Ζήτημα ποιότητας η ανάπτυξη στην Ελλάδα

Ζήτημα ποιότητας η ανάπτυξη στην Ελλάδα
Η ελληνική σημαία κυματίζει πάνω από Παρθενώνα στο λόφο της Ακρόπολης, Αθήνα, Δευτέρα 20 Αυγούστου 2018. Στις 21 Ιουνίου μετά από συνεδρίαση του Eurogroup αποφασίστηκε η έξοδος της Ελλάδας από το μνημόνιο, το οποίο λήγει και επίσημα στις 20 Αυγούστου του 2018. ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΣΥΜΕΛΑ ΠΑΝΤΖΑΡΤΖΗ Photo: ΑΠΕ-ΜΠΕ
Με δαπάνες του κράτους η ανάκαμψη της οικονομίας - Σε πήλινα πόδια η ιδιωτική κατανάλωση - Ελέφαντας στο δωμάτιο η χαμηλή παραγωγικότητα.

Η μεγέθυνση του ΑΕΠ το τρέχον έτος προέρχεται επί της ουσίας από τη δημόσια κατανάλωση, σε μια οικονομία η οποία στερείται μεγάλων επιχειρήσεων που θα έκαναν τη διαφορά στην παραγωγική βάση της χώρας. Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει μέσα από παρουσιάσεις σε εκδήλωση του Ινστιτούτου Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής, σε συνεργασία με το Ίδρυμα Hanns Seidel, με θέμα «Σταθερά βήματα σε ασταθές έδαφος: Η Ελλάδα απέναντι σε εθνικές και διεθνείς προκλήσεις».

Τα φαινόμενα απατούν

Η αύξηση του ΑΕΠ κατά 1,9% το τρέχον έτος ουσιαστικά προέρχεται από δημόσια κατανάλωση και συγκεκριμένα «από λεφτά που έριξε η προηγούμενη κυβέρνηση», τόνισε ο καθηγητής Οικονομικής Ανάλυσης στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς, Senior Fellow στο Brookings Institution, Θοδωρής Πελαγίδης. Ο ίδιος επικαλέστηκε την άποψη του Τζων Μέυναρντ Κέυνς ότι η επένδυση, αν δεν είναι καλή επένδυση, μπορεί να είναι σπατάλη. «Δεν έχει σημασία το ύψος της ανάπτυξης, έχει σημασία το πώς προέρχεται η ανάπτυξη. Θα ήταν προτιμότερο το ΑΕΠ να ήταν χαμηλότερο και ποιοτικότερο, παρά το αντίστροφο. Η ελληνική οικονομία χρειάζεται επειγόντως παραγωγικότητα», ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Πελαγίδης.

Στο πλαίσιο αυτό, επεσήμανε ότι η μείωση της ανεργίας τα προηγούμενα χρόνια οφείλεται κατά βάση σε δαπάνες του κράτους, υπογραμμίζοντας ότι επί διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ προσλήφθηκαν περισσότεροι από 50.000 εργαζόμενοι στο δημόσιο. Συνολικά οι απασχολούμενοι, σύμφωνα με τον κ. Πελαγίδη, το 2018 ήταν περίπου όσοι και το 2009.

«Αν δεν βελτιωθούν οι παραγωγικοί συντελεστές, δηλαδή η εκπαίδευση, η εργασία και η ποιότητα κεφαλαίου, τότε η Ελλάδα δεν θα ανακάμψει πραγματικά», συμπέρανε ο καθηγητής Πελαγίδης, ο οποίος παρέθεσε στοιχεία σύμφωνα με τα οποία η κατανάλωση στην Ελλάδα -αν εξαιρέσει κανείς τους μη μόνιμους κατοίκους- από το 2014 έως το 2019 δεν αυξήθηκε, αλλά μειώθηκε.

«Ο πληθωρισμός μειώνεται, και μειώνεται όχι επειδή αυξάνεται η παραγωγικότητα, αλλά επειδή υστερεί η δαπάνη», τόνισε ο κ. Πελαγίδης, ο οποίος προέκρινε για την Ελλάδα το μοντέλο της «Φλόριντα της Ευρώπης», παραπέμποντας στο παράδειγμα της Πορτογαλίας: «Να έρθουν εδώ άνθρωποι, να μένουν και να δαπανούν».

Ρυθμιστής η οικονομία κλίμακας και καινοτομίας

«Στην Ελλάδα δεν υπάρχουν αρκετές μεγάλες επιχειρήσεις», συμπέρανε από την πλευρά του ο διευθυντής ερευνών του γερμανικού ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών DIW Berlin Αλέξανδρος Κρητικός, τονίζοντας χαρακτηριστικά ότι μια επιχείρηση με 10.000 εργαζόμενους είναι πιο παραγωγική από 10.000 μονομελείς επιχειρήσεις.

Γι’ αυτό και μίλησε για την ανάγκη ενός νέου κανονιστικού πλαισίου, το οποίο θα προάγει την επιχειρηματικότητα κλίμακας. «Επιχειρηματίας ο οποίος ήθελε να επενδύσει στον τομέα των φωτοβολταϊκών στην Ελλάδα περίμενε 10 χρόνια μόνο και μόνο για την απάντηση στο αίτημα χορήγησης άδειας», σημείωσε ο κ. Κρητικός, ο οποίος στάθηκε επίσης στην παράμετρο του ασταθούς φορολογικού περιβάλλοντος, καθώς και στην έλλειψη καινοτομίας και ψηφιοποίησης: « Άλλες χώρες που αντιμετώπιζαν πρόβλημα σε αυτό το πεδίο έχουν κάνει τεράστια βήματα μπροστά. Η Ισπανία ξεπέρασε πλέον την Ιταλία. Η Ελλάδα, που βρισκόταν περίπου στο επίπεδο της Ισπανίας, έπεσε κι άλλο. Έχει σημασία λοιπόν το ρυθμιστικό πλαίσιο, το οποίο ήταν εμπόδιο στην Ελλάδα ήδη πριν από την κρίση, προκαλώντας τη φυγή των λεγόμενων innovators».

Ο κ. Κρητικός χαρακτήρισε σημαντικό το γεγονός ότι η σημερινή κυβέρνηση αναλαμβάνει την ιδιοκτησία των απαιτούμενων μεταρρυθμίσεων και μίλησε για την ανάγκη «θεσμικής μνήμης» σε μια χώρα: «Δεν μπορεί κάθε 2-3 χρόνια, με κάθε νέα κυβέρνηση, να διακόπτονται projects και να ξεκινούν καινούρια».

Ο ίδιος εξέφρασε την εκτίμηση ότι κακώς οι μεταρρυθμίσεις θεωρούνται αποκλειστικά θέμα κεντρικής διοίκησης, τονίζοντας ότι θα πρέπει να συμμετέχει και η περιφέρεια, με εμπλοκή της τοπικής αυτοδιοίκησης, ώστε να ενισχυθούν τα κίνητρα στις τοπικές κοινωνίες. Στο πλαίσιο αυτό, έφερε το παράδειγμα της επιβολής φόρων στις τοπικές επιχειρήσεις από τις τοπικές αρχές, ώστε να ενισχυθεί και να λειτουργήσει με τα αντίστοιχα οφέλη για την οικονομία ο ανταγωνισμός στην επικράτεια.