FT: Το «παιχνίδι» της Γερμανίας για το ελληνικό χρέος

FT: Το «παιχνίδι» της Γερμανίας για το ελληνικό χρέος

«Εάν οι Ευρωπαίοι θέλουν να δανείζουν την Ελλάδα παρουσιάζοντάς την ως φερέγγυα, ας το κάνουν, αλλά με δικά τους χρήματα», αναφέρει η βρετανική εφημερίδα.

Μέχρι ένα σημείο, οι επαναλαμβανόμενες ελληνικές κρίσεις θα έλεγε κανείς ότι ταιριάζουν με την ιδέα του Καρλ Μαρξ ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται, αλλά πρώτα ως τραγωδία και μετά ως φάρσα. Η Ελλάδα έφτασε κοντά στην έξοδο από την ευρωζώνη την περσινή χρονιά και πιθανότατα να πλησιάσει και φέτος. Ωστόσο αυτό το σενάρο φαντάζει απίθανο.

Όμως είναι αναμενόμενες οι έντονες εντάσεις τις επόμενες εβδομάδες και μήνες καθώς η Ελλάδα και οι πιστωτές της θα προσπαθούν να συμφωνήσουν στην πρώτη αξιολόγηση του περσινού προγράμματος διάσωσης.

Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έχει καταλήξει στο συμπέρασμα πως το δημόσιο χρέος της Ελλάδας, στο 180% του ΑΕΠ, δεν είναι βιώσιμο, ούτε και ο συμφωνημένος στόχος για ετήσιο πρωτογενές πλεόνασμα, προ τόκων, ύψους 3,5% του ΑΕΠ. Το Ταμείο επιμένει στην ελάφρυνση του χρέους, όμως η Γερμανία παραμένει αρνητική.

Μάλιστα, πριν έναν χρόνο, η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ και ο υπουργός Οικονομικών της Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, «πούλησαν» την ελληνική διάσωση στο κόμμα τους και στο γερμανικό κοινοβούλιο σαν ένα δάνειο. Υποστήριξαν δε πως αν γίνει αποδεκτή η απομείωση του χρέους, τότε το δάνειο μετατρέπεται σε μεταφορά και εφόσον γίνει αποδεκτή η αρχή της έκτακτης μεταφοράς στην Ελλάδα, τότε θα μπει στο δρόμο αυτού που οι Γερμανοί αποκαλούν μια ένωση μεταφορών, μια ένωση όπου αυτοί πληρώνουν και οι άλλοι λαμβάνουν.

Από την πλευρά τους, ανώτατοι γερμανοί αξιωματούχοι συμφωνούν πως η Αθήνα χρειάζεται ελάφρυνση χρέους. Ωστόσο, είναι παγιδευμένοι στη ψευδαίσθηση πως η Ελλάδα είναι φερέγγυα, αυτή την ιδέα δηλαδή τους «πούλησαν» τα μέλη των κομμάτων τους. Χωρίς αυτό το ψέμα, η Ελλάδα δεν θα ήταν πλέον μέλος της ευρωζώνης. Το ψέμα, όμως, δεν μπορεί να συνεχιστεί.

Και επιμονή του ΔΝΤ στην ελάφρυνση χρέους είναι αυτό που θα μπορούσε να εκθέσει αυτό το δέμα. Η επικεφαλής του Ταμείου Κριστίν Λαγκάρντ, πέρυσι έθεσε ως όρο για τη συμμετοχή του ΔΝΤ στη διάσωση, τη συζήτηση για την ελάφρυνση του χρέους.

Από την πλευρά του, ο Σόιμπλε συμφώνησε απρόθυμα, όμως κατάφερε να εισάγει τις λέξεις «αν χρειαστεί», που του δίνουν περιθώριο ελιγμού. Όμως το Βερολίνο κατάφερε να θέσει άλλον έναν όρο: να συμμετέχει και το ΔΝΤ στη διάσωση.

Και γι’ αυτό το λόγο η θέση της Γερμανίας είναι πλέον ευάλωτη. Είναι γνωστό πως το τεχνικό κλιμάκιο του ΔΝΤ εμμένει σταθερά στην αντίθεσή του να εμπλακεί σε μια διάσωση χωρίς συμφωνία για την ελάφρυνση χρέους. Το πρόβλημα είναι πως οι πολιτικές δεν καθορίζονται από το τεχνικό κλιμάκιο αλλά από τους μετόχους του ΔΝΤ.

Οι Ευρωπαίοι και οι ΗΠΑ είναι οι κυρίαρχοι μέτοχοι άρα το αποτέλεσμα αυτής της μάχης θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από την άποψη της Ουάσινγκτον.

Για να βγει από το αδιέξοδο, ο Σόιμπλε πρόσφατα έκανε μια άλλη πρόταση: να δεχθεί η Γερμανία μεν τη συζήτηση για το χρέος, μόνο όμως από το 2018 και μετά.

Η ημερομηνία δεν είναι τυχαία και επιλέχθηκε προσεκτικά, καθώς «πέφτει» μετά τις επόμενες ομοσπονδιακές εκλογές και δεν είναι ξεκάθαρο αν θα εξακολουθήσει ο ίδιος να είναι υπουργός Οικονομικών, ή ακόμα και στην κυβέρνηση.

Δεν είναι καθόλου απίθανο η Χριστιανοδημοκρατική Ένωση, το κόμμα του δηλαδή, να ηγηθεί της επόμενης κυβέρνησης, καθώς η εκλογική αριθμητική καθιστά απίθανο κάποιον άλλον σχηματισμό.

Ωστόσο, προτείνει να δεσμεύσει τον επόμενο διάδοχό του σε αυτή την πορεία δράσης, όμως μια τέτοια δέσμευση δεν έχει καμία αξιοπιστία.

Το ΔΝΤ απέρριψε την ιδέα αυτή την προηγούμενη εβδομάδα, και δικαίως. Θέλει να ξεκαθαρίσει τώρα η κατάσταση, ή, όπως μου είπε πρόσφατα αξιωματούχος, θέλει να… ανακτήσει την χαμένη του παρθενία.

Κάνοντάς το αυτό, θα αποκαταστήσει τη φήμη του και θα αποκαλυφθεί η «μπλόφα» του Βερολίνου. Υπάρχει, βέβαια, κίνδυνος αυτή η αναμέτρηση να πυροδοτήσει μια ακόμα κρίση στην ευρωζώνη. Η Μέρκελ έχει καλό λόγο να μην αφήσει την κατάσταση να κλιμακωθεί.

Η αποκατάσταση του ελληνικού χρέους μπορεί να μην είναι δημοφιλής στην Bundestag όμως μια ακόμα κρίση στην ευρωζώνη θα ήταν μια πολιτική καταστροφή γι’ αυτήν, καθώς θα εξέθετε την ατιμία της στρατηγικής της για διάσωση της ευρωζώνης. Θεωρείται απίθανο λοιπόν να ρισκάρει ένα Grexit σε μια φάση που η συμφωνία της με την Τουρκία για την επαναπροώθηση των προσφύγων που φτάνουν στην Ελλάδα βρίσκεται στα πρόθυρα της κατάρρευσης.

Πολλές κρίσεις αιωρούνται στην Ευρώπη. Η ιδέα μιας ακόμα συνόδου για να συζητηθεί η Ελλάδα γεμίζει με φόβο τους αξιωματούχους.

Συνεπώς το συμπέρασμά είναι πως μια αξιόπιστη απειλή από το ΔΝΤ να «τραβήξει την πριζα» στη συμμετοχή της στην ελληνική διάσωση θα μπορούσε να αναγκάσει τους Ευρωπαίους, και ιδιαίτερα τους Γερμανούς, να ξεκαθαρίσουν τη θέση τους.

Αν οι ευρωπαίοι θέλουν να συνεχίσουν το «παράταση και προσποίηση», να δίνουν τα δάνεια και να προσποιούνται πως η Ελλάδα είναι φερέγγυα, ας είναι. Όμως θα πρέπει τουλάχιστον να το κάνουν αυτό με δικά τους χρήματα. Στην περίπτωση αυτή, θα πρέπει να εξαγοράσουν τα δάνεια διάσωσης του ΔΝΤ προς την Αθήνα, κάτι που σημαίνει πως θα πρέπει να αναλάβουν τις πιστώσεις του Ταμείου προς την Ελλάδα.

Η Ελλάδα θα μπορούσε παράλληλα να συνεχίσει να μην μπορεί να αποπληρώσει τα χρέη της, να βρίσκεται στο διηνεκές σε ύφεση, όμως να είναι επαρκώς χρηματοδοτημένη και εντός της ευρωζώνης. Η καλύτερη λύση, βεβαίως, θα ήταν το ΔΝΤ να παραμείνει και να ξεκινήσουν οι συζητήσεις για μείωση του χρέους.

Οι πιστωτές δεν χρειάζεται καν να συμφωνήσουν σε «κούρεμα», σε επίσημη μείωση του αρχικού χρέους, ωστόσο θα μπορούσαν να αυξήσουν τις περιόδους χάριτος, να επιμηκύνουν τις λήξεις και να μειώσουν τα επιτόκια προς το μηδέν. Ακόμη, θα μπορούσαν να συνδέσουν μέρος του ελληνικού χρέους με τις οικονομικές επιδόσεις της χώρας.

Όσο χαμηλότερη η ανάπτυξη, τόσο μεγαλύτερη η διαγραφή. Επιπλέον, θα μπορούσαν να συμφωνήσουν να τιτλοποιήσουν μέρος του χρέους. Όπως φαίνεται υπάρχουν πολλές τεχνικές επιλογές για την αποκατάσταση της δημοσιονομικής φερεγγυότητας της χώρας. Ο συνδυασμός της ελάφρυνσης χρέους, μιας ρεαλιστικής δημοσιονομικής προοπτικής και οικονομικών μεταρρυθμίσεων, θα έβαζαν με τη μια τέλος στην ελληνική κρίση.