ΣΕΤΕ: Η ανάπτυξη θα έρθει μόνο μέσα από συνέργειες και συνεργασίες

ΣΕΤΕ: Η ανάπτυξη θα έρθει μόνο μέσα από συνέργειες και συνεργασίες

Πάνω από 30 εκατομμύρια τουρίστες επισκέφτηκαν τη χώρα μας μέσα στο 2018 και οι ενδείξεις για το 2019 είναι θετικές.

Ανάπτυξη του εγχώριου τουριστικού προϊόντος μέσω συνεργιών βλέπει ο Πρόεδρος του ΣΕΤΕ, Γιάννης Ρέτσος λέγοντας χαρακτηριστικά πως ο τουρισμός είναι υπόθεση των πολλών και όχι των λίγων. Όπως ανέφερε στη συνέντευξη Τύπου που πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη σε κεντρικό ξενοδοχείο της Αθήνας, μπορεί η δυναμική της Ελλάδας να συνεχίζεται, όμως ο πήχης έχει ανέβει ακόμη πιο ψηλά και οι προκλήσεις είναι μεγαλύτερες.

Κάνοντας έναν απολογισμό της χρονιάς που φεύγει, τόνισε ότι μέσα στο 2018 επισκέφτηκαν τη χώρα μας περισσότεροι από 30 εκατ. τουρίστες (σχεδόν 33 εκατ. μαζί με τις αφίξεις επισκεπτών από κρουαζιέρα), ενώ οι άμεσες ταξιδιωτικές εισπράξεις κινήθηκαν κοντά στα 16 δισ. Ευρώ.

Στους στόχους του ΣΕΤΕ για το 2019, παραμένουν η αναβάθμιση της ποιότητας του προϊόντος, που επιτυγχάνεται με τη διασύνδεση του τουρισμού με τον αγροδιατροφικό τομέα και τον πολιτισμό, καθώς και με την αναβάθμιση των παρεχόμενων υπηρεσιών που είναι απόλυτα συνδεδεμένη με τον ανθρώπινο παράγοντα. Περισσότερες και καλύτερες θέσεις εργασίας, εκπαίδευση και κατάρτιση για εργαζόμενους και επιχειρηματίες µικρών και µεσαίων επιχειρήσεων, εξακολουθούν και είναι στις κεντρικές προτεραιότητες.

SETE Press Conference - infographic 1

«Το συναίσθημα και η ανθρώπινη εμπειρία βρίσκονται στο  επίκεντρο της νέας μας καμπάνιας, καθώς είναι και τα στοιχεία με βάση τα οποία παίρνει σήμερα τις αποφάσεις του ο σύγχρονος ταξιδιώτης. Το 2019 δίνουμε έμφαση στη διαχείριση και την ανάδειξη των προορισμών», δήλωσε ο κ. Ρέτσος.

Εξήγησε ότι πλέον δεν μπορούμε να μιλάμε μόνο για την προβολή ενός προορισμού, αλλά οφείλουμε να αγγίζουμε θέματα ολιστικής βιώσιμης ανάπτυξης και διαχείρισης προορισμών, με απώτερο στόχο την αποφυγή φαινομένων εμπορευματοποίησης του προϊόντος. Δεσμεύτηκε δε ότι ο ΣΕΤΕ θα συνεχίσει παράλληλα τις προσπάθειες για την επίλυση θεσμικών ζητημάτων, που επηρεάζουν εξακολουθητικά τις τουριστικές επιχειρήσεις, όπως:

  1. Η υψηλή φορολογία που έχει αντίκτυπο στην ανταγωνιστικότητα του προϊόντος,
  2. Η ανάγκη δημιουργίας νέου χωροταξικού πλαισίου για τον τουρισμό που θα συνδυάζει ανάπτυξη και αειφορία,
  3. Το ζήτημα των βραχυχρόνιων μισθώσεων που δεν έχει ακόμα επιλυθεί σε επίπεδο φορολογίας και θέσπισης κανόνων λειτουργίας. Αρκετές χώρες και προορισμοί έχουν ρυθμίσει την αγορά και η Ελλάδα πρέπει να παραδειγματιστεί από τις βέλτιστες πρακτικές από το εξωτερικό,
  4. Η ανάγκη θέσπισης κινήτρων για νέο-εισερχόμενους στην αγορά εργασίας προκειμένου να μειωθεί η ανεργία στη χώρα, καθώς και η διατήρηση των ρυθμισμένων σχέσεων εργασίας με έμφαση στον ξενοδοχειακό κλάδο.

Σχολιάζοντας τους υψηλούς φορολογικούς συντελεστές ο κ. Ρέτσος υπογράμμισε την αναγκαιότητα δημιουργίας ενός σταθερού φορολογικού πλαισίου, ικανού να προσελκύσει επενδύσεις και να εξασφαλίσει τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων. «Κατανοούμε ότι βρισκόμαστε σε μια δύσκολη συγκυρία και προσαρμοζόμαστε στα δεδομένα που υπάρχουν. Από την άλλη πλευρά δεν μπορεί ο τουρισμός να έχει φτάσει σε αυτά τα επίπεδα ανάπτυξης και οι επαγγελματίες να λένε ότι αν δεν πάνε τους μισθούς στα 580 ευρώ  θα κλείσουν. Εμείς δεν ενστερνιζόμαστε αυτή την πολιτική».

Πρόσθεσε μάλιστα πως την τελευταία οχταετία οι επιχειρήσεις έμαθαν να επιβιώνουν μέσα στην κρίση και πως πλέον έχουν αποκτήσει τα κατάλληλα εργαλεία για να διαχειριστούν τις καταστάσεις, επομένως οποιαδήποτε οπισθοδρόμηση και έλλειψη αντανακλαστικών συνιστά δικαιολογία.

Τέλος αναγνώρισε πως δεν αρκούν οι επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα για την παροχή ποιοτικών υπηρεσιών και πως χρειάζεται η δέσμευση και υποστήριξη της κεντρικής κυβέρνησης και τοπικής αυτοδιοίκησης, αλλά και ο ενεργός διάλογος με  τους πολίτες. «Αποτελεί προτεραιότητα να καταγραφούν τα ζητήματα και να δρομολογηθούν λύσεις, με την αξιοποίηση διαθέσιμων χρηματοδοτικών μηχανισμών, προς όφελος του ελληνικού τουρισμού και κατ’ επέκταση της εθνικής οικονομίας», κατέληξε.