To φάντασμα ενός συναλλαγματικού πολέμου

To φάντασμα ενός συναλλαγματικού πολέμου

Πώς οι ριψοκίνδυνες τακτικές υποτίμησης των νομισμάτων μπορούν να οδηγήσουν την παγκόσμια οικονομία σε κατάσταση περιδίνησης.

Από τον Γιάννη Παπαδογιάννη

Σχεδόν πέντε χρόνια μετά το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης, όλες οι ενδείξεις δείχνουν ότι, επιτέλους, η κατάσταση στην παγκόσμια οικονομία σταθεροποιείται. Το φάσμα της κατάρρευσης της ευρωζώνης διαλύεται και φαίνεται ότι τα χειρότερα για την ευρωζώνη αλλά και την παγκόσμια οικονομία βρίσκονται πίσω. Ωστόσο η θετική αυτή εικόνα δεν σημαίνει ότι ο ορίζοντας είναι ανέφελος.

Η προοπτική ενός νέου συναλλαγματικού πολέμου ή ακριβέστερα της διεύρυνσης των μετώπων του συναλλαγματικού πολέμου που ξεκίνησε το 2010, στον απόηχο της χρηματοπιστωτικής κρίσης, σχηματίζεται ολοένα και πιο απειλητική. Με την οικονομία των ΗΠΑ να παραμένει σε πορεία «χαμηλής πτήσης» και τις οικονομίες της ευρωζώνης και της Ιαπωνίας να είναι παγιδευμένες στην ύφεση και την υπερχρέωση, οι πολιτικές ηγεσίες δεν έχουν και πολλά περιθώρια, πέραν της εφαρμογής ολοένα και πιο «χαλαρών» νομισματικών πολιτικών. Όμως πρόκειται για τακτική υψηλού κινδύνου.Ένας συναλλαγματικός πόλεμος θα μπορούσε να απελευθερώσει τις δυνάμεις της αστάθειας και της αβεβαιότητας, εκτροχιάζοντας εκ νέου την παγκόσμια οικονομία. Σε επίπεδο δηλώσεων, όλοι συμφωνούν για την ανάγκη αποφυγής ενός συναλλαγματικού πολέμου, ωστόσο στην πράξη πολλά κράτη επιδιώκουν την υποτίμηση των νομισμάτων τους ώστε να αποκτήσουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.

Διαβάστε επίσης: Στο 1 τετράκις εκατομμύριο γιεν το χρέος της Ιαπωνίας!

Η Τράπεζα της Ιαπωνίας προχώρησε στην υιοθέτηση ενός ιδιαίτερα επιθετικού προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης, με κύριο στόχο να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο του αποπληθωρισμού που ταλανίζει τη χώρα εδώ και δεκαπέντε χρόνια. Είναι χαρακτηριστικό ότι από τον περασμένο Νοέμβριο το ιαπωνικό νόμισμα (γιεν) έχει απολέσει πάνω από το 20% της αξίας του.

Στη συνάντηση των 20 ισχυρότερων οικονομιών του πλανήτη (G20), που πραγματοποιήθηκε τον περασμένο Φεβρουάριο στην Ουάσινγκτον, οι χώρες υπογράμμισαν: «Θα αποφύγουμε την ανταγωνιστική υποτίμηση και δεν θα στοχεύσουμε στις συναλλαγματικές μας ισοτιμίες για ανταγωνιστικούς λόγους». Όμως υπάρχει μία αντίφαση: όλοι θέλουν να αποφύγουν έναν πόλεμο νομισμάτων, αλλά ταυτόχρονα θέλουν το δικό τους νόμισμα να χάσει αξία, ώστε να αποκτήσουν πλεονέκτημα στη μάχη των εξαγωγών.

Το Βερολίνο δεν «βλέπει» παγκόσμιο νομισματικό πόλεμο

Η ολοένα και πιο συχνή εφαρμογή πολιτικών «νομισματικής» χαλάρωσης προκαλεί την επέκταση του πολέμου των νομισμάτων, με τελικό αποτέλεσμα οι επενδυτές να στρέφονται στις αναδυόμενες οικονομίες αναζητώντας υψηλότερες αποδόσεις. Αυτός ήταν ο βασικός λόγος των μαζικών εισροών κεφαλαίων που σημειώθηκαν σε πολλές χώρες της Λατινικής Αμερικής, στο τέλος του 2012. Στόχος τους ήταν να περιφρουρήσουν τις συναλλαγματικές ισοτιμίες και να αποτρέψουν την ανατίμηση των νομισμάτων τους.

Όπως έγραψε αναλυτής της γαλλικής τράπεζας Societe Generale, «δεν πρόκειται για αντιπαράθεση των G6 με την Ιαπωνία, αλλά των G7 με την ομάδα των G13».

Όλα αυτά δημιουργούν μεγάλη αστάθεια και μεταβλητότητα στην αγορά συναλλάγματος, με τους επενδυτές να προσπαθούν να κατανοήσουν μια ακατανόητη πραγματικότητα. Από τις αρχές του έτους, παρά τις θετικές εξελίξεις για την ευρωζώνη, το ευρώ σε σχέση με το δολάριο καταγράφει μικρές απώλειες και βρίσκεται κάτω από το επίπεδο του 1,30. Αντίθετα, το ευρώ έχει ενισχύσει σημαντικά την αξία του έναντι της βρετανικής στερλίνας λόγω των ανησυχιών που έχουν δημιουργηθεί για την πορεία της βρετανικής οικονομίας.

Διαβάστε ακόμη: Yπερπληθωρισμός εν όψει;

*Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Fortune που κυκλοφορεί στα περίπτερα.