατά προτίμηση νόμιμων) μεταναστών. Ο Τραμπ έχει ήδη ταχθεί υπέρ του Έλον Μασκ στο ζήτημα των θεωρήσεων H-1B για εξειδικευμένους εργαζόμενους (ένα πρόγραμμα στο οποίο βασίζεται η Σίλικον Βάλεϊ). Αντιτιθέμενος στη ντόπια εθνικιστική του βάση, απέδειξε ότι δεν αγνοεί πλήρως την ανάγκη προσέλκυσης ξένων ταλέντων. Παρά τη γενικότερη ζημιά που προκαλεί στο αμερικανικό brand, η Αμερική παραμένει ο κορυφαίος προορισμός για το ανώτατο 10% των επιστημόνων και των επιχειρηματιών παγκοσμίως, χάρη στις αποδοχές που είναι τρεις έως πέντε φορές υψηλότερες από ό,τι αλλού.
Ωστόσο, η περικοπή στη χρηματοδότηση της έρευνας και η ενίσχυση της διαρροής εγκεφάλων δεν συνάδουν με τη διατήρηση της αμερικανικής κυριαρχίας στην τεχνητή νοημοσύνη και σε άλλες τεχνολογίες του μέλλοντος. Και εδώ, η αντίδραση των βιομηχανιών και η πειθαρχία των αγορών θα ενισχύσουν τους πιο ψύχραιμους συμβούλους του Τραμπ. Επιπλέον, οι αυξανόμενες προσφυγές κατά των απελάσεων της κυβέρνησης ενδέχεται να την αναγκάσουν να υιοθετήσει πιο λογικές μεταναστευτικές πολιτικές. Διαφορετικά, η πειθαρχία των αγορών θα επιβληθεί ξανά αμείλικτα.
Όπως επισημαίνει ο οικονομολόγος, οι προσπάθειες της κυβέρνησης Τραμπ να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα των ΗΠΑ και να μειώσει το εμπορικό έλλειμμα μέσω ενός ασθενέστερου δολαρίου πιθανότατα θα έχουν και αυτές τα αντίθετα αποτελέσματα. Όταν οι “δασμοί της Ημέρας Απελευθέρωσης” της 2ας Απριλίου, οι απειλές αποπομπής του Πάουελ και η προσδοκία μεγαλύτερων δημοσιονομικών ελλειμμάτων οδήγησαν σε πτώση του δολαρίου, ακολούθησε απότομη διόρθωση στις μετοχές, αύξηση των αποδόσεων των ομολόγων και διεύρυνση των spreads. Ο Τραμπ υποχώρησε στους δασμούς και στον Πάουελ, και η ίδια πειθαρχία θα επιβάλει και τη δημοσιονομική προσαρμογή – όπως έχουμε δει σε άλλες ανεπτυγμένες και αναδυόμενες οικονομίες τα τελευταία χρόνια.
Η ιδέα μιας Συμφωνίας του Μαρ-α-Λάγκο για την οργανωμένη αποδυνάμωση του δολαρίου είναι υπερβολική, αν όχι παράλογη. Κύριοι εμπορικοί εταίροι, με πρώτη την Κίνα, δεν θα συμμετάσχουν ποτέ, ενώ ακόμα και οι σύμμαχοι των ΗΠΑ θα αντιδράσουν. Όσο περισσότερο οι αγορές περιμένουν μια αιφνίδια υποτίμηση του δολαρίου, τόσο πιο έντονα θα αυξάνονται οι αποδόσεις των ομολόγων. Οι προτάσεις για τη μετατροπή των βραχυπρόθεσμων ομολόγων που κατέχουν μη κάτοικοι σε μακροπρόθεσμα δεν θα λειτουργούσαν ούτε θεωρητικά, πόσο μάλλον στην πράξη. Η αποδυνάμωση του δολαρίου μέσω περιορισμών στις κεφαλαιακές εισροές, με τη μορφή ενός φόρου στα ξένα χαρτοφυλάκια ομολόγων, θα αυξήσει σχεδόν σίγουρα τα μακροπρόθεσμα επιτόκια και θα αποδυναμώσει την οικονομία. Οι αγορές δεν θα επιτρέψουν για πολύ τέτοιες μη βιώσιμες πολιτικές.
Τέλος, παρότι η επίθεση της κυβέρνησης Τραμπ στο κράτος δικαίου υπήρξε ιδιαίτερα επιθετική, οι δημοκρατικοί θεσμοί των ΗΠΑ – ξεκινώντας από τα ανεξάρτητα δικαστήρια και τους δικαστές – και η κοινωνία των πολιτών παραμένουν ισχυροί και θα μπορέσουν να συγκρατήσουν τις πιο ακραίες πολιτικές. Και πάλι, δεν πρέπει να υποτιμηθεί η δύναμη της πειθαρχίας των αγορών. Σε άλλες χώρες – όπως η Τουρκία – όπου αυταρχικοί ηγέτες υπονόμευσαν το κράτος δικαίου, οι αντιδράσεις των αγορών ήταν αμείλικτες.
Εν κατακλείδι, σύμφωνα με τον Ρουμπινί, «είτε ο Τραμπ θα υποχωρήσει από τις στασιμοπληθωριστικές του πολιτικές για να επικεντρωθεί σε μέτρα ενίσχυσης της ανάπτυξης, είτε οι χρηματοοικονομικές πιέσεις και μια ύφεση θα οδηγήσουν τους Ρεπουμπλικάνους σε ήττα στις ενδιάμεσες εκλογές του 2026. Ας ελπίσουμε ότι ο Τραμπ θα ακούσει τις αγορές και θα σταματήσει να ενεργεί με βάση τα χειρότερα ένστικτά του. Πρέπει να αναγνωρίσει ότι οι τεχνολογικές καινοτομίες που προέρχονται από τις ΗΠΑ μπορούν να ενισχύσουν σημαντικά τη δυνητική ανάπτυξη της χώρας. Το μόνο που χρειάζεται είναι να μην μπαίνει ο ίδιος εμπόδιο στον εαυτό του».