Aπό την υπόσχεση της παγκοσμιοποίησης στην πλήρη απορρύθμιση

Aπό την υπόσχεση της παγκοσμιοποίησης στην πλήρη απορρύθμιση
Εκτός από τη Β. Κορέα, δεν υπάρχει σήμερα χώρα στον κόσμο που να μπορεί να χαρακτηριστεί «κλειστή» οικονομία. Η εξέλιξη των τελευταίων 40 χρόνων υπό το έμβλημα της «παγκοσμιοποίησης», κατέστησε και την πιο ισχυρή εθνική οικονομία άμεσα εξαρτημένη από τις διεθνείς εξελίξεις.

Η βασική υπόθεση εργασίας των δυνάμεων που επιδίωκαν το όλο και μεγαλύτερο άνοιγμα των αγορών και την απελευθέρωση από κρατικές ρυθμίσεις, στηριζόταν στη βεβαιότητα ότι θα υπάρξει στον κόσμο μια νέα διεθνής τάξη πραγμάτων, υπό τη ηγεμονία των ΗΠΑ. Αυτή η Pax Americana, όπως αποτυπωνόταν στις συμφωνίες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, ενέπνευσε και τα οράματα τύπου Φουκουγιάμα ότι έρχεται το «τέλος της Ιστορίας» μέσα από την επικράτηση της Δημοκρατίας και ευημερίας στον πλανήτη, με την εγγύηση της «μίας και μόνης υπερδύναμης». Όμως η Αμερική απεδείχθη αδύναμη και ανεπαρκής να εμπνεύσει και να επιβάλει αυτή τη νέα παγκόσμια τάξη.

Σαράντα χρόνια από τη στιγμή που η Μάργκαρετ Θάτσερ και ο Ρόναλντ Ρίγκαν κήρυξαν την έφοδο για την απελευθέρωση των αγορών, σήμερα οι σάλπιγγες παγκοσμίως καλούν σε άτακτη υποχώρηση. Όσο κυριαρχούσαν τα δύο μεγάλα μπλοκ, το ΝΑΤΟ και το Σύμφωνο της Βαρσοβίας, στηρίζονταν μεν στην «ισορροπία του τρόμου» του Ψυχρού πολέμου, αλλά υπήρχε, ταυτόχρονα, μια διεθνής σταθερότητα με αναγνωρίσιμους κώδικες. Λίγο πολύ ένα κράτος ή μια επιχείρηση μπορούσαν να κάνουν –σχετικά ασφαλείς– μακροπρόθεσμες προβλέψεις και υπολογισμούς.

Η σημερινή εικόνα είναι εντελώς αντίστροφη. Μοναδική βεβαιότητα είναι η αβεβαιότητα. Η παγκοσμιοποίηση αναστρέφεται και το έθνος-κράτος επιστρέφει στον παραδοσιακό του ρόλο. Στο παγκόσμιο εμπόριο επανερχόμαστε στους δασμούς. Γιγάντια οικονομικά κρατικά προγράμματα στηρίζουν τις εθνικές βιομηχανίες.

Σχεδόν 400 δισ. δολάρια διέθεσε μέχρι τώρα ο Μπάιντεν με το πρόγραμμα Inflation Reduction Act και κρατά ανοιχτό το ενδεχόμενο πρόσθετου πακέτου. Από την πλευρά του ο Τραμπ έχει ως σημαία –αν εκλεγεί– την επιβολή δασμών ύψους 10% σε κάθε εισαγόμενο αγαθό, εφόσον παράγεται επίσης στις ΗΠΑ – και είναι από τις υποσχέσεις που ο Τραμπ τηρεί. Αλλά αυτή είναι η πρώτη επίπτωση από την απορρύθμιση των διεθνών οικονομικών κανόνων και σχέσεων. Γνώρισμα της εποχής της αβεβαιότητας είναι η απορρύθμιση σε όλα τα επίπεδα. Πριν από όλα στο γεωπολιτικό.

Οι ΗΠΑ παραμένουν μεν η σαφώς οικονομικά και στρατιωτικά υπερέχουσα υπερδύναμη, αλλά το παγκόσμιο τοπίο δεν προσδιορίζεται από τις επιθυμίες της Αμερικής. Δεν είναι μόνον η πρόκληση της Κίνας, ως αντίπαλον δέος, που υψώνεται γρήγορα και σταθερά απέναντί της. Η σημερινή εικόνα του πλανήτη είναι μια διαρκής αλλαγή ισορροπίας δυνάμεων, καθώς δίπλα στις ΗΠΑ και την Κίνα, μαζί με τη Ρωσία που επιδιώκει ανασύσταση της απωλεσθείσας αυτοκρατορίας, αναπτύσσονται περιφερειακές δυνάμεις, όπως η Ινδία, το Πακιστάν, το Ιράν, η Τουρκία, η Βραζιλία, η καθεμιά με δική της «ατζέντα», ορισμένες δε από αυτές τις δυνάμεις διαθέτουν και πυρηνικό οπλοστάσιο.

Επιταχυντής της απορρύθμισης αποδεικνύεται η κλιματική κρίση. Ενώ οι κλιματικές μεταβολές επηρεάζουν πλανητικά όλες τις κοινωνίες και οικονομίες, δεν οδηγούν ωστόσο σε κοινή αντιμετώπιση του προβλήματος – στη μόνη αποτελεσματική επιλογή. Αντίθετα, προσθέτουν νέες διαιρετικές τομές, όπως δείχνει η πράξη, με την αποτυχία των διεθνών Συνόδων να επισφραγίσουν μια κοινή στάση. Οι πόλεμοι, είτε στην Ουκρανία είτε στη Γάζα, αναδεικνύουν πόσο ευπαθές είναι το διεθνές σύστημα από επιπτώσεις στην ενέργεια, την εφοδιαστική αλυσίδα και την επισιτιστική επάρκεια εξαιτίας ανεξέλεγκτων περιφερειακών συγκρούσεων.

Αυτό το νέο περιβάλλον δρα απορρυθμιστικά και στο εσωτερικό των κοινωνιών. Τα σαράντα χρόνια της φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης μπορεί να ευνόησαν τον παλαιότερα λεγόμενο «τρίτο κόσμο» με βελτίωση των εισοδημάτων, αλλά στον δυτικό κόσμο αποθηριώθηκαν οι ανισότητες, συμπιέστηκε η μεσαία τάξη και φτωχοποιήθηκαν μεγάλα τμήματα της κοινωνίας. Το αποτέλεσμα είναι οι ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Ένωση να κλονίζονται στα θεμέλια της κοινωνικής τους συνοχής και της παραδοσιακής πολιτικής συναίνεσης. Στην Αμερική ο διχασμός προσλαμβάνει δυναμική εμφύλιας σύγκρουσης με την πόλωση που καλλιεργεί ο Ντόναλντ Τραμπ και παρεισφρέει ο φόβος ακόμα και αντιδημοκρατικής εκτροπής. Η Ευρώπη έζησε ήδη το Brexit, ενώ παντού το ανερχόμενο πολιτικό ρεύμα είναι η εθνικιστική ακροδεξιά, με ανοιχτή άρνηση της Ενωμένης Ευρώπης και της αξίας του ευρωπαϊκού εγχειρήματος.

Ακόμα και η Ατλαντική Συμμαχία μπορεί να αποδειχθεί εύθραυστη σε περίπτωση που εκλεγεί ο Τραμπ και αναθεωρήσει τις «σταθερές» της Συμμαχίας, επιδιώκοντας τα «ντιλ» με τον Πούτιν και τον Ερντογάν και ενισχύοντας τις φυγόκεντρες δυνάμεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση, επιβραβεύοντας τους Όρμπαν και Βίλντερς.
Σε αυτό το ρευστό και αβέβαιο τοπίο, η Ελλάδα επιμένει –και ορθά– ότι με την πλήρη ένταξή της στη Δύση, στο ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, συσφίγγοντας –όσο μπορεί– τις σχέσεις με τις ΗΠΑ, βρίσκεται στη «σωστή πλευρά της Ιστορίας». Αυτό είναι βέβαιο. Αλλά αυτός είναι ο αγιασμός. Και όπως λέει σοφά ο λαός, «καλός ο αγιασμός, αλλά ας έχουμε και μια γάτα». Πριν από όλα, η Ελλάδα έχει μια ορατή, διαρκώς κλιμακούμενη απειλή, όχι μόνον στα κυριαρχικά της δικαιώματα στις θαλάσσιες ζώνες, αλλά στην ίδια την εδαφική της ακεραιότητα. Η Τουρκία έχει καταστήσει σαφές με τον επισημότερο τρόπο, με το Τουρκο-λυβικό Μνημόνιο και τις επιστολές της στον ΟΗΕ, ότι –κατ’ ουσίαν– διεκδικεί ως τουρκικό οτιδήποτε κείται ανατολικά του 25ου μεσημβρινού. Δηλαδή, το μισό Αιγαίο και όλη η ανατολική Μεσόγειος, όπως ακριβώς προσδιορίζει το δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας».

Ταυτόχρονα, η Τουρκία εξελίσσεται σε μια ιδιαίτερα υπολογίσιμη περιφερειακή δύναμη. Η επιρροή της στον μουσουλμανικό κόσμο, στις τουρκόφωνες χώρες της Κεντρικής Ευρασίας, η συστηματική διείσδυση στην Αφρική, ο έλεγχος της Ερυθράς Θάλασσας και των Στενών του Άντεν, την καθιστούν ακόμα πιο υπολογίσιμη στη διεθνή σκακιέρα. Η ανάπτυξη της οικονομίας της και η εκτίναξη της εθνικής αμυντικής βιομηχανίας τόσο σε παραδοσιακούς όσο και καινοτόμους τομείς, προσδίδουν στην Τουρκία επαρκή αυτονομία ώστε να διαλέγεται από θέση ασφαλείας και εθνικής ισχύος, είτε με τις ΗΠΑ είτε με τη Ρωσία είτε με την Κίνα. Οποιαδήποτε απορρύθμιση των νατοϊκών δεσμών, οποιοσδήποτε κλονισμός συνοχής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε συνδυασμό με την αποκατάσταση καλών σχέσεων με τις ΗΠΑ –στο ενδεχόμενο προεδρίας Τραμπ– μπορεί να δώσουν στην Τουρκία την ευκαιρία να πραγματώσει manu militari τον εθνικό της σχεδιασμό, όπως ακριβώς έπραξε πριν πενήντα χρόνια στην Κύπρο.

Τί σημαίνει όμως για την Ελλάδα; Ότι πέραν του αγιασμού, πρέπει να έχει και τη γάτα; Το πρώτο επίπεδο απάντησης είναι αυτό που ήδη πράττει: να διαθέτει ισχυρές Ένοπλες Δυνάμεις αποτροπής, ώστε να είναι ρεαλιστικό το σενάριο να οδηγηθούμε ειρηνικά στη Χάγη. Και είναι πολύ θετικό ότι ο υπουργός Εθνικής Άμυνας Νίκος Δένδιας αναθεωρεί το αμυντικό δόγμα στηριζόμενος στην καινοτομία του σύγχρονου πολέμου, τη διακλαδικότητα, την αξιοποίηση του συνόλου του ανθρώπινου δυναμικού της χώρας, ανδρών και γυναικών, τη στροφή στην εθνική αμυντική βιομηχανία.

Αλλά ισχυρές Ένοπλες Δυνάμεις προϋποθέτουν ισχυρή κοινωνία και ισχυρή οικονομία. Έχουμε ελάχιστο χρόνο ως το 2032 που τελειώνει η ευνοϊκή περίοδος αποπληρωμής του χρέους, για να θεμελιώσουμε μια σύγχρονη, διεθνώς ανταγωνιστική οικονομία. Όμως, δεν μπορεί να υπάρξει εκτίναξη της ανάπτυξης χωρίς ένα σύγχρονο και αποτελεσματικό κράτος στη Δημόσια Διοίκηση και τη Δικαιοσύνη, χωρίς ένα εκπαιδευτικό σύστημα άμεσα συνυφασμένο με τις παραγωγικές ανάγκες της χώρας.

Παρά τις μεταρρυθμιστικές εξαγγελίες και προθέσεις, στον πυρήνα της η χώρα μας παραμένει στάσιμη και η Οικονομία της σαθρή, μη ανταγωνιστική. Αυτό δείχνει η σταθερή διεύρυνση του ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Ενώ οι προβλέψεις του προϋπολογισμού για ανάπτυξη ήταν 2,4% για το 2023, καθηλωθήκαμε τελικά στο 2%. Αυτό συνέβη διότι η πρόβλεψη του προϋπολογισμού για τις επενδύσεις ήταν ότι θα αυξηθούν κατά 15,5%, ενώ αυξήθηκαν, τελικά, μόνον κατά 4%,

Πώς περιμένουμε λοιπόν να έχουμε ενδογενή ανάπτυξη, όταν δεν μπορούμε καν να αξιοποιήσουμε τα έτοιμα; Είναι μάλλον φανερό ότι αν δεν αλλάξουμε, θα βουλιάξουμε.

*Το άρθρο δημοσιεύεται στο νέο τεύχος του Fortune που κυκλοφορεί αυτή την Παρασκευή 22/03 στα περίπτερα.