Έκπτωση του ΦΠΑ ανείσπρακτων απαιτήσεων

Έκπτωση του ΦΠΑ ανείσπρακτων απαιτήσεων

Τι ισχύει για την Ελλάδα και πού διαφέρει η νομοθεσία με τις υπόλοιπες χώρες του ευρωπαϊκού νότου.

Του Νίκου Σιακαντάρη με τη συνεργασία του Παναγιώτη Θλιβερού*

Το Υπουργείο Οικονομικών με την ΠΟΛ 1056/2-3-2015 εξέδωσε διευκρινήσεις αναφορικά με το νέο καθεστώς διαγραφής των ανείσπρακτων απαιτήσεων επιχειρήσεων και την αντίστοιχη δυνατότητα μείωσης των φορολογητέων κερδών με τα ποσά αυτά.

Με το άρθρο αυτό, δεν θα σταθούμε στην διαδικασία ή τις τεχνικές λεπτομέρειες που προβλέπονται στην συγκεκριμένη οδηγία, οι οποίες είναι γενικά προς την σωστή κατεύθυνση, αλλά θα επιχειρήσουμε να θίξουμε ένα ζήτημα, που κατά την άποψη μας, είναι ζωτικής σημασίας στην περίοδο πιστωτικής ασφυξίας που αντιμετωπίζει σχεδόν το σύνολο των ελληνικών επιχειρήσεων.

Στη δεύτερη παράγραφο της συγκεκριμένης εγκυκλίου ορίζονται τα ακόλουθα «στην αξία της απαίτησης, προκειμένου για τον υπολογισμό πρόβλεψης επισφαλών απαιτήσεων, δεν πρέπει να συμπεριλαμβάνεται ο ΦΠΑ με το οποίο επιβαρύνονται οι πωλήσεις ή υπηρεσίες, καθόσον δεν αποτελεί ακαθάριστο έσοδο της επιχείρησης…»

Παρόλο δηλαδή, που αναγνωρίζεται ότι η απαίτηση είναι ενδεχομένως ανείσπρακτη και επιτρέπεται η δημιουργία προβλέψεως και συνεπώς παρέχεται στην επιχείρηση η δυνατότητα να μην φορολογηθεί για σκοπούς φορολογίας εισοδήματος για την ανείσπρακτη αυτή απαίτηση, πρακτικά το δημόσιο ζητά να εισπράξει τον ΦΠΑ από μία επιχείρηση που δεν τον έχει εισπράξει.

Η λογική της έκπτωσης του ΦΠΑ στην περίπτωση αυτή βασίζεται στο αίσθημα δικαίου και συνοψίζεται στην ιδέα ότι δεν είναι σωστό να επιβαρύνεται μια επιχείρηση με καταβολή ΦΠΑ ο οποίος τελικά δεν εισπράχτηκε.

Ας δούμε ωστόσο πως η Ευρωπαϊκή Ένωση, αποδεχόμενη την παραπάνω λογική, με την οδηγία 112/2006 (άρθρο 90) προσπαθεί να αντιμετωπίσει το θέμα αυτό: «σε περίπτωση ακύρωσης, καταγγελίας, λύσης, ολικής ή μερικής μη καταβολής, ή μείωσης της τιμής, που επέρχεται μετά την πραγματοποίηση της πράξης, η βάση επιβολής του φόρου μειώνεται ανάλογα, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται από τα κράτη μέλη.»

Στη συνέχεια του άρθρου 90 δίνεται η επιλογή στα κράτη μέλη να μην το εφαρμόσουν σε περιπτώσεις ολικής ή μερικής μη καταβολής. Τα κράτη μέλη, σε αυτή την περίπτωση, αφέθηκαν να κρίνουν, σύμφωνα με τα συμφέροντα τους, για την ενσωμάτωση στην εθνική νομοθεσία αυτού του σημαντικού σημείου περί «ολικής ή μερικής μη καταβολής». Το ενδιαφέρον εδώ είναι ότι σχεδόν όλα τα κράτη μέλη επέλεξαν την εφαρμογή του, έστω και με διαφορετικές παραλλαγές το καθένα. Επέλεξαν δηλαδή την απομείωση του οφειλόμενου ΦΠΑ εκροών σε περιπτώσεις όπου δεν έχει εξοφληθεί η οφειλή.

Μόνο έξι κράτη μέλη δεν νομοθέτησαν περί αυτού, ανάμεσα στα οποία βρίσκεται δυστυχώς και η Ελλάδα.

Ας δούμε λοιπόν τι συμβαίνει σχετικά με το μέτρο αυτό στις υπόλοιπες χώρες της συχνά αναφερόμενης ζώνης του Νότου, χώρες στις οποίες οι ανεξόφλητες υποχρεώσεις των επιχειρήσεων αυξήθηκαν ραγδαία όπως συνέβη και στην δική μας οικονομία.

Η Ισπανία εφαρμόζοντας το μέτρο, θέτει ως προϋπόθεση το ποσό της οφειλής να ξεπερνά τα 300 ευρώ και να έχει παρέλθει ένα τουλάχιστον έτος από την ημερομηνία λήξης της οφειλής, ενώ για επιχειρήσεις με κύκλο εργασιών κάτω των 6.000.000 ευρώ το αντίστοιχο χρονικό όριο μειώνεται στους έξι μήνες με βασική προϋπόθεση ο προμηθευτής να έχει προχωρήσει σε δικαστική διαταγή πληρωμής έναντι του οφειλέτη και εντός τριών μηνών να έχει κατατεθεί στις αρχές το αίτημα έκπτωσης του ανείσπρακτου ΦΠΑ.

Στη γειτονική μας Ιταλία, η νομοθεσία προϋποθέτει το απλήρωτο ποσό να σχετίζεται με πτώχευση του οφειλέτη κάτι που ισχύει και στην Πορτογαλία όπου η οφειλή πρέπει να έχει μείνει ανεξόφλητη για χρονικό διάστημα άνω των δύο ετών και να αποδεικνύονται οι προσπάθειες του προμηθευτή για την ανάκτηση του. Στη συγκεκριμένη χώρα είναι απαραίτητη η συγκατάθεση των αρχών για την έκπτωση του ΦΠΑ που σχετίζεται με ανεξόφλητη οφειλή άνω των 150.000 ευρώ, ενώ το μέτρο δεν ισχύει για επιχειρήσεις που διαθέτουν πιστωτική ασφάλιση ή οποιονδήποτε τύπο εγγύησης.

Στη Γαλλία, την Ιταλία και την Πορτογαλία, ο προμηθευτής για να διεκδικήσει τον ΦΠΑ πρέπει να είναι σε θέση να αποδείξει ότι η οφειλή δεν είναι πλέον διεκδικήσιμη καθώς ο οφειλέτης έχει πτωχεύσει οριστικά και η απαίτηση έχει πλέον διαγραφεί.

Θα πρέπει στο σημείο αυτό να σημειωθεί ότι η νομοθεσία για την απαλλαγή του ΦΠΑ επισφαλών χρεών σε μερικές χώρες έχει ιστορία πολλών ετών, όπως συμβαίνει με την κοντινή μας Κύπρο. Εκεί, ο σχετικός νόμος ξεκινάει από το 1992 και πλέον, η σχετική νομοθεσία επιτρέπει στους προμηθευτές να διεκδικούν ελάφρυνση από τον ΦΠΑ των ανεξόφλητων απαιτήσεων, χωρίς να έχει καταστεί τυπικά αφερέγγυος ο πελάτης, μετά την πάροδο 12 μηνών από την ημερομηνία της συναλλαγής.

Μελετώντας την νομοθεσία των παραπάνω χωρών, διαπιστώνει κανείς ότι από τις χώρες του Ευρωπαϊκού νότου μόνο η Ελλάδα αποφάσισε να απέχει από την εφαρμογή του άρθρου 90 σχετικά με την έκπτωση του ΦΠΑ των ανεξόφλητων απαιτήσεων.

Οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες είναι η Βουλγαρία, η Τσεχία, η Εσθονία, η Ουγγαρία και η Σλοβακία.

Και όμως, η χώρα μας έκανε ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση με τον τρόπο που εφάρμοσε το νέο μέτρο του ειδικού καθεστώτος ΦΠΑ για επιχειρήσεις με τζίρο κάτω των 500.000 ευρώ. Σύμφωνα με το μέτρο αυτό, οι επιχειρήσεις αυτές δεν καταβάλουν τον ΦΠΑ εάν πρώτα δεν έχουν εξοφληθεί τα αντίστοιχα παραστατικά. Το μέτρο αυτό δεν θέτει χρονικά όρια, όπως συνέβη σε άλλα Κράτη μέλη και πρακτικά σημαίνει ότι για μια οφειλή που δεν πρόκειται να καταβληθεί ποτέ, ούτε ο ΦΠΑ θα καταβληθεί για το χρονικό διάστημα που η επιχείρηση παραμένει στο καθεστώς.

Πρόκειται δηλαδή για ένα είδος προστασίας του προμηθευτή στη λογική του άρθρου 90 που αναφέραμε πρωτύτερα. Μένει να δούμε εάν ο νομοθέτης θα αποφασίσει να ακολουθήσει τις υπόλοιπες χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου εφαρμόζοντας και τη νομοθεσία που προβλέπει η Ευρωπαϊκή Ένωση για την ελάφρυνση από τον ΦΠΑ ανεξόφλητων απαιτήσεων, που θα μπορούσε να ελαφρύνει την Ελληνική οικονομία καθώς θα περιλάμβανε όλες τις επιχειρήσεις ανεξαρτήτως κύκλου εργασιών.

Το ελληνικό Δημόσιο έχει τα εργαλεία, αν το ίδιο θέλει, για να προσδώσει στις ελληνικές επιχειρήσεις το απαιτούμενο αίσθημα δικαίου και με τον τρόπο αυτό να αναπτυχθεί μία αμοιβαία και μακρόχρονη σχέση εμπιστοσύνης.

Ο κ. Νίκος Σιακαντάρης είναι Managing Partner της UnityFour και o κ. Παναγιώτης Θλιβερός είναι VAT Reclaim Manager της ίδιας εταιρείας.