Τι είναι τα Ευρωπαϊκά Συμβούλια Εργαζομένων και τι αλλάζει

Τι είναι τα Ευρωπαϊκά Συμβούλια Εργαζομένων και τι αλλάζει
Photo: Shutterstock
Η ΕΕ ενισχύει τον ρόλο των εργαζομένων στις διακρατικές επιχειρηματικές αποφάσεις με τη νέα Οδηγία για τα Ευρωπαϊκά Συμβούλια Εργαζομένων, δίνοντας έμφαση στη διαβούλευση, τη διαφάνεια και τη δικαστική προστασία.

Σε μια περίοδο όπου η έννοια της συμμετοχής των εργαζομένων στις επιχειρηματικές αποφάσεις αποκτά νέο περιεχόμενο, η Ευρωπαϊκή Ένωση προχωρά σε μια σημαντική μεταρρύθμιση. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο των Υπουργών κατέληξαν σε πολιτική συμφωνία για την αναθεώρηση της Οδηγίας που διέπει τα Ευρωπαϊκά Συμβούλια Εργαζομένων (ΕΣΕ), ένα βήμα που εκλαμβάνεται ως προσπάθεια αναζωογόνησης του κοινωνικού διαλόγου σε διακρατικό επίπεδο.

Στο επίκεντρο της μεταρρύθμισης βρίσκεται μια ευρύτερη φιλοδοξία, να καταστεί η φωνή των εργαζομένων πιο παρούσα στις αποφάσεις των πολυεθνικών ιδίως όταν αυτές σχετίζονται με μετασχηματισμούς όπως αναδιαρθρώσεις, ψηφιακές τεχνολογίες και βιώσιμες επενδύσεις.

Τα Ευρωπαϊκά Συμβούλια Εργαζομένων, τα οποία λειτουργούν σε περίπου 1.000 εταιρείες με παρουσία σε περισσότερα από ένα κράτη-μέλη, αντιπροσωπεύουν σχεδόν 17 εκατομμύρια εργαζομένους. Μέχρι σήμερα, ωστόσο, η πρακτική αποτελεσματικότητά τους συχνά αμφισβητούνταν είτε λόγω ασαφειών στο θεσμικό πλαίσιο είτε λόγω ανεπαρκούς εφαρμογής των υφιστάμενων κανόνων. Η νέα Οδηγία φιλοδοξεί να ανατρέψει αυτή την εικόνα.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Τι αλλάζει στην πράξη

Η αναθεωρημένη Οδηγία ενισχύει την υποχρέωση των εργοδοτών για έγκαιρη και ουσιαστική διαβούλευση με τα ΕΣΕ. Για πρώτη φορά, οι εταιρείες θα πρέπει να παρέχουν τεκμηριωμένη απάντηση στα μέλη των συμβουλίων προτού λάβουν αποφάσεις για διακρατικά θέματα. Επιπλέον, όταν γίνεται επίκληση εμπιστευτικότητας, αυτή πρέπει να αιτιολογείται.

Ένα άλλο καθοριστικό βήμα αφορά την άρση παλαιών εξαιρέσεων, οι οποίες μέχρι σήμερα απέκλειαν περίπου 5,4 εκατ. εργαζόμενους από το δικαίωμα σύστασης ΕΣΕ. Με την κατάργησή τους, η νέα Οδηγία διευρύνει σημαντικά τη βάση συμμετοχής. Παράλληλα, ορίζεται με μεγαλύτερη σαφήνεια πότε ένα ζήτημα θεωρείται «διακρατικό», π.χ. όταν έχει έμμεσες επιπτώσεις σε εργαζομένους άλλων χωρών.

Η πρόβλεψη για βελτιωμένη πρόσβαση στη δικαιοσύνη προσθέτει ένα ακόμη κρίσιμο στοιχείο. Τα κράτη-μέλη καλούνται να διασφαλίσουν ότι τα ΕΣΕ μπορούν να προσφύγουν κατά παραβιάσεων με τα έξοδα ενδεχομένως να καλύπτονται από τον εργοδότη ή μέσω νομικής αρωγής.

Επίσης τίθεται νέα στόχευση για ισορροπία φύλου, με τον στόχο της ελάχιστης συμμετοχής 40% για κάθε φύλο στα ΕΣΕ ή στα ειδικά διαπραγματευτικά όργανα. Όπου αυτό δεν καταστεί δυνατό, απαιτείται αιτιολόγηση.

Τα κράτη-μέλη έχουν δύο χρόνια από τη δημοσίευση της Οδηγίας στην Επίσημη Εφημερίδα της ΕΕ για να την ενσωματώσουν στο εθνικό τους δίκαιο, ενώ οι νέοι κανόνες θα τεθούν σε εφαρμογή έναν χρόνο μετά. Το ερώτημα είναι αν, στο τέλος αυτής της περιόδου, ο κοινωνικός διάλογος στην Ευρώπη θα είναι απλώς περισσότερο κανονιστικός ή ουσιαστικά πιο ζωντανός.