Scope Ratings: Πώς η Ελλάδα «θωρακίζει» το δημόσιο χρέος της – Πού οφείλεται η σημερινή ευνοϊκή δομή
- 18/06/2025, 15:54
- SHARE

Προς το 125% του ΑΕΠ έως το 2030 εκτιμάται ότι θα υποχωρήσει το ελληνικό δημόσιο χρέος, από 153,6% το 2024 και 210% το 2020, σύμφωνα με την Scope Ratings. Αντίθετα, το ιταλικό χρέος αναμένεται να κινηθεί ανοδικά, φτάνοντας στο 137% του ΑΕΠ από 135% σήμερα, καταγράφοντας αντίρροπη πορεία. Η Ελλάδα, λοιπόν, όχι μόνο αποκλιμακώνει ταχύτερα τον δείκτη χρέους, αλλά προβάλλει ως θετικό παράδειγμα δημοσιονομικής προσαρμογής στην Ευρωζώνη.
Η σημερινή ευνοϊκή δομή του ελληνικού χρέους –με μέση διάρκεια 18,9 έτη και χαμηλό κόστος εξυπηρέτησης (2,3% του ΑΕΠ)– οφείλεται κατά κύριο λόγο στα δάνεια του επίσημου τομέα (ESM, EFSF), τα οποία καλύπτουν το 73% του συνόλου. Όμως, η Scope επισημαίνει ότι η ίδια αυτή δομή αποτελεί τροχοπέδη για την εμβάθυνση των εγχώριων κεφαλαιαγορών και την ενίσχυση της ρευστότητας στη δευτερογενή αγορά ομολόγων.
Η Ελλάδα έχει ήδη ξεκινήσει πρόωρες αποπληρωμές των παλαιών δανείων του ΔΝΤ και του πρώτου μνημονίου. Τον Μάιο 2025, ανακοίνωσε την πρόθεσή της να αποπληρώσει το υπόλοιπο ποσό των 31,6 δισ. ευρώ της διμερούς βοήθειας (GLF) έως το 2031 – δέκα χρόνια νωρίτερα από τον προβλεπόμενο ορίζοντα. Η στρατηγική αυτή μειώνει τον κίνδυνο αναχρηματοδότησης μετά το 2032 και ενισχύει την αξιοπιστία του προφίλ χρέους.
Ωστόσο, για να διασφαλιστεί η μακροχρόνια βιωσιμότητα, η Scope τονίζει ότι η Ελλάδα πρέπει να μετατοπίσει σταδιακά τη χρηματοδότηση από τον επίσημο τομέα προς τις αγορές. Η δημιουργία μιας «ζωντανής» αγοράς διαπραγματεύσιμων τίτλων –ακόμη κι αν συνεπάγεται μεγαλύτερη έκθεση σε επενδυτές με πιο ευμετάβλητη συμπεριφορά– κρίνεται απαραίτητη. Θα προσφέρει καλύτερα σημεία αναφοράς για την τιμολόγηση εταιρικών και τραπεζικών τίτλων, διευκολύνοντας την πρόσβαση των επιχειρήσεων στη ρευστότητα.
Σε αυτό το σημείο, η Ιταλία προσφέρει ένα διαφορετικό μοντέλο: αν και έχει υψηλότερο κόστος εξυπηρέτησης (3,9% του ΑΕΠ) και μικρότερη διάρκεια χρέους (7 έτη), διαθέτει μια ευρεία βάση εγχώριων επενδυτών και εξαιρετικά ρευστή δευτερογενή αγορά. Η σύγκριση αναδεικνύει το έλλειμμα συμμετοχής του εγχώριου ιδιωτικού τομέα στην ελληνική αγορά χρέους – γεγονός που διαφοροποιεί τη στρατηγική ανθεκτικότητας των δύο χωρών.
Η Scope υπογραμμίζει πως, ενώ η Ελλάδα επωφελείται από ισχυρή ονομαστική ανάπτυξη και διατηρήσιμα πρωτογενή πλεονάσματα, οι εξωτερικές κρίσεις και πιθανή επιβράδυνση της δημοσιονομικής προσαρμογής ενδέχεται να ανακόψουν τη θετική δυναμική. Γι’ αυτό, η ενίσχυση της αγοράς ομολόγων αποτελεί το κρίσιμο επόμενο βήμα. Η μετάβαση προς μια πιο βιώσιμη και πλήρως λειτουργική κεφαλαιαγορά δεν είναι απλώς επιθυμητή – είναι αναγκαία.