ΙΟΒΕ: Η ελληνική οικονομία κινδυνεύει ακόμη

ΙΟΒΕ: Η ελληνική οικονομία κινδυνεύει ακόμη

Η μελέτη του Ιδρύματος και της «The Boston Consulting Group» αναγνωρίζει τις θετικές εξελίξεις, αλλά τονίζει την ανάγκη για μεταρρυθμίσεις.

Παρά τις θετικές εξελίξεις, παραμένει ισχυρός ο κίνδυνος η ελληνική οικονομία να μην πετύχει σταθερά θετικούς και σημαντικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Ο βιώσιμος δρόμος για την ανάπτυξη διέρχεται από την ουσιαστική αλλαγή του τρόπου λειτουργίας της οικονομίας σε σχέση με το παρελθόν.

Αυτό προκύπτει από μελέτη του ΙΟΒΕ και της «The Boston Consulting Group» (BCG) με τίτλο «ο ρόλος των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και οι προοπτικές της Ελληνικής οικονομίας», η οποία παρουσιάστηκε σήμερα σε εκδήλωση των επτά μεγάλων διμερών Επιμελητηρίων (Ελληνοαμερικανικό, Ελληνοβρετανικό, Ελληνογαλλικό, Ελληνογερμανικό, Ελληνοϊταλικό, Ελληνοολλανδικό και Ελληνοσουηδικό), σε κεντρικό αθηναϊκό ξενοδοχείο.

Σύμφωνα με την ίδια μελέτη, ο εξωτερικός δανεισμός της χώρας, τόσο του δημόσιου, όσο και του τραπεζικού τομέα, αναμένεται να συνεχίσει να αντιμετωπίζει περιορισμούς στο προβλεπόμενο μέλλον, προερχόμενους κυρίως από το κόστος του. Έτσι, η αναπτυξιακή ώθηση αναγκαστικά θα πρέπει να προέλθει από εξαγωγές, υποκατάσταση εισαγωγών και άμεσες επενδύσεις, από επιχειρήσεις και επενδυτές που βρίσκονται ήδη στην Ελλάδα, αλλά και από εισροή κεφαλαίων στην πραγματική οικονομία από το εξωτερικό, παρά, όπως στο πρόσφατο παρελθόν, από κατανάλωση ωθούμενη από δανεισμό.

Όπως προκύπτει από τη μελέτη, προκειμένου εφεξής να είναι όσο το δυνατόν περισσότερο αποτελεσματική η μεταρρυθμιστική πολιτική και σε σύντομο χρονικό διάστημα, απαιτείται ο κατάλληλος σχεδιασμός της. Στη συγκεκριμένη διαδικασία είναι αρχικά απαραίτητος ο καθορισμός των βασικών κατευθύνσεων των μεταρρυθμιστικών αποφάσεων και ενεργειών. Η ίδιας έντασης μεταρρυθμιστική προσπάθεια σε όλα τα επίπεδα, χωρίς να έχουν τεθεί ορισμένες προτεραιότητες, ούτε μεγιστοποιεί την αποτελεσματικότητά της, ούτε επισπεύδει τις επιδιωκόμενες εξελίξεις. Στο σχεδιασμό πρέπει να ληφθούν υπόψη σε μεγάλο βαθμό οι βασικοί παράγοντες ανασυγκρότησης της ελληνικής οικονομίας που αναλύθηκαν παραπάνω, καθώς και οι πτυχές της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας που αποτελούν, διαχρονικά ή τα τελευταία χρόνια, τροχοπέδη στην εξέλιξή της, όπως πχ. η χαμηλή ανταγωνιστικότητά της, η αναποτελεσματικότητα της λειτουργίας του κράτους, η έντονη όξυνση της ανεργίας, ιδίως των νέων, με επακόλουθο την εξάπλωση φαινομένων κοινωνικού αποκλεισμού.

Τούτων δεδομένων, η μεταρρυθμιστική πολιτική πρέπει να εστιάσει σε τέσσερα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας, τα οποία καθορίζουν κατά κύριο λόγο τις προοπτικές κάθε χώρας, δηλαδή τη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητά της, την εξωστρέφειά της, το ρόλο του κράτους στην οικονομία και το βαθμό πρόσβασης-συμμετοχής της κοινωνίας στις οικονομικές-τεχνολογικές εξελίξεις.

Αναλυτικά, λαμβάνοντας υπόψη τη σταδιακή διεύρυνση του χάσματος ανταγωνιστικότητας διαχρονικά ανάμεσα στην ελληνική οικονομία και στο μέσο όρο των ανεπτυγμένων χωρών, χρειάζονται συντονισμένες δράσεις για την ενίσχυση της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας. Αυτή δεν εξαρτάται μόνο από το σχετικό κόστος παραγωγής – στο οποίο έχουν πραγματοποιηθεί τα τελευταία χρόνια εκτεταμένες προσαρμογές – και τις τιμές των τελικών προϊόντων και υπηρεσιών. Συσχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με την ποιότητά τους, το τεχνολογικό τους περιεχόμενο και το βαθμό διαφοροποίησής τους. Η σημαντική βελτίωση ως προς αυτά τα χαρακτηριστικά επέρχεται διεθνώς όλο και περισσότερο μέσω της δημιουργίας και ενσωμάτωσης καινοτομιών. Η εξέλιξη της παγκόσμιας οικονομίας καθορίζεται πλέον σε μεγάλο βαθμό από την παραγωγή και την αξιοποίηση γνώσης. Συνεπώς, προκειμένου να καλυφθεί μέρος της υστέρησης της Ελλάδας, έναντι των υπόλοιπων αναπτυγμένων χώρων στην παραγωγή καινοτομιών, απαιτείται υποστήριξη επενδύσεων σε ερευνητικές δραστηριότητες, στην εφαρμογή και τη διάχυση των αποτελεσμάτων τους. Οι μεταρρυθμίσεις με αυτό το περιεχόμενο πρέπει να διευκολύνουν σημαντικά την άντληση ωφελειών από δραστηριότητες σε Έρευνα & Τεχνολογική Ανάπτυξη, κάμπτοντας την αντίληψη ότι αυτές συνεπάγονται μόνο ή κυρίως υψηλό ρίσκο.

Η σταδιακή αναβάθμιση της ανταγωνιστικότητας των εγχωρίως παραγόμενων προϊόντων και υπηρεσιών, αποτελεί μια εκ των πλέον βασικών προϋποθέσεων για την άρση της εσωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας. Δεν επαρκεί όμως για την απαιτούμενη σημαντική και σταθερή ενίσχυση της διεθνοποίησής της, προκειμένου να μεταβληθεί το αναπτυξιακό πρότυπό της. Η συντριπτική πλειονότητα των ελληνικών επιχειρήσεων δεν έχει έρθει σε επαφή με διεθνείς αγορές, συνεπώς δεν γνωρίζει τους κανόνες λειτουργίας τους.

Από την άλλη πλευρά, οι διαχρονικά εξωστρεφείς ελληνικές επιχειρήσεις, αλλά και όσες προσπαθούν τα τελευταία χρόνια να βγουν έξω από τα σύνορα της χώρας, αντιμετωπίζουν σημαντικά προσκόμματα, τα οποία προέρχονται από τον τρόπο λειτουργίας των δημόσιων υπηρεσιών που είναι επιφορτισμένες με τον έλεγχο των εξαγωγικών/εισαγωγικών ροών. Ακολούθως, για την επίτευξη υψηλής εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας, που είναι βασικό δομικό χαρακτηριστικό των ανεπτυγμένων οικονομιών, απαιτείται σειρά μεταρρυθμίσεων στις εξαγωγικές διαδικασίες, αλλά και για την κατάλληλη προετοιμασία-ενημέρωση των επιχειρήσεων για το διεθνές περιβάλλον και τη διευκόλυνση της δικτύωσής τους.

Σύμφωνα με την ίδια μελέτη, η δομή και ο τρόπος λειτουργίας του κράτους αποτελούν διαχρονικά εστίες εμποδίων και προβλημάτων σε ένα ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων των επιχειρήσεων και των πολιτών. Η πολυνομία, η συχνή έλλειψη σαφούς ιεραρχίας ή/και κατανομής αρμοδιοτήτων στο δημόσιο τομέα, οι πολλές αλλαγές στη δομή του κράτους, επέφεραν κατακερματισμό εξουσιών και ανάπτυξη γραφειοκρατίας. Αυτά με τη σειρά τους, οδήγησαν στην εκδήλωση φαινομένων διαφθοράς, γενικευμένης σε ορισμένα τμήματα του κρατικού μηχανισμού και της δημόσιας διοίκησης, η οποία ευνοήθηκε και από την ανυπαρξία ή την αναποτελεσματικότητα ενός αξιόπιστου μηχανισμού επιβολής κυρώσεων. Τα προβλήματα για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά στην Ελλάδα από τη λειτουργία του κράτους αύξησε και μεγέθυνε η υψηλή συμμετοχή του στην παραγωγική δραστηριότητα, σε βασικούς τομείς της οικονομίας (πχ. παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, επικοινωνίες, μεταφορές), συχνά με πλήρη αποκλεισμό αντίστοιχης δραστηριότητας από τον ιδιωτικό τομέα. Η δημιουργία πολυδαίδαλων δομών και ο γραφειοκρατικός τρόπος λειτουργίας κυριαρχούσαν σταδιακά και σε αυτούς τους τομείς.

Τούτων δεδομένων, για την άρση των εμποδίων στην επιχειρηματική δραστηριότητα και για τη διευκόλυνση των πολιτών, απαιτείται ριζική αλλαγή στο ρόλο του ελληνικού κράτους στην οικονομία, στη δομή και στον τρόπο λειτουργίας σε όλα τα επίπεδά του. Η αναποτελεσματικότητά του ως παραγωγός, στην Ελλάδα και διεθνώς, καταδεικνύει ότι η συμμετοχή του στην παραγωγική δραστηριότητα πρέπει να περιοριστεί σε βασικά δημόσια αγαθά και υπηρεσίες (πχ. εθνική άμυνα, υγεία, παιδεία). Σε ότι αφορά τη διάρθρωση και τη λειτουργία του, απαιτείται συγχώνευση υπηρεσιών και αρμοδιοτήτων, αποσαφήνιση της ιεραρχίας, μείωση και απλοποίηση διαδικασιών στις συναλλαγές με πολίτες και επιχειρήσεις. Ο ρόλος της αποκεντρωμένης διοίκησης πρέπει να ενισχυθεί σημαντικά στη νέα δομή, περιορίζοντας τον υδροκεφαλισμό του κράτους και αναδεικνύοντας τοπικές ανάγκες και δυνατότητες. Η καθιέρωση και λειτουργία αξιόπιστων, αδιάβλητων μηχανισμών ελέγχου θα αποσοβήσει φαινόμενα διαφθοράς και παραμέλησης-παράβασης καθηκόντων, βελτιώνοντας την αποδοτικότητα της νέας δομής.

Ο πλέον καθοριστικός παράγοντας για την επιτυχία της παραγωγικής αναδιάρθρωσης και της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας, είναι αναμφίβολα η συμμετοχή όσο το δυνατόν μεγαλύτερου τμήματος της κοινωνίας σε αμφότερα. Η ώθηση του νέου αναπτυξιακού προτύπου στην οικονομία και η αποδοτικότητα των δυνατοτήτων, που δημιουργούνται από τις μεταρρυθμίσεις, θα μεγιστοποιηθούν από την παροχή πρόσβασης σε αυτά στη μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού της χώρας. Κρίσιμος παράγοντας επιτυχίας είναι η προσέγγισή τους από κοινωνικές ομάδες που πλήγηκαν έντονα από την ύφεση των τελευταίων ετών, όπως για παράδειγμα οι νέοι. Η γρήγορη ένταξη στο καινούργιο πλαίσιο εξελίξεων και προοπτικών δεν πρέπει να αφεθεί στην τύχη. Αντιθέτως, είναι απαραίτητο να ενθαρρυνθεί και να υποστηριχθεί με κατάλληλες πρωτοβουλίες. Συγκεκριμένα, απαιτείται ένα σύνολο σχετικών ενεργειών, που θα λειτουργήσει ως δίχτυ επανένταξης κοινωνικών ομάδων οι οποίες βιώνουν τα τελευταία χρόνια συνθήκες κοινωνικού αποκλεισμού. Αυτές οι δράσεις θα συγκροτήσουν τρόπον τινά ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο, παρέχοντας ευκαιρίες και κίνητρα συμμετοχής στη προσπάθεια της χώρας. Πρέπει να καλύπτουν την εκπαίδευση από τις αρχικές της βαθμίδες, την κατάρτιση-επανακατάρτιση ανέργων και εργαζομένων, την αγορά εργασίας, την κοινωνική ασφάλιση κ.ά.

Για την υλοποίηση των τεσσάρων κατευθύνσεων του μεταρρυθμιστικού κύματος, αναλύονται στην μελέτη οι μεταρρυθμίσεις που έχουν ολοκληρωθεί ή βρίσκονται στο στάδιο της εφαρμογής, καθώς και όσες είναι απαραίτητες για την ολοκλήρωση της μεταρρυθμιστικής διαδικασίας. Βασικές κατευθύνσεις της μεταρρυθμιστικής πολιτικής για την οικονομική και κοινωνική ανασυγκρότηση θεωρούνται τα εξής:

– Ταχύτερη και αποτελεσματικότερη απονομή δικαιοσύνης
– Σταθερό, απλό και προβλέψιμο φορολογικό πλαίσιο
– Βιώσιμο και δίκαιο ασφαλιστικό σύστημα
– Καταπολέμηση της νεανικής ανεργίας
– Μεγαλύτερη ευελιξία του Εκπαιδευτικού Συστήματος, με συνεχή αξιολόγηση για την αναβάθμισή του
– Προώθηση της Έρευνας και εμπορική αξιοποίηση καινοτομιών
– Πάταξη της διαφθοράς, γραφειοκρατίας, και πολυνομίας
– Επιτάχυνση και διαφάνεια στις δημόσιες συμβάσεις
– Ενίσχυση της διεθνοποίησης της ελληνικής οικονομίας.

Διαβάστε ακόμη:

Μείωση της ανάπτυξης στις χώρες του ΟΟΣΑ το α’ τρίμηνο του 2014

Λάδι, μέλι και αυγοτάραχο μπορούν να βγάλουν την Ελλάδα από την ύφεση

«Βουτιά» της απασχόλησης στην Ευρώπη