Τι θα σήμαινε μια κυβέρνηση Μελόνι για ευρώ, ομόλογα και τράπεζες

Τι θα σήμαινε μια κυβέρνηση Μελόνι για ευρώ, ομόλογα και τράπεζες
epa10205650 People at a polling station during voting for the general election, in Palermo, Sicily Island, southern Italy, 25 September 2022. Italy holds a snap general election on 25 September following its prime minister's resignation in July. Final results are expected to be announced on 26 September. EPA/IGOR PETYX Photo: ΑΠΕ-ΜΠΕ

Μια συντριπτική νίκη του δεξιού συνασπισμού υπό ακροδεξιά ηγεσία θα μπορούσε να τον ενθαρρύνει να διακινδυνεύσει να παραβιάσει τις συμφωνίες της ΕΕ, εκτιμούν αναλυτές.

Σαν η Ευρώπη να μην είχε αρκετά στο κεφάλι της – πόλεμος στα ανατολικά της, πληθωρισμός και ενεργειακή κρίση – τώρα οι γενικές εκλογές της Κυριακής στην Ιταλία έφεραν στα πρόθυρα της εξουσίας έναν δεξιό συνασπισμό υπό την ακροδεξιά ηγεσία της Τζόρτζια Μελόνι, της οποίας το κόμμα, «Αδελφοί της Ιταλίας», έχει φασιστικές ρίζες, διακηρύσσει μια λαϊκιστική δημοσιονομική πολιτική και εμφορείται από βαθύ ευρωσκεπτικισμό, τονίζει σε δημοσίευμά της η Wall Street Journal, με αφορμή τη νίκη της Μελόνι τις εκλογές στην Ιταλία .

Τι θα σήμαινε λοιπόν μια κυβέρνηση Μελόνι για τις αγορές, τόσο εντός της Ιταλίας όσο και εκτός αυτής;

Η διαφορά απόδοσης μεταξύ του ιταλικού 10ετούς κρατικού ομολόγου αναφοράς (BTP Italia) και του γερμανικού αντίστοιχού του (Bund) είναι ο πιο στενά παρακολουθούμενος δείκτης για το πώς βλέπουν οι επενδυτές τις προοπτικές της Ιταλίας.

Γενικά, όσο μεγαλύτερη είναι η αγωνία για τη δημοσιονομική θέση της Ρώμης – έχει αναλογία χρέους προς ΑΕΠ περίπου 150%, διπλάσια εκείνης του Βερολίνου – τόσο μεγαλύτερη είναι η διαφορά των δύο αποδόσεων, καθώς οι επενδυτές απαιτούν περισσότερο εισόδημα για να αναλάβουν τον κίνδυνο της κατοχής ιταλικών χρεογράφων.

Επί το παρόντος, το spread, που είναι γύρω στις 220 μονάδες βάσης, υποδηλώνει αρχικά ότι η αγορά είναι σχετικά αισιόδοξη σχετικά με μια κυβέρνηση υπό την ηγεσία του Μελόνι, στοιχηματίζοντας ότι η επιθυμία της να παράσχει επιδοτήσεις για τη μείωση των επιπτώσεων του πληθωρισμού σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις θα περιοριστεί από την ανάγκη της να αξιοποιήσει τη βοήθεια από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την κεντρική τράπεζα της ευρωζώνης.

Ο Paolo Pizzoli, ανώτερος οικονομολόγος για την Ιταλία και την Ελλάδα στην ING, αναφέρει ότι, εάν η αναμενόμενη νέα κυβέρνηση πραγματοποιήσει μικρές αλλαγές στον προϋπολογισμό του 2023, οι αγορές θα θεωρούσαν κάτι τέτοιο ευπρόσδεκτο σημάδι δημοσιονομικής συγκράτησης.

«Πολλά εξαρτώνται από αυτό. Πέρα από την αξιοπιστία της νέας κυβέρνησης σε δημοσιονομικά θέματα, οποιαδήποτε σαφής απόκλιση από τις κατευθυντήριες γραμμές της ΕΕ θα δημιουργούσε φόβους ότι η Ιταλία θα μπορούσε να χάσει 69 δισεκατομμύρια ευρώ σε επιχορηγήσεις και 123 δισεκατομμύρια ευρώ σε δάνεια από το Ταμείο Ανάκαμψης της ΕΕ και μπορεί επίσης να μην θεωρείται επιλέξιμη για στήριξη από πλευράς της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας», σημειώνει ο Pizzoli.

Από την άλλη, ορισμένοι αναλυτές είναι επιφυλακτικοί ότι μια συντριπτική νίκη του δεξιού συνασπισμού υπό ακροδεξιά ηγεσία θα μπορούσε να τον ενθαρρύνει να διακινδυνεύσει να παραβιάσει τις συμφωνίες της ΕΕ για τις δαπάνες και τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. “Ένα αρνητικό σενάριο πλειοψηφίας των 2/3 των εδρών για τη Δεξιά θα μπορούσε να τρομάξει τις αγορές, με το spread BTP-Bund να διευρύνεται πιθανότατα προς την περιοχή των 275 μονάδων βάσης”, σύμφωνα με στρατηγικούς αναλυτές της Citi.

Γεωπολιτικές εντάσεις και ευρώ

Η Μελόνι έχει δηλώσει ότι θα εμμείνει όχι μόνο στις δημοσιονομικές πολιτικές του απερχόμενου πρωθυπουργού Μάριο Ντράγκι, αλλά και στη στάση του στην εξωτερική πολιτική, ιδιαίτερα όσον αφορά την υποστήριξη της Δύσης στην Ουκρανία έναντι της Ρωσίας.

Ωστόσο, άλλα βασικά μέλη του δεξιού συνασπισμού, ιδίως ο Ματέο Σαλβίνι, ηγέτης του κόμματος Λέγκα, είναι από καιρό θαυμαστές του Βλαντιμίρ Πούτιν της Ρωσίας και αμφισβητούν το κατά πόσον οι κυρώσεις κατά της Μόσχας που θεωρείται ότι επηρεάζουν το βιοτικό επίπεδο των Ιταλών είναι ένα τίμημα που αξίζει να πληρώνει κανείς.

Μια έντονη διαφοροποίηση από άλλα μέλη της ΕΕ σχετικά με αυτό το ζήτημα πιθανότατα θα έβλαπτε περαιτέρω το ενιαίο νόμισμα, λέει ο Piero Cingari στο Capital.com.

«Μέχρι στιγμής φέτος, η απόδοση του ευρώ κυριαρχείται πλήρως από πιο πιεστικούς παράγοντες σε σχέση με τις ιταλικές εκλογές, όπως η νομισματική πολιτική και η ενεργειακή κρίση στην Ευρώπη, που έχουν ωθήσει το ενιαίο νόμισμα κάτω από τα επίπεδα ισοτιμίας με το δολάριο», γράφει ο Cingari.

«Ωστόσο, δεν μπορεί να αποκλειστεί μια επιδείνωση των σχέσεων μεταξύ της ιταλικής κυβέρνησης και της Ευρώπης να είχε αντίκτυπο στο ενιαίο νόμισμα σε μεταγενέστερη φάση», γράφει.

Ο Pizzoli της ING είναι πιο αισιόδοξος: «Όταν η ιταλική πολιτική σκηνή αρχίζει να εμφανίζεται στα ραντάρ της αγοράς, συχνά αρχίζουν να εμφανίζονται αρνητικοί κίνδυνοι για το ευρώ… [ωστόσο] οι αγορές μπορεί να χαιρετίσουν ένα αποτέλεσμα που θα αποφέρει σταθερή πλειοψηφία και θα αποκλείει κάποιες ανεπιθύμητες εκπλήξεις… Ο ιταλικός πολιτικός κίνδυνος μπορεί να έχει μάλλον μειωμένο αντίκτυπο στο ευρώ έως τις αρχές του νέου έτους».

Ιταλικές τράπεζες

Το οικονομικό υπόβαθρο δεν είναι καλό για τις ιταλικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται κυρίως στο εσωτερικό της χώρας, ιδιαίτερα στον χρηματοπιστωτικό τομέα.

Μια πρόσφατη έρευνα οικονομολόγων που διεξήχθη από το Bloomberg βλέπει την ιταλική οικονομία να αναπτύσσεται μόνο κατά 0,4% το επόμενο έτος, από 3,3% το 2022, καθώς οι αυξανόμενες τιμές της ενέργειας και τα αυξανόμενα επιτόκια θα αρχίσουν να δείχνουν τις επιπτώσεις τους.

Ο δείκτης FTSE MIB έχει υποχωρήσει κατά περίπου 23% από τις αρχές του 2022, σημειώνοντας μόνον ελαφρώς χαμηλότερη απόδοση σε σχέση με την πτώση κατά 20% του πανευρωπαϊκού Stoxx 600. Ο δείκτης FTSE Italia All-Share Banks έχει υποχωρήσει μόνον κατά 17% για το έτος, ωστόσο αναλυτές σημειώνουν ότι μια ευρύτερη διαφορά Bund-BTP θα δυσκόλευε τη ζωή των εταιρειών του χρηματοοικονομικού κλάδου.

Αναλυτές της JPMorgan υπολογίζουν ότι η αξία των BTP που κατέχουν οι πέντε κορυφαίες τράπεζες της Ιταλίας αντιστοιχεί σε 1,5 φορά το βασικό τους κεφάλαιο. Αν και η αναλογία αυτή έχει μειωθεί από το 2,6 πριν από πέντε χρόνια, ο κλάδος παραμένει ιδιαίτερα εκτεθειμένος στην πτώση της αξίας των ομολόγων και στη διάβρωση των κεφαλαιακών αποθεμάτων των τραπεζών.