Burnout: Το σοκαριστικό κόστος της εργασιακής πίεσης που πληρώνουν οι Ευρωπαίοι εργοδότες

Burnout: Το σοκαριστικό κόστος της εργασιακής πίεσης που πληρώνουν οι Ευρωπαίοι εργοδότες
Photo: Shutterstock
Η κρίση ψυχικής υγείας στους ευρωπαϊκούς εργασιακούς χώρους βαθαίνει, με την εξουθένωση, την εργασιακή πίεση και τις τοξικές κουλτούρες να κοστίζουν πάνω από 100 δισ. ευρώ τον χρόνο, ενώ οι ειδικοί προειδοποιούν ότι τα συνηθισμένα wellness προγράμματα δεν αρκούν πια.
  • Τα ευρωπαϊκά workplaces βρίσκονται σε βαθιά κρίση: υπερβολικός φόρτος, έλλειψη αναγνώρισης, παρενόχληση και εκτεταμένη εξουθένωση.

  • Τα wellness προγράμματα δεν αντιμετωπίζουν τις δομικές αιτίες – όπως οι ψυχοκοινωνικοί κίνδυνοι, οι υπερωρίες, ο εκφοβισμός και η ανασφάλεια.

  • Το κόστος για την οικονομία και τους εργοδότες ξεπερνά τα 100 δισ. ευρώ τον χρόνο, με τους ειδικούς να ζητούν συστημικές αλλαγές και πραγματική πρόληψη.

Ο σύγχρονος εργασιακός χώρος εξουθενώνει τους εργαζόμενους σε όλη την Ευρώπη – και κανείς δεν φαίνεται να γνωρίζει πώς να το αντιμετωπίσει.

Σχεδόν οι μισοί εργαζόμενοι σε 30 χώρες δηλώνουν ότι έχουν υπερβολικό φόρτο εργασίας, το 34% αισθάνεται ότι η δουλειά του δεν αναγνωρίζεται, ενώ το 16% αναφέρει ότι αντιμετωπίζει βία ή λεκτική παρενόχληση στο χώρο εργασίας, σύμφωνα με έρευνα της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας για την Ασφάλεια και την Υγεία στην Εργασία.

Παρά τη ραγδαία αύξηση ενδιαφέροντος των εταιρειών για την ευημερία των εργαζομένων, οι πιέσεις δεν δείχνουν να μειώνονται. Νωρίτερα φέτος, ερευνητές στην Αυστραλία εντόπισαν ένα «επικρατούν παράδοξο»: κράτη και εταιρείες επενδύουν περισσότερο από ποτέ στην ψυχική ευεξία – αλλά η ψυχική υγεία των εργαζομένων φαίνεται να χειροτερεύει.

«Ειδικά μετά την πανδημία, είδαμε μια έκρηξη περιστατικών ψυχικών προβλημάτων, ιδιαίτερα αυτών που προκαλούνται ή σχετίζονται με την εργασία, όπως η εξουθένωση (burnout)» δήλωσε η Sonia Nawrocka από το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Συνδικάτων (ETUI) στο Euronews Health.

Οι εταιρείες στην Ευρώπη ξόδεψαν περίπου 19,6 δισ. δολάρια (16,9 δισ. ευρώ) το 2023 σε προγράμματα εργασιακής ευεξίας – από mindfulness και διαχείριση άγχους έως ατομικό coaching ψυχικής υγείας – και σήμερα περίπου το 29% των εργαζομένων έχει πρόσβαση σε αυτά.

Ωστόσο, η έρευνα δείχνει ότι τα προγράμματα αυτά συχνά αποτυγχάνουν να αντιμετωπίσουν τις δομικές αιτίες, τους λεγόμενους ψυχοκοινωνικούς κινδύνους: εργασιακή πίεση, υπερωρίες, ανασφάλεια, έλλειψη αναγνώρισης, εκφοβισμό – και τις μεγάλες οικονομικές και τεχνολογικές μεταβολές που αναδιαμορφώνουν την εργασία.

«Το ζήτημα δεν είναι να δώσουμε μια τάξη γιόγκα και να πούμε “λύσε το μόνος σου”», είπε η Manal Azzi, ανώτερη ειδικός σε θέματα υγείας και ασφάλειας στην εργασία στον Διεθνή Οργανισμό Εργασίας (ILO).

Οι ειδικοί τονίζουν ότι η ευημερία των εργαζομένων πρέπει να είναι ένας μακροπρόθεσμος, ολιστικός στόχος – όχι ένα ad-hoc πρόγραμμα που σχεδιάζεται από το HR ή σύμφωνα με τις προσωπικές απόψεις ενός στελέχους.

«Αυτό είναι που λείπει πραγματικά από τους εργασιακούς χώρους σήμερα – όλα είναι υπερβολικά απλοϊκά, υπερβολικά μηχανικά και δεν βλέπουμε αποτελέσματα», δήλωσε η Jolanta Burke, ερευνήτρια θετικής ψυχολογίας και αναπληρώτρια καθηγήτρια στο RCSI.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Πώς μπορεί να μειωθεί το ψυχικό φορτίο

Η Azzi σημείωσε ότι η προσέγγιση μιας εταιρείας στις προσλήψεις, τις προαγωγές, τις αξιολογήσεις απόδοσης, το στυλ διοίκησης, την επικοινωνία και τους διαθέσιμους πόρους – όλα αυτά διαμορφώνουν την καθημερινότητα των εργαζομένων και αποτελούν ευκαιρίες για τη δημιουργία πιο υγιών εργασιακών χώρων.

Σύμφωνα με αναφορά της TELUS Health, οι managers που δημιουργούν ψυχικά υγιείς και παραγωγικές ομάδες έχουν πέντε κοινά χαρακτηριστικά: ειλικρινές ενδιαφέρον για την ευημερία των εργαζομένων, ομαδικό πνεύμα που αποφεύγει την ανθυγιεινή ανταγωνιστικότητα, συμπερίληψη, αποφασιστικότητα και ικανότητα να προσδίδουν νόημα πέρα από τις καθημερινές εργασίες.

Ορισμένες επιχειρήσεις δοκιμάζουν ευρύτερες αλλαγές, όπως την τετραήμερη εργασία στο Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γερμανία, την Ιρλανδία και την Ισλανδία – με πρώτες μελέτες να δείχνουν ότι μειώνει τον κίνδυνο burnout και βελτιώνει τη συνολική υγεία.

Ωστόσο, η Azzi σημείωσε ότι πολλοί εργοδότες διστάζουν ακόμη να αναλάβουν την ευθύνη ή να επενδύσουν τα απαιτούμενα κονδύλια για να αντιμετωπίσουν τους ψυχοκοινωνικούς κινδύνους.

Εκεί, όπως λέει η Nawrocka, μπορούν να βοηθήσουν οι πολιτικές αλλαγές. Η Σουηδία, για παράδειγμα, έχει κανονισμούς για τον εργασιακό εκφοβισμό και τα ανθυγιεινά φορτία εργασίας, ενώ η Γαλλία, το Βέλγιο και η Πορτογαλία έχουν θεσπίσει δικαίωμα αποσύνδεσης εκτός ωραρίου.

Παρόλα αυτά, καμία χώρα δεν έχει λύσει πλήρως το παζλ ψυχικής υγείας στον εργασιακό χώρο – ακόμη και κράτη με υψηλό work-life balance καταγράφουν υψηλά ποσοστά ψυχικών προβλημάτων.

Το διακύβευμα είναι τεράστιο. Η κατάθλιψη και τα καρδιακά προβλήματα που προκαλούνται από εργασιακό στρες κοστίζουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση πάνω από 100 δισ. ευρώ τον χρόνο, με τους εργοδότες να επωμίζονται πάνω από το 80% αυτού του κόστους, σύμφωνα με μελέτη του ETUI.

«Όταν το άγχος ή η κατάθλιψη φτάσουν σε σοβαρό επίπεδο, πολλές φορές είναι αργά για να γυρίσει κανείς πίσω. Οι άνθρωποι παραιτούνται… Γι’ αυτό θέλουμε να εστιάσουμε στην πρόληψη», είπε η Azzi.

«Υπάρχουν μεγάλα κίνητρα για τους εργοδότες να δράσουν – γιατί στο τέλος το πληρώνουν οι ίδιοι».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ: