S&P: Έριξε τη Γαλλία στο Α+ λόγω χρέους – Προειδοποιεί για περαιτέρω υποβάθμιση

S&P: Έριξε τη Γαλλία στο Α+ λόγω χρέους – Προειδοποιεί για περαιτέρω υποβάθμιση
Η «αβεβαιότητα γύρω από τον προϋπολογισμό παραμένει αυξημένη» παρά την κατάθεση του προσχεδίου προϋπολογισμού για το 2025 σημειώνει η S&P για τη Γαλλία

Στην υποβάθμιση του γαλλικού αξιόχρεου προχώρησε η S&P Global Ratings, σε μία ξαφνική ενέργεια, που αποτελεί πλήγμα στην αξιοπιστία της χώρας, την ώρα που μία αποδυναμωμένη κυβέρνηση προσπαθεί με νύχια και με δόντια να περάσει νομοσχέδια, για την αντιμετώπιση του δημόσιου χρέους που έχει διογκωθεί.

Ο οίκος μείωσε τη βαθμολογία της Γαλλίας από ΑΑ- σε Α+ σημειώνοντας ότι η «αβεβαιότητα γύρω από τον προϋπολογισμό παραμένει αυξημένη» παρά την κατάθεση του προσχεδίου προϋπολογισμού για το 2025.

Η υποβάθμιση σημαίνει ότι η Γαλλία έχει χάσει την αξιολόγηση “διπλού A” από δύο από τους τρεις μεγάλους οίκους αξιολόγησης μέσα σε λίγο περισσότερο από έναν μήνα, γεγονός που ενδέχεται να αναγκάσει ορισμένα επενδυτικά ταμεία με αυστηρά κριτήρια να πουλήσουν γαλλικά ομόλογα.

Στην S&P, η χώρα — η οποία διατηρεί σταθερή προοπτική — βρίσκεται πλέον στο ίδιο επίπεδο με την Ισπανία και την Πορτογαλία, έξι βαθμίδες πάνω από τα «σκουπίδια». Η επόμενη προγραμματισμένη αξιολόγηση είναι από τη Moody’s στις 24 Οκτωβρίου.

Όπως υπενθυμίζει το Bloomberg, η Γαλλία έχει δεχθεί σειρά υποβαθμίσεων τις τελευταίες εβδομάδες, μεταξύ άλλων από τους Fitch και DBRS, καθώς η χρόνια πολιτική αστάθεια κινδυνεύει να εξελιχθεί σε κρίση δημόσιων οικονομικών.

Η Εθνοσυνέλευση έχει απομακρύνει δύο πρωθυπουργούς τον τελευταίο χρόνο εξαιτίας των σχεδίων προϋπολογισμού τους, μετά τις πρόωρες εκλογές που κατέληξαν σε ασυμβίβαστα μειοψηφικά μπλοκ. Ο σημερινός πρωθυπουργός, Σεμπαστιέν Λεκορνύ, έχει κατορθώσει να παραμείνει στην εξουσία μόνο υποχωρώντας σε αιτήματα της αντιπολίτευσης για μεγαλύτερες δαπάνες και αναστολή της μεταρρύθμισης του συνταξιοδοτικού του προέδρου, Εμανουέλ Μακρόν, η οποία στόχευε στην ενίσχυση των δημόσιων οικονομικών.

Ο 39χρονος πρωθυπουργός έχει επίσης παραιτηθεί από τη χρήση του άρθρου 49.3 του Συντάγματος — ενός μηχανισμού που χρησιμοποιούσαν στο παρελθόν οι κυβερνήσεις για να περάσουν οικονομικά νομοσχέδια χωρίς ψηφοφορία. Αυτό αυξάνει την αβεβαιότητα ως προς το πώς οι βαθιά διχασμένοι βουλευτές θα κατορθώσουν να συμφωνήσουν στον προϋπολογισμό του 2026 έως το τέλος του έτους, σε μια περίοδο που απαιτούνται αντιδημοφιλείς περικοπές δαπανών ή αυξήσεις φόρων για τον περιορισμό του ελλείμματος.

Το αρχικό προσχέδιο που υπέβαλε ο Λεκορνύ φέτος στο κοινοβούλιο στοχεύει στη μείωση του ελλείμματος στο 4,7% του ΑΕΠ από 5,4% φέτος. Ωστόσο, έχει δηλώσει ότι οι βουλευτές μπορούν να διαπραγματευτούν έναν ελαφρώς ευρύτερο στόχο, εφόσον το έλλειμμα παραμένει εντός 5% και η Γαλλία εξακολουθεί να επιδιώκει τον μακροπρόθεσμο στόχο του 3% έως το 2029. Η S&P εκτιμά ότι το έλλειμμα θα περιοριστεί μόνο ελαφρώς στο 5,3% το επόμενο έτος.

«Κάλεσμα για σοβαρότητα»

Η S&P σημείωσε: «Η Γαλλία βιώνει τη σοβαρότερη πολιτική αστάθεια από την ίδρυση της Πέμπτης Δημοκρατίας το 1958. Ακόμη και αν προκηρύσσονταν πρόωρες εκλογές και προέκυπτε σαφής κοινοβουλευτική πλειοψηφία, δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι αυτό θα διευκόλυνε την εφαρμογή ενός αξιόπιστου μεσοπρόθεσμου σχεδίου δημοσιονομικής εξυγίανσης ή οικονομικών μεταρρυθμίσεων».

Αναγνωρίζοντας την υποβάθμιση, ο υπουργός Οικονομικών Ρολάν Λεσκύρ επανέλαβε την προσήλωση της κυβέρνησης στον στόχο του ελλείμματος 5,4% για το 2025 και στη δέσμευση να μειωθεί κάτω από το 3% του ΑΕΠ έως το 2029.

Σε συνέντευξή του στο Franceinfo το Σάββατο, ο Λεσκύρ είπε ότι η υποβάθμιση αποτελεί «κάλεσμα για σοβαρότητα». Η κυβέρνηση έχει προτείνει προϋπολογισμό που προβλέπει έλλειμμα 4,7% για το 2026, όμως αυτό θα πρέπει να εγκριθεί από το κοινοβούλιο.

«Δεν πρόκειται να αποφασίσω το αποτέλεσμα του αγώνα πριν παιχτεί», είπε ο Λεσκύρ. «Η συζήτηση αρχίζει τη Δευτέρα στην επιτροπή και συνεχίζεται έως το τέλος του έτους. Είναι στο χέρι μας — και όταν λέω ‘μας’, εννοώ τόσο την κυβέρνηση όσο και το κοινοβούλιο — να πείσουμε τους παρατηρητές, δηλαδή τους οίκους αξιολόγησης και τις αγορές».

Οι πολιτικές και δημοσιονομικές αναταράξεις μετά τις εκλογές που προκήρυξε ο Μακρόν τον Ιούνιο του 2024 έχουν προκαλέσει πωλήσεις γαλλικών περιουσιακών στοιχείων, αυξάνοντας το κόστος δανεισμού της χώρας. Η διαφορά απόδοσης μεταξύ των 10ετών γαλλικών και γερμανικών ομολόγων — βασικός δείκτης κινδύνου — έχει αυξηθεί πάνω από 85 μονάδες βάσης τις τελευταίες εβδομάδες, από λιγότερες από 50 πριν από τις εκλογές.

Το premium έχει μειωθεί γύρω στις 78 μονάδες από τότε που ο Λεκορνύ επέζησε των προτάσεων μομφής, αφού δεσμεύτηκε την περασμένη εβδομάδα να αναστείλει τη συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση του Μακρόν, που προέβλεπε σταδιακή αύξηση της ελάχιστης ηλικίας συνταξιοδότησης από τα 62 στα 64 έτη.

Ο Λεκορνύ έχει δηλώσει, ότι η αναστολή της μεταρρύθμισης έως τις επόμενες προεδρικές εκλογές του 2027 θα κοστίσει 400 εκατ. ευρώ το 2026 και 1,8 δισ. ευρώ το επόμενο έτος, προσθέτοντας ότι αυτό πρέπει να καλυφθεί μέσω εξοικονομήσεων και όχι διεύρυνσης του ελλείμματος.

Η S&P προειδοποίησε ότι θα μπορούσε να προχωρήσει σε περαιτέρω υποβάθμιση της Γαλλίας «αν η δημοσιονομική της θέση επιδεινωθεί πέρα από τις προβλέψεις μας ή αν οι προοπτικές ανάπτυξης επιδεινωθούν σημαντικά».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ: