Στην «τσιμπίδα» της ΑΑΔΕ πάνω από 200 πρόσωπα για ξέπλυμα χρήματος μέσω στοιχηματικών

Στην «τσιμπίδα» της ΑΑΔΕ πάνω από 200 πρόσωπα για ξέπλυμα χρήματος μέσω στοιχηματικών
Photo: Shutterstock
Ανώτατοι υψηλόβαθμοι δημόσιοι υπάλληλοι μεταξύ των οποίων διευθυντές υπουργείων και δημοσίων υπηρεσιών «πιάστηκαν» από την Αρχή για το Ξέπλυμα χρήματος να παίζουν μέσω στοιχηματικών εταιρειών παροχής τυχερών παιγνίων χρηματικά ποσά, που έφθαναν ακόμη και το 1 εκατ. ευρώ

«Λαβράκι» έπιασε η Αρχή για το Ξέπλυμα Χρήματος σε πολύμηνη έρευνα υπό τον επικεφαλή της επίτιμο αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Βουρλιώτη, καθώς εντόπισε περίπου 200 πρόσωπα να παίζουν μέσω στοιχηματικών εταιρειών παροχής τυχερών παιγνίων χρηματικά ποσά, που έφθαναν ακόμη και το 1 εκατ. ευρώ.

Μεταξύ των προσώπων συγκαταλέγονται ανώτατοι υψηλόβαθμοι δημόσιοι υπάλληλοι, όπως διευθυντές υπουργείων και δημοσίων υπηρεσιών, που δεν μπορούν να δικαιολογήσουν από τα νόμιμα εισοδήματά τους τα χρήματα που έπαιζαν σε στοιχηματικές εταιρείες παροχής τυχερών παιγνίων.

Όπως διαπιστώθηκε, τα χρηματικά ποσά που έπαιζαν στις στοιχηματικές εταιρείες ήταν άγνωστης προέλευσης και αρχικά κατατίθεντο σε παικτικούς λογαριασμούς, οι οποίοι στη συνέχεια μεταφέρονταν σε προσωπικούς τραπεζικούς λογαριασμούς. Η ανεξάρτητη αρχή έφτασε στα ίχνη των συγκεκριμένων προσώπων συγκρίνοντας τις φορολογικές δηλώσεις τους με τα μεγάλα ποσά που έπαιζαν.

Η νομιμοποίηση του μαύρου χρήματος γινόταν μέσω εταιρειών παροχής τυχερών παιγνίων, οι οποίες χρησιμοποιούσαν ως πράκτορες-εισπράκτορες ιδιοκτήτες καταστημάτων που δεν έχουν καμία σχέση με τον χρηματοπιστωτικό τομέα και τα τυχερά παίγνια. Πρόκειται για ιδιοκτήτες καταστημάτων, όπως είναι ψιλικατζίδικα, μίνι μάρκετ, πρατήρια υγρών καυσίμων κ.ά. Οι παίκτες κατέθεταν στους πράκτορες-εισπράκτορες τα χρήματα σε μετρητά, αλλά τα ποσά αυτά ήταν απροσδιόριστης προέλευσης.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Τα χρήματα αρχικά κατατίθεντο σε παικτικούς λογαριασμούς, οι οποίοι στη συνέχεια μεταφερόντουσαν σε προσωπικούς τραπεζικούς λογαριασμούς και αποκτούσαν έτσι με τον μανδύα της νομιμοφάνειας.

Συγκεκριμένα, οι πελάτες-παίκτες αρχικά άνοιγαν λογαριασμό σε νόμιμες εταιρείες παροχής τυχερών παιγνίων μέσω διαδικτύου και ελάμβαναν έναν μοναδικό κωδικό της συγκεκριμένης εταιρείας, μέσω του οποίου μπορούσαν να καταθέσουν στον λογαριασμό αυτό απευθείας χρήματα. Στη συνέχεια, οι πελάτες επισκέπτονταν τα καταστήματα-πρακτορεία των εταιρειών παροχής τυχερών παιγνίων που παρείχαν τη σχετική «διευκόλυνση» (ψιλικατζίδικα, μίνι-μάρκετ κ.λπ.) και παρέδιδαν χρήματα σε μετρητά, τα οποία πιστώνονταν στον λογαριασμό που είχαν ανοίξει στις εταιρείες παροχής τυχερών παιγνίων, χρησιμοποιώντας τον μοναδικό κωδικό που είχαν.

Έτσι, με εντολή του παίκτη, το διαθέσιμο υπόλοιπο, στο οποίο είχαν ενσωματωθεί και τα κεφάλαια που δεν είχε διακριβωθεί η προέλευση και η νομιμότητά τους, μεταφερόταν στον αρχικά νομίμως δηλωθέντα τραπεζικό λογαριασμό τους, οδηγώντας ουσιαστικά με τον τρόπο αυτό το ξέπλυμα και των ύποπτων κεφαλαίων, που η κατάθεσή τους γινόταν σε μετρητά.

Να σημειωθεί ότι για τη συγκεκριμένη υπόθεση η Αρχή ενημέρωσε για τη συγκεκριμένη παικτική πρακτική την «Επιτροπή Εποπτείας Ελέγχου Παιγνίων», η οποία είναι αρμόδια για την εποπτεία και τον έλεγχο των τυχερών παιγνίων γενικά για τις δικές της ενέργειες.

Μετά την αποκάλυψη του κυκλώματος φαίνεται πως έκλεισε μια τεράστια τρύπα που επέτρεπε ξέπλυμα μαύρου χρήματος μέσω του νόμιμου στοιχηματισμού, επωφελούμενοι το νομικό κενό που υπάρχει.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ: