Τσακαλώτος: Η ρήξη δεν είναι φετίχ

Τσακαλώτος: Η ρήξη δεν είναι φετίχ

«Συμφωνία να 'ναι και ό,τι να 'ναι, εμείς δεν θα υπογράψουμε».

Συνέντευξη στην εφημερίδα «Αγορά» παραχώρησε ο Υπουργός Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων και συντονιστής της διαπραγμάτευσης Ευκλείδης Τσακαλώτος.

Αναφερόμενος στις προτεραιότητες που θέτει η κυβέρνηση, ο κ. Τσακαλώτος σημείωσε πως όλος ο κόσμος είναι σίγουρος για τις προτεραιότητες της κυβέρνησης, ιδιαίτερα σε σχέση με τους μισθούς και τις συντάξεις.

«Από την άλλη μεριά, για τους πιστωτές δεν είμαστε εντελώς προβλέψιμοι. Αυτή είναι η μεγάλη διαφορά ανάμεσα σε εμάς και τον Σαμαρά ή τον Αναστασιάδη. Για εμάς η ρήξη δεν είναι φετίχ. Δουλεύουμε για την καλή λύση, αλλά όλοι ξέρουν ότι τα όρια μας είναι πολύ συγκεκριμένα» υπογράμμισε ο κ. Τσακαλώτος και προσέθεσε: «Συμφωνία να ΄ναι και ό,τι να ΄ναι, εμείς δεν θα υπογράψουμε».

Ο αναπληρωτής υπουργός υπογραμμίζει ότι η συμφωνία πρέπει να σπάει τον φαύλο κύκλο του extend and pretend. «Δεν είπαμε, όπως μας κατηγορούν, ότι δεν χρειαζόμαστε βοήθεια. Είπαμε ότι δεν βλέπουμε τον λόγο να συνεχίζουμε να σκάβουμε σε έναν λάκκο που έχει αποδειχθεί ότι δεν οδηγεί πουθενά», σημειώνει.

«Η συμφωνία πρέπει να είναι τέτοια που να τελειώνει μια και καλή τη φιλολογία περί Grexit και που σε πρώτη φάση απελευθερώνει την αδρανή ζήτηση όλων εκείνων που καθυστερούν τις δράσεις τους, γιατί φοβούνται το αύριο», ανέφερε μεταξύ άλλων ο κ. Τσακαλώτος και προσέθεσε:

«Η συμφωνία θα πρέπει να επιτρέπει την εφαρμογή μιας διαφορετικής πολιτικής, η οποία θα δίνει τη δυνατότητα σε μεγάλα κομμάτια του πληθυσμού που σήμερα έχουν αποκοπεί, να επανέλθουν ουσιαστικά στο οικονομικό κύκλωμα ως εργαζόμενοι και, κατ΄ επέκταση, καταναλωτές. Και όλα αυτά σε ένα μακροοικονομικό πλαίσιο με χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα και με ένα επενδυτικό πρόγραμμα.

Σε δεύτερη φάση, μια συμφωνία που σου επιτρέπει να εφαρμόσεις τα σχέδια σου για την παραγωγική ανασυγκρότηση και για ένα κράτος με ριζικά διαφορετική σχέση με την κοινωνία και την οικονομία-μια σχέση που βασίζεται στην επέκταση της δημοκρατίας και την αίσθηση του ανήκειν των πολιτών».