Aπόστολος Ταμβακάκης: Οι εταιρείες δεν είναι τα άψυχα νούμερα, αλλά οι άνθρωποί τους

Aπόστολος Ταμβακάκης: Οι εταιρείες δεν είναι τα άψυχα νούμερα, αλλά οι άνθρωποί τους

Ο επικεφαλής της EOS Capital Partners μιλά για το EquiFund, τον τραπεζικό κλάδο, την οικονομία, αλλά και τη νέα γενιά Ελλήνων επιχειρηματιών.

O Απόστολος Ταμβακάκης είναι μάνατζερ, επενδυτής, στέλεχος της αγοράς με μεγάλη πείρα σε τομείς κομβικούς για την οικονομία, όπως οι τράπεζες και η διοίκηση επιχειρήσεων.

Δεν συνηθίζει να «μασάει» τα λόγια του και τοποθετείται με ακρίβεια όταν και όπου χρειάζεται. Με τη νέα επενδυτική του ομάδα, την EOS Capital Partners, θα συνεπενδύσει μέσω του EquiFund, του νέου υπερταμείου που συνδημιούργησαν το EIF και το υπουργείο Ανάπτυξης, περισσότερα από 100 εκατ. ευρώ σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις.

Μιλώντας στο Fortune, αναλύει την επενδυτική στρατηγική της EOS, επισημαίνει ότι το fund ήρθε για να μείνει και τονίζει ότι δουλειά τους δεν είναι απλώς να δώσουν χρήματα σε επιχειρήσεις. Αυτό που θέλει να κομίσει είναι ιδέες, να ανοίξει νέους ορίζοντες και να βοηθήσει τις εταιρείες στα δύσκολα βήματα που χρειάζονται για να μεγαλώσουν και να γίνουν ανταγωνιστικές, βάζοντας στο επίκεντρο τους ανθρώπους τους. Πιστεύει ότι το EquiFund δεν είναι «Game Changer» για την αγορά, καθώς καλύπτει μικρό μέρος των αναγκών χρηματοδότησης των ελληνικών ΜμΕ, αλλά είναι μια σημαντική πρωτοβουλία που θα ενισχύσει την αγορά Private Equity. Μάλιστα έρχεται την κατάλληλη στιγμή για την οικονομία, τώρα που όλοι είναι έτοιμοι στους βατήρες για να ξεκινήσουν.

Αναφέρεται στο τραπεζικό σύστημα, που γνωρίζει όσο λίγοι, και προβλέπει ότι ο τρόπος σύμφωνα με τον οποίο οι τράπεζες θα διαχειριστούν τα «κόκκινα» δάνεια μπορεί να αλλάξει το επιχειρηματικό τοπίο. Θεωρεί ότι η οικονομία είναι σε τροχιά ανάκαμψης, όπως μαρτυρούν και οι δείκτες της, όμως χρειάζεται ακόμη προσπάθεια για να ανεβούμε επίπεδο.

Τέλος, εκφράζει την πεποίθησή του ότι έρχεται μια νέα γενιά Ελλήνων επιχειρηματιών που θα παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στην επόμενη σελίδα η οποία γράφεται για την Ελλάδα.

Σε πρόσφατη τοποθέτησή σας στη διάσκεψη της ΕΕΝΕ θέσατε ως στρατηγικό στόχο η EOS Capital Partners να επενδύσει σε μικρομεσαίες εταιρείες με τζίρο έως 50 εκατ. ευρώ. Σε ποια φάση βρίσκεται σήμερα η επενδυτική σας δραστηριότητα και ποιοι είναι οι κλάδοι με την καλύτερη προοπτική;

H EOS Capital Partners έχει ξεκινήσει τη δραστηριότητά της ουσιαστικά εδώ και τρεις μήνες. Επενδύουμε σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜμΕ) και διαχειριζόμαστε 100 εκατ. ευρώ, που μπορεί να γίνουν μέχρι και 120 εκατ. ευρώ σύντομα. Είμαστε όλο αυτό το διάστημα σε έναν «οργασμό» επαφών με πολλές εταιρείες και έχουμε βάλει στο ραντάρ μας περίπου 400 ΜμΕ, οι οποίες είναι πραγματικά μια και μια. Είναι αδιανόητος ο «πλούτος» των επιχειρήσεων που υπάρχει σε αυτό το επίπεδο στην Ελλάδα. Ωστόσο, το πιο ενδιαφέρον είναι ότι, παρά την κρίση, έχουν καταφέρει να σημειώσουν ισχυρές επιδόσεις, διπλασιάζοντας τον τζίρο τους και ανεβάζοντας κατά περίπου τρεις φορές το EBITDA τους.

Αυτές οι εταιρείες τα κατάφεραν χάρη σε έναν συνδυασμό παραγόντων. Η κρίση τις βρήκε με χαμηλό δανεισμό, ενώ οι άνθρωποι που τις «τρέχουν» είναι αυτό που ονομάζουμε «νοικοκυραίοι». Το προϊόν τους στέκεται πολύ καλά στην αγορά, ενώ έγιναν πιο εξωστρεφείς μέσα στην κρίση. Επίσης, ακόμη ένας βασικός παράγοντας είναι ότι ο ηγέτης/-τες της αγοράς, στους κλάδους δραστηριοποίησής τους, είχε σοβαρό πρόβλημα. Οπότε σε μια συρρικνουμένη «πίτα» είδαν τα μερίδιά τους να μεγαλώνουν, σε μια ανακατανομή που παρατηρήθηκε σε πολλές αγορές τα τελευταία οκτώ χρόνια.

Μόνο το τελευταίο διάστημα έχουμε πραγματοποιήσει ραντεβού με περίπου 70 εταιρείες. Από το σύνολο των επενδύσεων που θα πραγματοποιήσουμε υπολογίζουμε ότι το 50% θα κατευθυνθεί στο food industry και το υπόλοιπο σε εταιρείες με άλλες δραστηριότητες (π.χ. fintech, packaging, τουρισμός κ.λπ.). Συνολικά στοχεύουμε σε δέκα επενδύσεις των 8-12 εκατ. ευρώ η καθεμία. Με άλλα λόγια στοχεύουμε στις «μεγάλες» μικρομεσαίες επιχειρήσεις με τζίρο από 20 έως 50 εκατ. ευρώ. Ο λόγος είναι ότι μπορούμε καλύτερα να διαχειριστούμε δέκα εταιρείες και να απαντήσουμε στις πραγματικές τους ανάγκες, ενώ με όσο περισσότερα χρήματα ενισχύεις μια εταιρεία τόσο πιο γρήγορα αυτά αποδίδουν στην παρούσα περίοδο.

To ΕquiFund τα επόμενα πέντε χρόνια αναμένεται να ενισχύσει την αγορά με τουλάχιστον 500 εκατ. ευρώ. Πώς κρίνετε τη συγκεκριμένη πρωτοβουλία; Πιστεύετε ότι μπορεί να είναι «Game Changer» για τις επιχειρήσεις;

Τα 500 εκατ. ευρώ είναι ένα σημαντικό νούμερο για την αγορά, όμως δεν είναι «Game Changer», καθώς αντιστοιχούν σε ένα μικρό ποσοστό των συνολικών αναγκών που έχουν οι ελληνικές επιχειρήσεις.  Σύμφωνα με έρευνα της PwC, οι ανάγκες χρηματοδότησης των ΜμΕ ανέρχονται σε 13 δισ. ευρώ (7 δισ. ευρώ σε κεφάλαια και 6 δισ. ευρώ σε δάνεια). Άρα καταλαβαίνετε ότι τα 500 εκατ. ευρώ είναι «σταγόνα στον ωκεανό». Η έλλειψη επενδυτικών κεφαλαίων στην Ελλάδα είναι ένα γεγονός που όλοι το γνωρίζουμε και επισημαίνουμε, με το ποσοστό των επενδύσεων σε σχέση με το ΑΕΠ της οικονομίας να είναι σχεδόν το μισό σε σχέση με τον μέσο όρο στην Ευρώπη. Σε κάθε περίπτωση τέτοιες πρωτοβουλίες, την κατάλληλη χρονικά στιγμή, σε συνδυασμό με την ενεργοποίηση και των ξενών funds, αλλά και των τραπεζών, θα βοηθήσουν πολύ.

tamvakakis3

Πώς κρίνετε τη δομή του υπερταμείου που σχεδιάστηκε αποκλειστικά για την Ελλάδα και ποια ήταν η διαδικασία επιλογής των funds;

Αναμφίβολα ήταν μια ενδιαφέρουσα πρωτοβουλία, η οποία καλύπτει μέσω των funds που συνεπενδύουν πολλά κομμάτια της αγοράς, όπως τις ΜμΕ, τις νεοφυείς επιχειρήσεις και την καινοτομία. Περάσαμε από μια δύσκολη διαδρομή, με επεξεργασία και ανάλυση των στοιχείων από το Ευρωπαϊκό Επενδυτικό Ταμείο (EIF) και μέσω μιας εντελώς αντικειμενικής διαδικασίας επιλέχθηκαν οι επενδυτικές ομάδες που έπρεπε να εξασφαλίσουν επιπλέον ιδιωτικά κεφάλαια. Μέσα από αυτή τη διαδικασία θα αρχίσει μια αναβίωση του Private Equity στην Ελλάδα, το οποίο είναι εξαιρετικά υποανεπτυγμένο σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρώπη.

Πού αποδίδετε το γεγονός ότι η χρηματοδότηση μέσω VCs στην ελληνική αγορά είναι πολύ χαμηλή σε σχέση με τον μέσο όρο στην Ε.Ε. Είναι μόνο θέμα αγοράς ή και νοοτροπίας;

Φοβάμαι ότι είναι και τα δύο, αλλά μέσω της πρωτοβουλίας του EquiFund η κατάσταση αυτή έχει μια σημαντική πιθανότητα να βελτιωθεί. Η δική μας ομάδα δεν σχηματίστηκε απλώς για να συγκεντρώσει 120 εκατ. ευρώ, αλλά για να είναι εδώ και στο μέλλον και να προχωρήσει σε περισσότερες επενδυτικές ενέργειες, με δημιουργία και νέων funds, που δεν είναι απαραίτητο να στοχεύουν στις ίδιες κατηγορίες. Χρονικά η πρωτοβουλία ήταν ιδανική, καθώς ξεκινά την ώρα που η χώρα βγαίνει από τη στενωπό. Αισθάνομαι σαν τον σέρφερ που βρίσκεται στη θάλασσα και περιμένει το κύμα να τον βγάλει στην ακτή. Για να πετύχει λοιπόν το private equity, χρειάζονται η αντίστοιχη αγορά, η βελτίωση του μακροοικονομικού και μικροοικονομικού περιβάλλοντος, καθώς και σταθερότητα.

Πλέον είναι προφανές ότι τα πράγματα βελτιώνονται και στα δύο επίπεδα και όλοι είμαστε στους βατήρες για να ξεκινήσουμε. Αυτό αν συνδυαστεί με την προσπάθεια των τραπεζών να μειώσουν τα προβληματικά τους δάνεια, τόσο σε επίπεδο μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs) όσο και σε επίπεδο μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs), μπορεί να οδηγήσει σε ουσιαστική βελτίωση −τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά− του επιχειρείν στην Ελλάδα.

Ποια είναι εκείνα τα χαρακτηριστικά που προσέχετε σε μια εταιρεία πριν επενδύσετε και ποιο, κατά τη γνώμη σας, είναι αυτό το στοιχείο που κάνει έναν fund manager πετυχημένο;

Οι εταιρείες δεν είναι μόνο άψυχα νούμερα, οι εταιρείες είναι κυρίως οι άνθρωποί τους. Προφανώς και ένας fund manager θα κοιτάξει η επιχείρηση στην οποία θα επενδύσει τα χρήματά του να έχει ένα καλό track record, όσον αφορά στα οικονομικά αποτελέσματα, αλλά για εμένα, πάνω απ’ όλα, είναι η ποιότητα του επιχειρηματία. Δεν συμμετέχουμε πλειοψηφικά σε μια εταιρεία, αλλά ως μειοψηφία. Άρα, όπως καταλαβαίνετε, μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα με ποιον θα συνεργαστούμε, το όραμά του και πώς πιστεύει ότι πρέπει να τον βοηθήσουμε, ώστε να αλλάξει επίπεδο η εταιρεία του.  Η εμπλοκή μας θα είναι τόση όσο πρέπει να είναι. Δεν είναι δουλειά μας να αντικαταστήσουμε τον επιχειρηματία. Σε κάθε εταιρεία αυτός είναι που «σπρώχνει» το κάρο και αυτός είναι που θέλουμε να εμπιστευτούμε.

Δεν μας ενδιαφέρει απλώς να δώσουμε χρήματα, κάτι που ένας επιχειρηματίας μπορεί να αναζητήσει σε άλλες πηγές. Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι να ανοίξουμε νέους ορίζοντες, να δώσουμε στις εταιρείες μια άλλη οπτική, να βοηθήσουμε στη δικτύωσή τους με επαφές και γνώση. Μπορούμε να το πετύχουμε, καθώς διαθέτουμε μια ομάδα έμπειρων στελεχών στον χώρο του Private Equity, του μάνατζμεντ και του χρηματοοικονομικού τομέα με εμπειρίες εργασίας τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Έχουμε το διοικητικό «know how», ώστε να βοηθήσουμε τις εταιρείες να διαχειριστούν μια πιθανή αλλαγή επιπέδου − διαδικασία κατά την οποία πολλοί όχι απλώς δυσκολεύονται, αλλά χάνουν και τα κεκτημένα τους. Θέλουμε να τους βοηθήσουμε με ιδέες να σκεφτούν «out of the box», να επεκτείνουν την γκάμα των προϊόντων τους, να γίνουν πιο εξωστρεφείς, να προσλάβουν νέο ταλέντο και να  «χτίσουν» εκείνη την κουλτούρα που θα ταιριάζει στο σύγχρονο απαιτητικό περιβάλλον.

Πιστεύετε ότι, αν αύριο σβήσουμε όλα τα χρέη των επιχειρήσεων και μειώσουμε τα φορολογικά βάρη, οι ελληνικές επιχειρήσεις θα είναι έτοιμες να ανταγωνιστούν ξένες εταιρείες σε ένα ραγδαία μεταβαλλόμενο παγκόσμιο περιβάλλον;

Όχι, όμως έχουν βελτιωθεί σημαντικά. Έχω διαγνώσει από συζητήσεις που έχω κάνει με αρκετούς επιχειρηματίες ότι οι περισσότεροι καταλαβαίνουν την ανάγκη να αλλάξει ο τρόπος που διοικούν την εταιρεία τους, ειδικά αν αυτή έχει μεγαλώσει σε μέγεθος τα τελευταία χρόνια. Μην ξεχνάμε ότι μέχρι πρόσφατα σημειώνονταν φαινόμενα κακής εταιρικής διακυβέρνησης ακόμη και σε πολύ μεγάλες επιχειρήσεις. Άρα είναι λογικό να παρατηρούνται και σε ΜμΕ, στις οποίες πρέπει να συνυπολογίσουμε τον οικογενειακό τους χαρακτήρα. Υπάρχουν, όμως, νέοι επιχειρηματίες στην Ελλάδα που έχουν καταφέρει να σημειώσουν ισχυρές επιδόσεις τα τελευταία χρόνια. Και μην ξεχνάμε ότι μεγάλες εταιρείες προέκυψαν στη χώρα μας από πολλά υποσχόμενες μικρότερες εταιρείες.

tamvakakis2

Έχετε σημαντική πείρα από τον τραπεζικό κλάδο. Πώς σχολιάζετε το γεγονός ότι, παρότι οι ελληνικές τράπεζες σημειώνουν καλύτερα αποτελέσματα, δεν κερδίζουν την εμπιστοσύνη των επενδυτών, ειδικά όσον αφορά τη διαχείριση των «κόκκινων» δανείων;

To θετικό είναι ότι οι τράπεζες δεν χρειάστηκαν κεφάλαια και πέρασαν με επιτυχία τα τελευταία stress tests, κάτι που προσωπικά το ανέμενα. Από την άλλη, υπάρχουν κάποια χαρακτηριστικά στα αποτελέσματά τους και στην κατάρτιση του ισολογισμού τους που θέλουν ακόμη βελτίωση, ποιοτική και ποσοτική, γι’ αυτό και η ανησυχία από τους αναλυτές. Οι τράπεζες είναι σαν ένα δοχείο που από πάνω γεμίζει με νερό και από κάτω έχει τρύπες. Δεν έχει βελτιωθεί πολύ η κατάσταση όσον αφορά τις τρύπες, δηλαδή τη διαχείριση των «κόκκινων» δανείων. Το τραπεζικό σύστημα έχει υποστεί τεράστια καταστροφή τα τελευταία χρόνια. Ενδεικτικά, το 2008 το ενεργητικό των τραπεζών ήταν 440 δισ. ευρώ και σήμερα είναι περίπου 230 δισ. ευρώ. Αν από αυτά αφαιρέσουμε περίπου 90 δισ. ευρώ, που είναι τα NPEs, η σύγκριση είναι δραματική. Στο δοχείο επίσης δεν μπαίνει ακόμη πολύ νερό, καθώς οι τράπεζες έχουν χάσει μεγάλο κομμάτι της δραστηριότητάς τους: τις θυγατρικές στο εξωτερικό, τις χρηματιστηριακές εταιρείες, το asset management, τις ασφαλιστικές κ.λπ. Έχουν εξαϋλωθεί ως οντότητες.

Επίσης, η ζήτηση για δάνεια είναι μικρή ακόμη. Συνεπώς, πρώτος στόχος των τραπεζιτών είναι να κρατήσουν τα μαγαζιά τους ζωντανά και καλά κεφαλαιοποιημένα.

Πρέπει να δοθεί περισσότερος χρόνος στις τράπεζες για να μειωθούν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Σ’ αυτό παίζει ρόλο η ένταση της μείωσης, καθώς αν γίνει απότομα, ενώ η χώρα θα βελτιώνεται, θα είναι σαν να τιμωρούμε τα πιστωτικά ιδρύματα έπειτα από οκτώ χρόνια πραγματικής κόλασης.

Χρειάζεται όλη αυτή η διαδικασία να «απλωθεί» χρονικά, ώστε να υπάρξει βοήθεια και από την ανάκαμψη της οικονομίας, να ενισχυθούν οι αξίες των εγγυήσεων (collaterals), να βελτιωθεί η οικονομική δραστηριότητα, να γίνουν οι αναδιαρθρώσεις σωστά και με μεγαλύτερη ασφάλεια. Έτσι θα μπορούσαν να ανακάμψουν οι τράπεζες πιο γρήγορα, χωρίς πολλούς κινδύνους.

Συμμερίζεστε την άποψη ότι τα «κόκκινα» δάνεια μπορεί να αλλάξουν τον επιχειρηματικό χάρτη της χώρας, δεδομένου ότι πολλές επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν πρόβλημα υπερδανεισμού;

Ο τρόπος που οι τράπεζες θα διαχειριστούν τα «κόκκινα» δάνεια μπορεί να αλλάξει το επιχειρηματικό τοπίο, με την είσοδο Ελλήνων και ξένων μεγάλων επενδυτών. Η αγορά μετασχηματίζεται με βίαιο τρόπο, καθώς οι τράπεζες πρέπει να μειώσουν τα προβληματικά τους δάνεια και να μπουν στη λογική να βρουν «λευκούς ιππότες», δηλαδή επενδυτές που θα τοποθετηθούν σε εταιρείες που έχουν μεν προβλήματα, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν είναι κατεστραμμένες. Κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις μπορεί να ανακάμψουν. Αυτή η κατάσταση δημιουργεί ευκαιρίες, τις οποίες μπορεί να εκμεταλλευτούν υγιείς επιχειρηματίες για να μεγαλώσουν τις εταιρείες τους, όχι μόνο αυτόνομα, αλλά και μέσω εξαγορών και συγχωνεύσεων. Θεωρώ σημαντικό να δώσουμε κίνητρα για να προκύψουν συγχωνεύσεις μικρομεσαίων εταιρειών, κάτι που θα βοηθήσει και τις τράπεζες αλλά και τις επιχειρήσεις που έχουν τη χρηματοοικονομική δυνατότητα να επενδύσουν στις πιο αδύναμες εταιρείες.

Είμαι υπέρ των ξενών επενδύσεων. Από την άλλη, δεν θα ήθελα να αφελληνιστεί ο επιχειρηματικός χάρτης. Θέλω να δω μια νέα γενιά Ελλήνων επιχειρηματιών που θα σχηματίσουν τους ομίλους που θα παίξουν σημαντικό ρόλο στην επόμενη μέρα της χώρας. Επίσης, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτήν τη στιγμή σημαντικοί Έλληνες επιχειρηματίες κάνουν κινήσεις και ψάχνουν ευκαιρίες, κάτι που είναι ενδιαφέρον και υγιές. Ελπίζω ότι όλη αυτή η κρίση θα οδηγήσει σε κάτι καλύτερο.

Τον Αύγουστο η χώρα βγήκε από το τρίτο πρόγραμμα προσαρμογής. Πώς βλέπετε πλέον την πορεία της οικονομίας;

Δεν μπορώ να πω αν η οικονομία θα αναπτυχθεί με βάση τη θεωρία του «ελατηρίου» ή σταδιακά, ωστόσο πιστεύω ότι τα επόμενα πέντε χρόνια θα είναι σαφώς καλύτερα σε σχέση με τα πέντε προηγούμενα. Οι βασικοί δείκτες δείχνουν ότι τα πράγματα θα πάνε καλύτερα. Από την άλλη, υπάρχουν παράγοντες αστάθειας που μας επηρεάζουν: από τις διεθνείς αναταράξεις στις αγορές και τον εμπορικό πόλεμο, μέχρι τα γεωπολιτικά ζητήματα. Υπάρχουν κάποια «σύννεφα» στον ορίζοντα, άρα χρειάζεται και λίγη τύχη. Παρ’ όλα αυτά, πιστεύω ότι στην Ελλάδα η διάθεση για επενδύσεις είναι μεγαλύτερη, η διάθεση για εξωστρέφεια είναι μεγαλύτερη και γενικά η διάθεση των εταιρειών να αναλάβουν πρωτοβουλίες είναι πιο ισχυρή.

Ωστόσο τα υπερβολικά πρωτογενή πλεονάσματα και η έλλειψη ιδιωτικών επενδύσεων «φρενάρουν» την ανάπτυξη; Πώς μπορούμε να μπούμε σε τροχιά ανάκαμψης;

Έχουμε υπογράψει δεσμεύσεις που αφορούν στους δημοσιονομικούς στόχους, και αυτά, ως γνωστόν, αλλάζουν όχι μονομερώς, αλλά με αμοιβαία υποχώρηση. Αυτή δεν έχει να κάνει μόνο με το τι είναι οικονομικά ορθό, αλλά και με τις πολιτικές ισορροπίες στις άλλες χώρες που μας δανείζουν. Η χώρα εξακολουθεί να βρίσκεται υπό επίβλεψη και ενισχυμένη εποπτεία, με συγκεκριμένες υποχρεώσεις τα επόμενα χρόνια, κάτι που έχει και αρνητικά αλλά και θετικά. Το ζήτημα είναι να πάρουμε εμείς οι Έλληνες τις αποφάσεις που πρέπει γρήγορα, με αντικειμενικό τρόπο, προκειμένου να μετασχηματίσουμε τους εαυτούς μας και κατ’επέκταση την οικονομία μας. Δεν χρειαζόμαστε τους ξένους για να μας πουν τι είναι ορθό και τι όχι.

Παρ’ όλα αυτά, εν προκειμένω αξίζει να επισημάνω ότι φέτος η οικονομία θα κλείσει με ρυθμούς ανάπτυξης άνω του 2% και το 2019 θα είναι, πιστεύω, μάλλον καλύτερο από όσο έχει προϋπολογιστεί. Μάλιστα, ίσως ξεπεράσει το 3%. Κινητήριοι μοχλοί είναι τομείς όπως ο τουρισμός και το shipping, που πάνε καλά, οι εξαγωγές που ανθούν, το real estate που σταδιακά βελτιώνεται. Δεν λέω σε καμιά περίπτωση ότι θα φτάσουμε σύντομα στο ΑΕΠ του 2008. Αντιθέτως, θέλουμε ακόμη πολύ χρόνο και μεταρρυθμίσεις για κάτι τέτοιο. Ωστόσο δεν είμαστε «κολλημένοι» στον πάτο, όπως συνέβαινε πριν.

*H συνέντευξη δημοσιεύεται στο περιοδικό Fortune που κυκλοφορεί στα περίπτερα.