WW International: Από την επανάσταση στις δίαιτες, στην πτώχευση – Ο ρόλος της Όπρα
- 07/05/2025, 16:45
- SHARE

Η WW International – παλαιότερα γνωστή ως WeightWatchers – υπέβαλε αίτηση πτώχευσης, προσπαθώντας να αποφύγει την κατάρρευση μετά από έξι δεκαετίες κυριαρχίας στον κλάδο της διαχείρισης βάρους. Η εταιρεία, που ιδρύθηκε το 1963 και υπήρξε σημείο αναφοράς για εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως, δεν κατάφερε να ακολουθήσει τη νέα εποχή των GLP-1 φαρμάκων όπως το Ozempic και το Wegovy.
Η εταιρεία μπήκε επίσημα στο καθεστώς προστασίας του Κεφαλαίου 11 της αμερικανικής νομοθεσίας, με στόχο τη διαγραφή χρέους ύψους 1,5 δισ. δολαρίων και την αναδιοργάνωση της στρατηγικής της. Σύμφωνα με την ανακοίνωση, οι λειτουργίες της για τα μέλη θα συνεχιστούν κανονικά, ενώ η επανεμφάνισή της ως εισηγμένη αναμένεται εντός 40 ημερών.
Η διευθύνουσα σύμβουλος Tara Comonte δήλωσε ότι η στήριξη των πιστωτών και των επενδυτών «θα δώσει την απαραίτητη ευελιξία για καινοτομία και επανεπένδυση στους πελάτες μας», σε ένα «τοπίο διαχείρισης βάρους που εξελίσσεται ραγδαία».
Η προσπάθεια εκσυγχρονισμού με επενδύσεις στην τηλεϊατρική, επί Σίμα Σιστάνι, αποδείχθηκε ατελέσφορη. Η πλατφόρμα σύνδεσης με γιατρούς που συνταγογραφούσαν φάρμακα απώλειας βάρους δεν κατάφερε να αλλάξει την εικόνα, οδηγώντας την πρώην CEO σε παραίτηση τον Σεπτέμβριο του 2024, μόλις 2,5 χρόνια μετά την ανάληψη των καθηκόντων της.
Σημαντικό πλήγμα υπήρξε και η αποχώρηση της Όπρα Γουίνφρεϊ από το διοικητικό συμβούλιο, καθώς και η απόφασή της να δωρίσει όλες τις μετοχές της σε μουσείο, αποστασιοποιούμενη πλήρως από την εταιρεία που είχε στηρίξει δημόσια στο παρελθόν.
Η μετοχή της WW, που το 2018 είχε φτάσει στα 100 δολάρια, σήμερα διαπραγματεύεται ως «penny stock», αντανακλώντας την απώλεια εμπιστοσύνης της αγοράς. Κι όμως, στο τέλος του 2024 η εταιρεία διατηρούσε ακόμη 3,3 εκατ. συνδρομητές, αριθμός που δείχνει τη δύναμη του brand – αλλά όχι απαραίτητα τη βιωσιμότητά του.
Η ιδρύτριά της, Jean Nidetch, δεν πίστευε σε θαυματουργές λύσεις. Εστίαζε στις προσωπικές επιλογές και στην υποστήριξη της κοινότητας. Όμως σήμερα, η αγορά δείχνει να εμπιστεύεται περισσότερο τη φαρμακευτική επιστήμη παρά την αλληλεγγύη και τη μεσοπρόθεσμη προσπάθεια.