Θεσμικοί επενδυτές: Πώς μπορούν να «διδάξουν» best practices στην προστασία και αποκατάσταση του περιβάλλοντος

Θεσμικοί επενδυτές: Πώς μπορούν να «διδάξουν» best practices στην προστασία και αποκατάσταση του περιβάλλοντος
25 October 2021, Schleswig-Holstein, Lübeck: Beech trees stand in the city forest. For around 30 years, the trees in Lübeck's city forest have been allowed to grow as they please. Foresters only rarely intervene in the forest ecosystem. (to dpa-KORR.: "Lübeck forest concept should save forests and climate") Photo: Marcus Brandt/dpa (Photo by MARCUS BRANDT / DPA / dpa Picture-Alliance via AFP) Photo: AFP
Πώς η δημιουργία και η διαχείριση δασών αναδεικνύεται ως ένας εξαιρετικά σημαντικός και κρίσιμος χώρος επενδύσεων και γιατί οι θεσμικοί επενδυτές αφιερώνουν όλο και πιο πολλά κεφάλαια σε αυτό τον ζωτικό χώρο.

Από την Τερέζα Φαρμάκη*

Από σοβαρές ξηρασίες έως πανίσχυρους τυφώνες, η μεγάλης κλίμακας κλιματικές αλλαγές που προκαλούνται από το φαινόμενο του θερμοκηπίου επηρεάζουν δισεκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο. Η παγκόσμια κοινότητα ανησυχώντας για τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις τέτοιων αλλαγών, αποφάσισε να λάβει μέτρα που θα βοηθήσουν το περιβάλλον. Το πρώτο σημαντικό βήμα έγινε με την υιοθέτηση του πρωτόκολλου του Κιότο το 2005, και σε συνέχεια με την 2016 Συμφωνία του Παρισιού η οποία υπεγράφη από 186 κυβερνήσεις. Ενώ και οι δυο παραπάνω πρωτοβουλίες έδωσαν ελπίδες για κοινή αντιμετώπιση και λύση του προβλήματος της κλιματικής αλλαγής, λίγα τελικά από όσα συμφωνήθηκαν εφαρμοστήκαν στην πράξη. Κατάφεραν όμως να δημιουργήσουν μια ευρύτερη κοινωνική επαγρύπνηση για την κλιματική αλλαγή πιέζοντας για σημαντικές αλλαγές και πρωτοβουλίες.

Μια σημαντική και ιστορικής σημασίας προσπάθεια, η σύνοδος COP26, έλαβε χώρα πριν λίγες μέρες στην Γλασκώβη της Σκωτίας υπό την σκέπη του ΟΗΕ. Η σύνοδος COP26 αποτέλεσε μια σημαντική και για πολλούς ύστατη προσπάθεια της παγκόσμιας κοινότητας να συμφωνήσει, διαπραγματευτεί και να εφαρμόσει μια σειρά από σημαντικά μέτρα με σκοπό ένα καλύτερο περιβάλλον για όλους.

Τερέζα Φαρμάκη, Συνιδρυτής και Διευθύνουσα Σύμβουλος της Astarte Capital Partners
Τερέζα Φαρμάκη, Συνιδρυτής και Διευθύνουσα Σύμβουλος της Astarte Capital Partners

Ανάγκη για άμεσες λύσεις μέσα στα επόμενα δέκα χρόνια

Είχα την τιμή να έχω ενεργή συμμετοχή σε αυτό το παγκόσμιο συνέδριο ως καλεσμένη μεγάλων θεσμικών επενδυτών της Ευρώπης. Είχα την ευκαιρία να συζητήσω με μεγάλους θεσμικούς επενδυτές από όλο τον κόσμο τις θέσεις και πρωτοβουλίες που πρέπει, και ακόμα περισσότερο που μπορούμε, όλοι να αναλάβουμε ως διαχειριστές ιδιωτικών κεφαλαίων για να σώσουμε το πλανήτη μας. Συγκεκριμένα, η συζήτηση στην οποία συμμετείχα επικεντρωνόταν σε εφαρμοσμένες πρακτικές και παραδείγματα από την εμπειρία θεσμικών επενδυτών που μπορούν να λειτουργήσουν ως best practices στην προστασία και αποκατάσταση του περιβάλλοντος.

Το χρονοδιάγραμμα της κλιματικής κρίσης είναι πια πολύ σύντομο και δυστυχώς άμεσο. Χρειάζεται να βρεθούν λύσεις μέσα στα επόμενα δέκα χρόνια, αλλιώς θα ακολουθήσουμε μια πολύ ξεκάθαρα προδιαγεγραμμένη πορεία. Άνθρωποι (όχι μόνο παιδιά, αλλά και ενήλικες πλέον) που ζούν σήμερα θα αντιμετωπίσουν μια πρωτοφανή κρίση.

Η συμφωνία του Παρισιού έθεσε αρχικά ένα σαφή στόχο για τον περιορισμό της υπερθέρμανσης του πλανήτη σε 1.5°C, και για να επιτευχθεί αυτό, οι παγκόσμιες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου πρέπει να μηδενιστούν γύρω στα μέσα του αιώνα. Βέβαια, 1.5°C ακούγεται πολύ λίγο ως στόχος, αλλά ίσως λίγοι γνωρίζουν ότι η διαφορά της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη ακόμα στις πιο ακραίες συνθήκες των παγετώνων ήταν μόλις 2-3 βαθμοί Κελσίου. Το οικοσύστημα μας είναι πολύ ευαίσθητο.

Οι δυο απαραίτητες διαδικασίες για μηδενική συνολική εκπομπή ρύπων – net zero

Είναι πραγματικά πολύ ενθαρρυντικό ότι σήμερα, πολλές χώρες, επιχειρήσεις και επενδυτές δεσμεύονται με πρωτοφανή ρυθμό να βοηθήσουν το περιβάλλον. Τον Σεπτέμβριο του 2020, η εκστρατεία του ΟΗΕ με στόχο την “μηδενική συνολική εκπομπή ρύπων – net zero” ανακοίνωσε ότι ο αριθμός των δεσμεύσεων για την επίτευξη καθαρών μηδενικών εκπομπών από τις τοπικές κυβερνήσεις και επιχειρήσεις έχει σχεδόν διπλασιαστεί σε λιγότερο από ένα χρόνο.

Τον ίδιο μήνα, η ΕΕ πρότεινε να αυξηθεί ο στόχος της για μείωση των εκπομπών για το 2030 από 40% σε τουλάχιστον 55% κάτω από τα επίπεδα του 1990. Με τις ΗΠΑ να επιστρέφουν στο τραπέζι της Συμφωνίας του Παρισιού και να συμμετέχουν στην σύνοδο της Γλασκώβης, έχουμε τα δύο τρίτα της παγκόσμιας οικονομίας, που αντιπροσωπεύει τις μισές εκπομπές του κόσμου, να δεσμεύονται σε μηδενική συνολική εκπομπή ρύπων.

Το σημαντικό που πρέπει όλοι να συνειδητοποιήσουμε είναι ότι για την επίτευξη του στόχου μηδενικής συνολικής εκπομπής ρύπων, είναι απαραίτητες δύο διαδικασίες που πρέπει να προχωρήσουν και οι δύο ταυτόχρονα:

  • Μείωση ή/και αποφυγή εκπομπών από τις υφιστάμενες δραστηριότητες και κλάδους με πρωτοβουλίες όπως, μετάβαση προς ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, αντικατάσταση υλικών από πιο βιώσιμες πρώτες ύλες, βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης ή μείωση των ενεργειακών αναγκών σε μονάδες παραγωγής με μεγάλες ενεργειακές ανάγκες και επομένως με μεγάλες εκπομπές ρύπων κ.λπ.
  • Αντιστάθμιση των υπόλοιπων αέριων θερμοκηπίου (που δεν μπορούν να αποφευχθούν) με τεχνολογίες και έργα απορρόφησης/ δέσμευσης αερίων θερμοκηπίου ή αλλιώς «αρνητικών εκπομπών», όπως η δέσμευση και αποθήκευση άνθρακα που μπορεί να επιτευχθεί με λύσεις που προσφέρει η φύση, όπως η γη, ο ωκεανός και τα δάση μέσα από την οργανική τους δραστηριότητα.

Ο όγκος των πρωτοβουλιών επικεντρώνεται στην πρώτη κατηγορία, τη μείωση των εκπομπών, βάσει του σχετικού μεγέθους δυνατών βελτιώσεων. Η μείωση, όμως, των εκπομπών από μόνη της  δεν μπορεί να φέρει τον κόσμο σε ένα καθεστώς net-zero, και επομένως οι λύσεις που προάγουν αντιστάθμιση και καθαρή δέσμευση θα διαδραματίσουν ζωτικό ρόλο.

Για τους θεσμικούς επενδυτές, αυτό μεταφράζεται σε ποικίλες επενδυτικές στρατηγικές με βάση τη φύση και τους φυσικούς πόρους. Μεταξύ αυτών, η δημιουργία και διαχείριση δασών αναδεικνύεται ως ένας εξαιρετικά σημαντικός και κρίσιμος χώρος επενδύσεων, ενώ ταυτόχρονα είναι και ένας χώρος που σε μεγάλο βαθμό μέχρι τώρα δεν χαίρει και της αντίστοιχης προσοχής. Αξιοσημείωτο είναι ότι τα δέντρα αποτελούν σήμερα την μόνη πρακτικά αποδεδειγμένη και την αποτελεσματικότερη τεχνολογία απορρόφησης διοξειδίου του άνθρακα.

Εμείς, σαν θεσμικοί επενδυτές, για τον λόγο αυτό αφιερώνουμε όλο και πιο πολλά κεφάλαια σε αυτό τον ζωτικό χώρο. Ένα χώρο ο οποίος συμβάλλει στην μείωση των ατμοσφαιρικών ρύπων άμεσα – με τη δέσμευση διοξειδίου του άνθρακα – αλλά και έμμεσα με την παραγωγή βιώσιμων πρώτων υλών, ξύλου και χαρτιού, που είναι σημαντικά για τη μείωση χρήσης πλαστικών και άλλων πιο ρυπογόνων υλικών (π.χ. κατασκευαστικών υλικών). Θεωρούμε επομένως ότι τα δάση αποτελούν μια απτή και μεγάλης επίδρασης λύση στην πορεία προς μια καινούρια βιώσιμη πραγματικότητα. Μια λύση που είναι διαθέσιμη σήμερα και οι θεσμικοί επενδυτές μπορούν να έχουν σημαντική συνεισφορά δίπλα στις κυβερνήσεις.

Δέσμευση άνθρακα και κυκλική οικονομία

Τα δάση δεσμεύουν το διοξείδιο του άνθρακα (CO2) μέσω της διαδικασίας φωτοσύνθεσης και βάσει της ποσότητας που δεσμεύουν ανά μονάδα βιομάζας, αποτελούν ένα από τα πιο άμεσα και αποτελεσματικά εργαλεία για τη μείωση διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα. Ως εκ τούτου, οι δραστηριότητες δάσωσης και αναδάσωσης – χάρη στο χαμηλό κόστος, την επεκτασιμότητα και τις άμεσες επιπτώσεις τους – αποτελούν τις πιο βιώσιμες λύσεις σήμερα σε σύγκριση με τις άλλες τεχνολογίες που δεσμεύουν το διοξείδιο του άνθρακα.

Ιστορικά, οι επενδύσεις και η χρηματοδότηση για νέα δάση ήταν μικρής κλίμακας και σε μεγάλο βαθμό αρμοδιότητα του δημόσιου τομέα. Σήμερα, η δυναμική και ο συσχετισμός της πολιτικής και των επιχειρήσεων έχουν εξελιχθεί έτσι ώστε τα δάση να μπορούν να αναδειχθούν σε μια νέα επενδυτική στρατηγική και για τον ιδιωτικό τομέα. Με όλο και περισσότερες εταιρείες να θέτουν στόχους net zero, οι επενδυτές μπορούν να δράσουν τώρα για να αναδείξουν επενδυτικές ευκαιρίες και να αναλάβουν ολοένα και μεγαλύτερο ηγετικό ρόλο στη χρηματοδότηση.

Δυστυχώς, ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα στον χώρο είναι η ταχεία αποψίλωση των δασών παγκοσμίως και ιδίως στη Λατινική Αμερική, τη Νοτιοανατολική Ασία και την Κεντρική Αφρική, όπου η απώλεια δασών είναι κυρίως αποτέλεσμα ανθρώπινων δραστηριοτήτων. Η Νότια Αμερική ειδικά έχει υποστεί μία από τις σοβαρότερες δασικές απώλειες των τελευταίων δεκαετιών, κυρίως ως αποτέλεσμα των δραστηριοτήτων που σχετίζονται με τα εμπορεύματα και τα ορυχεία. Παρόμοιες τάσεις παρατηρήθηκαν στη Νοτιοανατολική Ασία, ενώ οι γεωργικές δραστηριότητες αποτελούν την κύρια αιτία αποψίλωσης των δασών στην κεντρική Αφρική.

Απαιτούνται πολύ περισσότερα κεφάλαια και προσπάθειες από ό,τι γίνεται σήμερα, προκειμένου να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της ταχείας αποψίλωσης. Το μέγεθος και η σοβαρότητα του προβλήματος γίνονται ακόμα περισσότερο αντιληπτά αν αναλογιστεί κανείς ότι αυτές οι περιοχές  συγκαταλέγονται στις περιοχές με την υψηλότερη παραγωγικότητα δασών παγκοσμίως. Ένα από τα βασικά είδη βιώσιμης ξυλείας, το σκληρό ξύλο του ευκαλύπτου, αναπτύσσεται τέσσερις φορές γρηγορότερα στο υποτροπικό κλίμα της Παραγουάης σε σύγκριση με την Ευρώπη – χάρη στο ζεστό κλίμα και την επαρκή βροχή[1]. Ένα δέντρο ευκαλύπτου φτάνει την ωρίμαση σε επτά χρόνια στην Παραγουάη, αντί για 25 στην Σουηδία.

Εμπορική Διαχείριση Δασών και  Κυκλική Οικονομία: Η Περίπτωση της Παραγωγής Χαρτιού

Από επενδυτικής πλευράς δεν υπάρχει ενδιαφέρον μόνο για την πιθανή δέσμευση άνθρακα. Η εμπορική δασοκομία, δάση που τα διαχειρίζονται με σκοπό την εμπορία ξυλείας, μπορεί να ηγηθεί της κυκλικής οικονομίας παρέχοντας χαρτο-πολτό και υλικά με βάση το ξύλο και τις φυσικές ίνες. Προϊόντα με βάση το ξύλο (ή φυσικές ίνες) αντί για υλικά υψηλής έντασης άνθρακα, όπως πλαστικά, χάλυβα και σκυρόδεμα, έχουν αποκτήσει αυξανόμενη δημοτικότητα μεταξύ των επιχειρήσεων και των καταναλωτών, καθώς οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις γίνονται περισσότερο αντιληπτές.

Ένα παράδειγμα είναι η βιομηχανία χαρτιού και χαρτοπολτού, η οποία είναι, παραδόξως, ένας από τους πρωτοπόρους στην οικοδόμηση της κυκλικής οικονομίας. Σήμερα, σημαντικοί όμιλοι του κλάδου αυτού πρωτοπορούν στη μετάβαση προς την κυκλική οικονομία με την ενσωμάτωση στόχων βιωσιμότητας καθ’ όλα τα στάδια του κύκλου παραγωγής τους. Από τη μετατροπή υποβαθμισμένων βοσκοτόπων σε δασικές εκτάσεις υψηλής ποιότητας έως την χρήση βιώσιμων υλικών – παραγώγων υλοτομίας για την παραγωγή βιοκαυσίμων.

Οι δυνατότητες και η συμβολή των εμπορικών δασών προς την κυκλική οικονομία εκτείνεται σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα. Όταν ξύλο (όπως ο ευκάλυπτος) συλλέγεται και επεξεργάζεται, διαχωρίζεται σε πολτό και λιγνίνη. Η τελευταία παραδοσιακά καίγεται σε σταθμούς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά σήμερα όλο και περισσότερες εταιρείες ερευνούν και δοκιμάζουν τη χρήση της λιγνίνης σε ρητίνες, θερμοπλαστικά, ακόμη και σε ανθρακονήματα. Πολλές συνεργασίες παρατηρούνται επίσης μεταξύ τεχνολογικών start-ups και ομίλων παραγωγής πολτού για την ανάπτυξη ινών που μοιάζουν με μαλλί και μπορούν να παραχθούν μηχανικά χωρίς την ανάγκη χημικών ουσιών – μια διαδικασία που πιστεύεται ότι απαιτεί πολύ λιγότερο νερό από την παραγωγή βαμβακιού.

Τα πιστοποιητικά δέσμευσης άνθρακα (Carbon Credits) και η εθελοντική αγορά αντιστάθμισης (Voluntary Offset Market)

Τα πιστοποιητικά δέσμευσης άνθρακα (Carbon Credits) είναι ένα είδος άδειας που παράγεται για να πιστοποιήσει ότι μια δραστηριότητα πέτυχε τη μείωση ή την δέσμευση μιας συγκεκριμένης ποσότητας διοξειδίου του άνθρακα. Τα πιστοποιητικά αυτά είναι εμπορεύσιμα και μπορούν να αγοραστούν από εταιρείες που εκπέμπουν ρύπους προκειμένου να αντισταθμίσουν τις εκπομπές τους. Δημιουργήθηκε αρχικά σαν μέθοδος περιορισμού του συνολικού όγκου εκπομπών των εταιρειών στο πλαίσιο του συστήματος “Cap-and-Trade” που ρυθμίζεται από διάφορες ρυθμιστικές αρχές και κυβερνήσεις. Έκτοτε, έχει επεκταθεί ραγδαία σε αυτό που ονομάζεται «Εθελοντική Αγορά Αντιστάθμισης», όπου οι εταιρείες δεσμεύονται εθελοντικά να αντισταθμίσουν τις εκπομπές ρύπων τους καθώς και να χρηματοδοτήσουν την μείωση και την πρωτογενή δέσμευση εκπομπών άνθρακα ευρύτερα στον κόσμο.

Η πρώτη ανάπτυξη της αγοράς έγινε στις αρχές της  δεκαετίας του 2000, όταν  η αγορά αυξήθηκε σημαντικά μετά το πρωτόκολλο του Κιότο[2] το οποίο προκάλεσε ελπίδες για μια τυποποιημένη παγκόσμια αγορά για την εμπορία πιστοποιητικών δέσμευσης άνθρακα. Οι συναλλαγές  κορυφώθηκαν το 2008  με τη συνολική αξία να φτάνει τα $790 εκ. Ωστόσο, μετά την κατάρρευση των συνομιλιών για το κλίμα στην Κοπεγχάγη το επόμενο έτος, η αγορά κατέρρευσε με την απόσυρση οποιονδήποτε έργων αντιστάθμισης.

Σήμερα, η αγορά των carbon credits βρίσκεται σε ταχεία ανάκαμψη  με την πρόοδο της συμφωνίας του Παρισιού, τις νομικές υποχρεώσεις εταιριών από την ΕΕ και τα αποτελέσματα της COP26. Η ανάπτυξη αναμένεται να συνεχιστεί με σημαντική ζήτηση για carbon credits να αναμένεται από αεροπορικές εταιρίες, πετρελαϊκές εταιρείες, τσιμεντοβιομηχανίες και ευρύτερα από εταιρείες με ιδιαίτερα ρυπογόνες δραστηριότητες που εφαρμόζουν στρατηγικές ελέγχου και βελτίωσης του περιβαλλοντικού αποτυπώματός τους. Αυξανόμενη προσοχή βέβαια δίνεται ώστε η αγορά πιστοποιητικών να μην αντικαθιστά τις πρωτοβουλίες εταιρειών για βελτίωση των λειτουργικών δραστηριοτήτων τους, αλλά να τις συμπληρώνει. Υπολογίζεται ότι μέσα στα επόμενα χρονιά θα περιοριστεί πολύ η δυνατότητα σε όλες τις παραπάνω βιομηχανίες να αγοράζουν πιστοποιητικά άνθρακα και θα πρέπει να χρησιμοποιούν μόνο τα carbon credits που παράγουν μόνοι τους.

Από το 2017 έως το 2019, ο όγκος συναλλαγών έχει υπερδιπλασιαστεί, φθάνοντας σε υψηλό επτά ετών, 104mt, το 2019. Σημαντικό  μέρος της αύξησης της ζήτησης οφείλεται σε καινούριες επενδύσεις σε δάση, τα οποία κατέγραψαν αύξηση 264% σε εμπορικό όγκο από 13,9mt το 2016 σε 50,7mt το 2018.[3]

Σχετικά με την αξία των πιστοποιητικών, υπάρχει άμεσος συσχετισμός μεταξύ τιμής και ποιότητας, όπως αυτή μεταφράζεται από την αιτία έκδοσης (μείωση ή δέσμευση άνθρακα) και από τα ευρύτερα οφέλη που μπορεί να προκύπτουν από τη δραστηριότητα που εξέδωσε τα πιστοποιητικά (π.χ. κοινωνικά οφέλη). Ανάμεσα σε επτά τύπους έργων έκδοσης πιστοποιητικών άνθρακα, τα έργα δασοκομίας και χρήσης γης πέτυχαν την υψηλότερη τιμή και κατέκτησαν τη 2η θέση όσον αφορά τον όγκο συναλλαγών το 2019. Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση που δημοσιεύθηκε από το Ecosystem Marketplace, η μεγαλύτερη ζήτηση προκύπτει από δασικές επενδύσεις που καλύπτουν δραστηριότητες δημιουργίας και διαχείρισης δασών στις αναπτυσσόμενες χώρες – χάρη στα κοινωνικά οφέλη τους, όπως η διατήρηση των οικοσυστημάτων και η προστασία της κοινωνικής κληρονομιάς.

Για τον ίδιο λόγο, οι τιμές αντιστάθμισης είναι πολύ υψηλότερες: $4.3/tn σε σύγκριση με $1.4/tn από έργα Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, όπου τα carbon credits παράγονται από αποφυγή  εκπομπών  σε σύγκριση με την απορρόφηση ρύπων.[4]

Ήρθε η ώρα οι επενδυτές να ενεργοποιηθούν

Κορυφαίες αεροπορικές εταιρείες, εταιρείες τεχνολογίας και μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες έχουν κάνει τις πρώτες τους κινήσεις. Με την υπεύθυνη διαχείριση, τα δασικά περιουσιακά στοιχεία όχι μόνο προσφέρουν μεγάλες δυνατότητες δέσμευσης άνθρακα, αλλά μπορούν επίσης να στηρίξουν μια κυκλική οικονομία που αποφέρει πολύ περισσότερα κοινωνικά και περιβαλλοντικά οφέλη στην τοπική κοινωνία. Επιπλέον, η ταχεία ανάπτυξη της εθελοντικής αγοράς πιστοποιητικών άνθρακα προσφέρει πρόσθετα κίνητρα – για τους εταιρικούς και θεσμικούς επενδυτές που επιδιώκουν να ευθυγραμμίσουν τους οικονομικούς τους στόχους με τις δεσμεύσεις βιωσιμότητας.

Ακόμα μπορούμε να αλλάξουμε την κατάσταση. Ο χρόνος που απομένει να το κάνουμε αυτό είναι λίγος και χρειάζονται συντονισμένες γενναίες αλλαγές και κινήσεις.

*H Τερέζα Φαρμάκη είναι συνιδρυτής και Διευθύνουσα Σύμβουλος της Astarte Capital Partners (“Astarte”), εταιρείας διαχείρισης κεφαλαίων με έδρα το Λονδίνο και με επίκεντρο δραστηριοτήτων τις βιώσιμες επενδύσεις παγκοσμίως σε τομείς όπως οι φυσικοί πόροι, οι υποδομές, οι μεταφορές και τα ακίνητα (“real assets”). Έχει πάνω από 20 χρόνια εμπειρίας στις ιδιωτικές αγορές (“Private Equity“) και αντιπροσωπεύει μία από τις λίγες γυναίκες ιδρυτές στον χώρο του Private Equity και των real assets.

[1] Δεντρόφυτο, “Πώς οι ευκάλυπτοι θα μπορούσαν να σώσουν το εγγενές δάσος στην Παραγουάη”

[2] Ο προκάτοχος της Συμφωνίας των Παρισίων· καθόρισε νομικά δεσμευτικούς στόχους μείωσης των εκπομπών μόνο για τις ανεπτυγμένες χώρες και τερματίστηκε το 2012.

[3] Αγορά Οικοσυστήματος, “Κατάσταση των εθελοντικών αγορών άνθρακα για το 2019”

[4] Αγορά Οικοσυστήματος, “Η ζήτηση για εθελοντικές αντισταθμίσεις άνθρακα παραμένει ισχυρή καθώς οι εταιρείες κολλάνε Με Δεσμεύσεις για το κλίμα”