Aνάλυση: Νέος «ψυχρός πόλεμος» ή «θερμή» ειρήνη;

Aνάλυση: Νέος «ψυχρός πόλεμος» ή «θερμή» ειρήνη;
H ανάδυση ενός πολυπολικού κόσμου, με πολλά παράλληλα κέντρα ισχύος, οδηγεί σε ένα καθεστώς «Θερμής –εύφλεκτης δηλαδή– Ειρήνης». Οι νέες ισορροπίες και η τεράστια ευκαιρία της Ελλάδας.
Άρθρο του Πέτρου Ευθυμίου.
Άρθρο του Πέτρου Ευθυμίου.

Στις 22 Οκτωβρίου, στο αμερικανικό Counter Punch, ο David Vine καλεί σε μια γεωπολιτική άσκηση, αφού παραθέτει τα βασικά σημεία της συμφωνίας AUΚUS, της συμμαχίας των ΗΠΑ, Αυστραλίας και Μεγάλης Βρετανίας, που περιλαμβάνει και την παράδοση πυρηνοκίνητων υποβρυχίων στην Αυστραλία, με το περίφημο «σπάσιμο» της πρότερης συμφωνίας με τη Γαλλία. Η συμφωνία AUΚUS, που επικαλείται «την ασφάλεια, την ειρήνη και τη σταθερότητα στον Ειρηνικό», είναι φανερό ότι επιχειρεί να ανακόψει κατ’ αρχήν την Κίνα στη διεκδίκηση κυριαρχίας που αυτή προβάλλει στον Νότιο Ειρηνικό, τον οποίο οι Κινέζοι αποκαλούν «South China Sea».

Ο David Vine προκαλεί τους Αµερικανούς να µπουν στη θέση της κυβέρνησης Biden αν ξαφνικά µια ηµέρα ανακοινωνόταν η δηµιουργία της συµµαχίας «VERUCH», από τα αρχικά της Βενεζουέλας, της Ρωσίας και της Κίνας, που θα περιελάµβανε τη δηµιουργία µιας κινεζικής βάσης στη Βενεζουέλα. «Αναλογιστείτε», προκαλεί o Vine, την αντίδραση των ΗΠΑ,  όταν χιλιάδες Κινέζοι στρατιωτικοί, µε κάθε τύπο πολεµικού αεροσκάφους, µε υποβρύχια και πολεµικά πλοία, µε χιλιάδες προσωπικό και εγκαταστάσεις κυβερνοπολέµου, θα  εγκαθίστανται «κάτω από τη µύτη» της Αµερικής.

«Σκεφτείτε, επίσης, στρατιωτικές ασκήσεις µε ρωσικές και κινεζικές δυνάµεις όχι µόνον στη Βενεζουέλα, αλλά και στον Ατλαντικό, σε απόσταση πλήγµατος από τις ΗΠΑ. Και πώς θα νιώθαµε στις ΗΠΑ αν η VERUCH υποσχόταν στη Βενεζουέλα έναν στόλο πυρηνικών υποβρυχίων µαζί µε τη µεταφορά πυρηνικής τεχνολογίας και εµπλουτισµένου ουρανίου για στρατιωτική χρήση…». Ολοκληρώνοντας την εικόνα, ο Vine αναφέρει ότι ήδη οι ΗΠΑ έχουν επτά στρατιωτικές βάσεις στην Αυστραλία (η τελευταία δηµιουργήθηκε επί προεδρίας Obama) και σχεδόν άλλες 300 στην Ανατολική Ασία.

Από την τηλεδιάσκεψη με αφορμή τη συμφωνία AUKUS μεταξύ ΗΠΑ, Αυστραλίας και Μεγάλης Βρετανίας.

ΑΠΟ ΤΗΝ «ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ» ΣΤΗ «ΘΕΡΜΗ ΕΙΡΗΝΗ»

Ήδη, οι περισσότεροι αναλυτές προβλέπουν ότι οι ερχόµενες δεκαετίες θα σφραγιστούν από έναν νέο «Ψυχρό Πόλεµο», αυτήν τη φορά µεταξύ ΗΠΑ και Κίνας. Και αρκετοί είναι εκείνοι που φοβούνται ότι η συνολική δυναµική της Κίνας, κατά πολύ ανώτερη από τη µόνο στρατιωτική ισοπλία της ΕΣΣΔ, θα καταστήσει πιθανό ακόµα και έναν Γ’ Παγκόσµιο Πόλεµο. Όµως το πλανητικό γεωπολιτικό τοπίο είναι πολύ πιο περίπλοκο από τον ανταγωνισµό ΗΠΑ-Κίνας και το σχήµα ενός µεταξύ τους «ψυχρού πολέµου». Γιατί ο Ψυχρός Πόλεµος µεταξύ των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ διέθετε ένα στοιχείο ισορροπίας. Επρόκειτο για δύο συνασπισµούς οι οποίοι επικαθόριζαν την παγκόσµια ισορροπία δυνάµεων. Έτσι η ανθρωπότητα έζησε επί µισό αιώνα τη λεγόµενη «ισορροπία του τρόµου», αλλά ισορροπία, δηλαδή, σε γενικές γραµµές, σε µια προβλέψιµη συνθήκη της «διπολικότητας» του πλανήτη.

Τώρα, αντίθετα, βιώνουµε την ανάδυση ενός πολυπολικού κόσµου, όχι µόνον µε µια «κύρια αντίθεση», όπως λέγαν παλαιότερα οι µαρξιστές, αλλά µε πολλά κέντρα ισχύος, µε αντιθέσεις όχι µόνον προς τους κεντρικούς πόλους, αλλά και ανάµεσά τους. Έτσι ώστε, αν δεν έχουµε Ψυχρό Πόλεµο, να ζούµε σε ένα καθεστώς «Θερµής –εύφλεκτης, δηλαδή– Ειρήνης».

Η Ινδία διεκδικεί χώρο επιρροής και διέξοδο όχι µόνον ανατολικά, αλλά και δυτικά της. Δεν συναντά αποκλειστικά το άµεσο εµπόδιο του Πακιστάν, αλλά τέµνεται µε «τον δρόµο του µεταξιού» της Κίνας. Δεν είναι µόνον πυρηνική δύναµη, αλλά προγραµµατίζει την πλήρη στρατιωτική της ανάπτυξη και διερευνά βάσεις στήριξης προς την Αφρική και τη Μεσόγειο. Ήδη πανηγυρίζει τις επιτυχείς δοκιµές του δεύτερου αεροπλανοφόρου της, που κατασκευάστηκε µε ινδική τεχνογνωσία – και είναι ακόµα στην αρχή των εξοπλιστικών της προγραµµάτων.

Η Ρωσία επιδιώκει την ανασύσταση της παγκόσµιας επιρροής της πρώην ΕΣΣΔ. Με την επέµβασή της στη Συρία και τη Λιβύη, εδραιώνει την παρουσία στη Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή. Με την προσάρτηση της Κριµαίας θυµίζει την αποφασιστικότητά της προς τα δυτικά, όπως µε την Οσσετία και την Αµπχαζία, έπραξε στον Καύκασο. Στην Κεντρική Ασία ανταγωνίζεται µε την Κίνα και την Τουρκία, ενώ εργάζεται συστηµατικά για τη διεύρυνση της επιρροής της στα Βαλκάνια.

Η Τουρκία εξελίσσεται σταθερά σε µια υπολογίσιµη αναθεωρητική περιφερειακή δύναµη, µε το πρόσθετο στοιχείο της επιχείρησης πολιτικής εκπροσώπησης του µουσουλµανικού τόξου. Το Ιράν διεκδικεί τον δικό του ρόλο µε πολύπλοκες συµµαχίες και αντιπαλότητες, από την άµεση περιοχή του ως τον Λίβανο και το σιιτικό τόξο.

Χώρες που έδειχναν να είναι σε χειµερία νάρκη, όπως η Ιαπωνία και η Ινδονησία, ρίχνουν απότοµα βάρος στην αύξηση της στρατιωτικής τους ισχύος και της γεωπολιτικής τους επιρροής. Η Βραζιλία επιδιώκει έναν ευρύτερο ρόλο όχι µόνον στην ήπειρό της, αλλά και µε συµµετοχή σε ευρύτερους συνασπισµούς, οικονοµικού κατ’ αρχήν χαρακτήρα. Ακόµα και η Ευρωπαϊκή Ένωση, αργά, διστακτικά, αλλά όλο και πιο σταθερά, προσανατολίζεται στην εµβάθυνση της κοινής εξωτερικής και αµυντικής της πολιτικής, καθώς καµιά από τις χώρες-µέλη, µόνη της –ακόµα και η Γερµανία και η Γαλλία–  δεν µπορεί να διαδραµατίσει έναν σοβαρό παγκόσµιο ρόλο.

ΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΑΣΤΑΘΕΙΑΣ

Σε αυτό το ταραγµένο σκηνικό, των τεκτονικών αλλαγών στο παγκόσµιο σύστηµα ασφαλείας, εισέρχονται άλλοι δύο παράγοντες αστάθειας, χωρίς να υπολογίσει κανείς τις επιπτώσεις της πανδηµίας. Παράγοντας ρευστότητας είναι, προσθέτως, η τεράστια µεταβολή στο παγκόσµιο σύστηµα των οικονοµικών «σταθερών», που είχε δηµιουργήσει η παγκοσµιοποίηση τα τελευταία τριάντα χρόνια. Η «ελευθερία των αγορών» αµφισβητείται, οι κανόνες του Παγκόσµιου Οργανισµού Εµπορίου γίνονται «λάστιχο», η επιβολή δασµών και ο κρατικός προστατευτισµός αρχίζουν να γίνονται κανονικότητα, ενώ σηµειώνεται µια τεράστια µεταβολή: η πολιτική εξουσία παίρνει παντού το «πάνω χέρι» έναντι της αχαλίνωτης αυθαιρεσίας των αγορών, την ίδια στιγµή που ενισχύεται η λογική του εθνικού κράτους και των εξουσιών του, έναντι υπερεθνικών οργανισµών και θεσµών.

Δεύτερος παράγοντας ρευστότητας και αστάθειας είναι η ραγδαία επιδείνωση της κλιµατικής αλλαγής, που οδηγεί σε σπασµωδικές και ελάχιστα µελετηµένες, όπως αποδεικνύεται, αντιδράσεις. Τα µέτρα για την αντιµετώπιση της κλιµατικής αλλαγής, σε συνδυασµό µε τις επιπτώσεις της πανδηµίας και τους οικονοµικούς και εµπορικούς πολέµους που εκδηλώθηκαν ενδιαµέσως, προκάλεσαν την ενεργειακή κρίση και την κρίση στην εφοδιαστική αλυσίδα, την ίδια στιγµή που το φάσµα του πληθωρισµού πλανάται τόσο πάνω από τις ΗΠΑ όσο και στην Ευρώπη. Μπορεί οι Κεντρικές Τράπεζες και οι κυβερνήσεις να καθησυχάζουν ότι όλα αυτά είναι παροδικά, αλλά η κρίση αναδεικνύει τα θεµελιώδη προβλήµατα των δυτικών οικονοµιών, µετά την τριαντάχρονη µεταφορά της παραγωγής στην Ασία, κυρίως στην Κίνα. Τώρα έγινε αντιληπτό, για παράδειγµα, ότι η Ενωµένη Ευρώπη παράγει µόλις το 5% των ηµιαγωγών που χρειάζεται η βιοµηχανία της. Όπως και ότι τα φάρµακά της παράγονται κυρίως στην Ινδία.

Για όλους αυτούς τους λόγους είναι πολύ δύσκολο να θεωρήσει κανείς ότι όσα εξαγγέλλονται σήµερα θα αποτελέσουν τις βεβαιότητες του αύριο. Ήδη ενεργοποιούνται πάλι οι ρυπογόνες ενεργειακές µονάδες του λιθάνθρακα σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Και, ίσως, δεν θα έχανε κανείς τα λεφτά του αν στοιχηµάτιζε σήµερα ότι σε πολύ λίγο χρόνο θα λάβει µορφή χιονοστιβάδας η πρόταση να θεωρηθεί «πράσινη» η λεγόµενη «καθαρή» πυρηνική ενέργεια, όπως πιέζουν ήδη αρκετές χώρες, µε πρώτη τη Γαλλία.

Αν κάποιος είναι αντισυστηµικός επαναστάτης, βλέποντας αυτό το ταραγµένο διεθνές τοπίο, θα µπορούσε να αναφωνήσει ως νέος Μάο Τσε Τουνγκ «µεγάλη αναταραχή, υπέροχη κατάσταση». Αν, όµως, η ελπίδα είναι να επικρατήσει ειρήνη και συνεννόηση στον κόσµο, τότε τα πάντα επιστρέφουν σε αυτό που είχε ξεχαστεί, απαξιωθεί και λοιδορηθεί, δηλαδή στην Πολιτική. Αν υπάρχει οποιαδήποτε αµφιβολία, ο Trump και ο Biden είναι το πιο πρόσφατο παράδειγµα για το πώς µια πολιτική επιλογή κάνει τη διαφορά.

Στη δική µας περίπτωση, για την Ελλάδα, όλα αυτά συνιστούν µια πρόκληση και είναι µια ευκαιρία. Η πρόκληση έγκειται στο γεγονός ότι η Ελλάδα αντιµετωπίζει µια ευθεία απειλή στα κυριαρχικά της δικαιώµατα, αλλά και στην ίδια την εθνική της κυριαρχία. Η Τουρκία, και όχι µόνον λόγω του Erdogan, είναι µια σαφώς ανερχόµενη περιφερειακή δύναµη, που έχει επιτύχει να επιβάλει σε όλους τους µεγάλους «παίκτες» την «ιδιαιτερότητά» της. Οι ΗΠΑ δεν θέλουν να την «χάσουν», η Ρωσία προσδοκά επωφελείς «µοιρασιές» σε ζώνες αµοιβαίων ή και ανταγωνιστικών συµφερόντων, για την Κίνα είναι κρίσιµος κόµβος στους σχεδιασµούς της και για τη Γερµανία είναι η ιστορική «γέφυρα» παρουσίας της στη Μέση Ανατολή.

ΤΟ ΤΑΡΑΓΜΕΝΟ ΤΟΠΙΟ ΜΕ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΑ ΚΑΙ  Η ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑ∆ΑΣ

Σε αυτή την ταραγµένη περίοδο της µετακίνησης των τεκτονικών πλακών του διεθνούς συστήµατος ασφαλείας, η Τουρκία ταλαντεύεται µε τον πειρασµό να επιχειρήσει να επιβάλει τις διεκδικήσεις της έναντι της Ελλάδας, καθώς, ως τώρα, όλες οι προκλήσεις της «πέρασαν», κατ’ ουσίαν, ατιµωρητί από τους διεθνείς παράγοντες, µε πιο χαρακτηριστικό τελευταίο παράδειγµα την ταπείνωση των δέκα χωρών που «κατάπιαν» το διάβηµά τους για την υπόθεση Καβαλά, για τη δίωξη του οποίου υπάρχει αµετάκλητη καταδίκη της από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.

Ο µόνος πιθανός λόγος που συγκρατεί προς το παρόν την Τουρκία είναι η σαφής αίσθηση ότι τελικά υπάρχει µια «κόκκινη γραµµή» της Ελλάδας που θα οδηγήσει σε πλήρη, µείζονα πολεµική εµπλοκή. Μια πλήρης, µείζων πολεµική εµπλοκή επιτρέπει στην Ελλάδα να χρησιµοποιήσει το κεφάλαιο της συµµετοχής της στον σκληρό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την Ελληνογαλλική Συµφωνία, τη Συµφωνία µε τις ΗΠΑ και το δίκτυο των διµερών και πολυµερών σχέσεων που έχει αναπτύξει και συνεχίζει να δηµιουργεί, έτσι ώστε, ανεξαρτήτως εκβάσεως στο πεδίο της σύγκρουσης, η κατάληξη να είναι υποχρεωτικά για την Τουρκία η Χάγη, και όχι ο «πολιτικός διάλογος» µε βάση την «αρχή της  ευθυδικίας», που επιδιώκει να επιβάλει. Είναι η αποφασιστικότητα της Ελλάδας πρωτευόντως, και οι σχέσεις που έχει δηµιουργήσει συµπληρωµατικά, που αποτρέπουν την Τουρκία από τη βίαιη επιχείρηση δηµιουργίας τετελεσµένων ως προς τις επιδιώξεις της.

Η έλλειψη προβλεψιμότητας της Τουρκίας δίνει στην Ελλάδα τη δυνατότητα να προβάλλει ως το μόνο σημείο σταθερότητας και ασφάλειας στη ΝΑ Ευρώπη.

Είναι, όµως, αυτό το ταραγµένο τοπίο µια τεράστια ευκαιρία για την Ελλάδα. Γιατί η έλλειψη προβλεψιµότητας της Τουρκίας δίνει στην Ελλάδα τη δυνατότητα να προβάλλει ως το µόνο σηµείο σταθερότητας και ασφάλειας στη ΝΑ Ευρώπη, το Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, καθώς είναι η µοναδική χώρα που ανήκει ταυτόχρονα στην ΕΕ, στο ΝΑΤΟ και έχει πυκνό πλέγµα διµερών τριµερών και πολυµερών σχέσεων, χωρίς εµπλοκές και ανταγωνισµούς, από το Ισραήλ και την Αίγυπτο έως τα Ενωµένα Αραβικά Εµιράτα και τη Σαουδική Αραβία.

Σε αυτό τα ταραγµένο διεθνές τοπίο, η µεγαλύτερη κατοχύρωση κάθε χώρας, πέρα από τη σωστή ένταξή της ως προς τις συµµαχίες της, είναι η αύξηση της εθνικής της ισχύος. Και η Ελλάδα έχει µπροστά της την πρόκληση της παραγωγικής της ανασυγκρότησης και της δηµιουργίας µιας εξωστρεφούς, ανταγωνιστικής οικονοµίας. Όρος και προϋπόθεση είναι ο εκσυγχρονισµός του κράτους και των θεσµών, από την κεντρική Διοίκηση, τις Ένοπλες Δυνάµεις, την Παιδεία, την Υγεία, την Δικαιοσύνη. Και αναγκαία συνθήκη για την επιτυχία είναι ο εθνικός σχεδιασµός, και η πολιτική και κοινωνική συναίνεση γιά την πραγµάτωση τους. Δύσκολο, αλλά όχι ακατόρθωτο!

*Το άρθρο δημοσιεύεται στο νέο τεύχος του Fortune Greece που κυκλοφορεί αυτή την Παρασκευή 05/11 στα περίπτερα.