Βρυξέλλες εναντίον Πεκίνου και… Ουάσιγκτον
- 17/09/2025, 14:02
- SHARE

Η μάχη για την επιρροή στις πιο αδύναμες οικονομίες δείχνει την ΕΕ να μένει πίσω. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει δεσμευθεί να κατευθύνει το 25% της αναπτυξιακής της βοήθειας για το εμπόριο προς τις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες (ΛΑΧ) έως το 2030. Σύμφωνα όμως με νέα έκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου (ΕΕΣ), η επίτευξη αυτού του στόχου μοιάζει όλο και πιο απίθανη. Η χρηματοδότηση όχι μόνο δεν κινείται ανοδικά αλλά έχει μειωθεί το μερίδιο των ΛΑΧ υποχώρησε από 18% την περίοδο 2010–2015 σε μόλις 12% το 2022.
Από το 2017 έως το 2022, η ΕΕ και τα κράτη μέλη της διοχέτευσαν 17,2 δισ. ευρώ στις ΛΑΧ, ένα κλάσμα του συνόλου των 123 δισ. ευρώ που διατέθηκαν σε όλες τις αναπτυσσόμενες χώρες. Στην πράξη, πάνω από 100 δισ. ευρώ κατέληξαν σε χώρες μεσαίου εισοδήματος, όπου οι ανάγκες είναι μεν υπαρκτές αλλά σαφώς λιγότερο επείγουσες. Για κάθε ευρώ που δαπανήθηκε στις φτωχότερες χώρες, σχεδόν έξι ευρώ πήγαν σε αναπτυσσόμενες οικονομίες υψηλότερου εισοδήματος.
Η ανισορροπία είναι εντυπωσιακή αν συγκριθεί με τη βαρύτητα που έχουν οι ΛΑΧ στο παγκόσμιο εμπόριο: αποτελούν το 12% του πληθυσμού της Γης (880 εκατ. άτομα), αλλά συνεισφέρουν μόλις το 1% στις παγκόσμιες εξαγωγές και λιγότερο από το 2% στο παγκόσμιο ΑΕΠ. Πάνω από το 75% των κατοίκων τους εξακολουθούν να ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας. Με άλλα λόγια, η ΕΕ επενδύει λιγότερο εκεί όπου οι ανάγκες είναι μεγαλύτερες και όπου τα οφέλη από μια στοιχειώδη βελτίωση του εμπορικού δυναμικού θα μπορούσαν να είναι δυσανάλογα υψηλά.
Οι έλεγχοι έργων που πραγματοποίησε το ΕΕΣ σε Ρουάντα, Μαλάουι, Ανγκόλα και Καμπότζη έδειξαν ότι η βοήθεια μπορεί να έχει θετικό αντίκτυπο, τα προγράμματα συνέβαλαν στη βελτίωση τελωνειακών διαδικασιών, στην ανάπτυξη εξαγωγικών ικανοτήτων και στη βελτίωση υποδομών. Ωστόσο, η βιωσιμότητα των έργων είναι αμφίβολη. Οι χώρες-εταίροι συχνά δεν διαθέτουν τους θεσμούς, τις χρηματοδοτικές δυνατότητες ή το επιχειρηματικό περιβάλλον για να κεφαλαιοποιήσουν τα κεκτημένα.
Από το 2017, όταν η στρατηγική της ΕΕ αναθεωρήθηκε, δεν έχει εκπονηθεί ένα επιχειρησιακό σχέδιο με σαφή χρονοδιαγράμματα και ορόσημα. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι Βρυξέλλες και οι εθνικές πρωτεύουσες κινούνται παράλληλα αλλά όχι συντονισμένα. Η ίδια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σημειώνει το ΕΕΣ, δεν έχει αναλύσει σε βάθος γιατί μειώνεται το μερίδιο των ΛΑΧ, ούτε έχει προτείνει διορθωτικές κινήσεις.
«Οι πιθανότητες να φτάσει η ΕΕ τον στόχο του 25% έως το 2030 είναι μηδαμινές», παραδέχθηκε η Bettina Jakobsen, μέλος του ΕΕΣ, καλώντας σε επανεξέταση της στρατηγικής. Εάν η τιμή-στόχος αποδεικνύεται ανέφικτη, υποστηρίζει, θα πρέπει τουλάχιστον να αναπτυχθεί ένα πιο ρεαλιστικό σχέδιο δράσης.
Πέρα από το χρηματοδοτικό έλλειμμα, το πρόβλημα είναι και θεσμικό. Η παρακολούθηση και η αξιολόγηση της βοήθειας παραμένουν ελλιπείς. Οι δείκτες αποτελέσματος είναι ασαφείς, ενώ οι εκθέσεις αποτίμησης περιορίζονται σε επιμέρους έργα χωρίς να καταγράφουν τον συνολικό οικονομικό αντίκτυπο. Έτσι, η ΕΕ δυσκολεύεται να αποδείξει ότι η βοήθειά της όντως ενισχύει το εμπόριο και όχι απλώς να δικαιολογεί τη δαπάνη.
Η αποτυχία δεν είναι αμιγώς τεχνική. Σε μια περίοδο όπου η ΕΕ προσπαθεί να προβάλει τον εαυτό της ως παγκόσμιο παίκτη με αξιόπιστη αναπτυξιακή πολιτική, η αδυναμία της να στηρίξει ουσιαστικά τις φτωχότερες χώρες της υφηλίου υπονομεύει την αξιοπιστία της. Για τις ΛΑΧ, η ενίσχυση της εμπορικής τους βάσης είναι ζωτικής σημασίας. Χωρίς επενδύσεις σε υποδομές, τυποποίηση, πιστοποίηση και χρηματοδότηση, παραμένουν αποκλεισμένες από την παγκόσμια οικονομία.
Αν η ΕΕ δεν διορθώσει την πορεία της, το πιο πιθανό σενάριο είναι ότι οι χώρες που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη θα συνεχίσουν να μένουν στο περιθώριο, ενώ οι πόροι θα κατευθύνονται σε πιο «εύκολες» συνεργασίες. Η βοήθεια για το εμπόριο κινδυνεύει έτσι να καταλήξει σε μια πολιτική με καλές προθέσεις αλλά περιορισμένο αντίκτυπο και σε ένα ακόμη χαμένο στοίχημα για την ευρωπαϊκή αναπτυξιακή στρατηγική.
Η αποτυχία της ΕΕ ξεχωρίζει και στο διεθνές συγκριτικό πλαίσιο. Οι ΗΠΑ, για παράδειγμα, μέσω της USAID και ειδικών προγραμμάτων για την Αφρική, έχουν δώσει μεγαλύτερη έμφαση στη στήριξη εμπορικών δυνατοτήτων με σαφή γεωπολιτικό προσανατολισμό, ιδίως μετά την υπογραφή της African Growth and Opportunity Act. Η Ιαπωνία, μέσω της JICA, διατηρεί μακρά παράδοση χρηματοδότησης υποδομών στις ΛΑΧ, συχνά με υψηλό ποσοστό έργων που συνδέονται με το εμπόριο. Ακόμη και η Κίνα, αν και δεν ανήκει στους παραδοσιακούς δωρητές της DAC, έχει επενδύσει συστηματικά σε έργα λιμένων, σιδηροδρόμων και logistics σε φτωχότερες χώρες της Αφρικής και της Ασίας, εντάσσοντάς τα στη στρατηγική Belt and Road.
Σε μια εποχή όπου η Κίνα χρησιμοποιεί την αναπτυξιακή χρηματοδότηση για να επεκτείνει την επιρροή της, και οι ΗΠΑ αναδιατάσσουν την παρουσία τους στην Αφρική με γεωστρατηγικά κίνητρα, η ΕΕ κινδυνεύει να φανεί «απών παίκτης». Η αναπτυξιακή πολιτική της, αντί να κλείνει το χάσμα πλούσιων και φτωχών, κινδυνεύει να το διευρύνει.