ΕΚΤ: Μείωση των κόκκινων δανείων για τις ελληνικές τράπεζες στο τέλος Ιουνίου
- 21/11/2025, 15:03
- SHARE
Την εικόνα ενός κλάδου που εξακολουθεί να βελτιώνει την ποιότητα του χαρτοφυλακίου του, αλλά παραμένει πίσω σε βασικές λειτουργικές επιδόσεις σε σχέση με την Ευρωζώνη, καταγράφουν τα νεότερα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για τις ελληνικές τράπεζες στο πρώτο εξάμηνο του 2025.
Παρ’ όλα τα βήματα προόδου στη μείωση των κόκκινων δανείων, ο σχετικός δείκτης στη χώρα εξακολουθεί να βρίσκεται πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ενώ την ίδια στιγμή οι ελληνικές τράπεζες εμφανίζουν ισχυρή κεφαλαιακή βάση, αλλά χαμηλές επιδόσεις στη χορήγηση νέων δανείων.
Κατά το τέλος Ιουνίου, δηλαδή στο β΄ τρίμηνο του 2025, ο δείκτης των μη εξυπηρετούμενων δανείων υποχώρησε στο 2,73%, από 2,90% που είχε καταγραφεί στο α΄ τρίμηνο. Παρά τη θετική αυτή μεταβολή, το ποσοστό αυτό εξακολουθεί να υπερβαίνει τον μέσο όρο των τραπεζών που εποπτεύονται από τον SSM, ο οποίος για την ίδια περίοδο διαμορφώθηκε στο 1,90%.
Στα υπόλοιπα κρίσιμα μεγέθη, οι ελληνικές τράπεζες εμφανίζονται αποδοτικότερες από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, με την απόδοση επί των ιδίων κεφαλαίων (return on equity) να φθάνει στο 13,2% στο τέλος του δευτέρου τριμήνου του 2025. Στο σύνολο της Ευρώπης, ο αντίστοιχος δείκτης τοποθετείται στο 10,11%, επιβεβαιώνοντας ότι ο ελληνικός τραπεζικός τομέας αποδίδει καλύτερα σε όρους κερδοφορίας.
Την ίδια στιγμή, οι συστημικές τράπεζες — Εθνική Τράπεζα, Πειραιώς, Eurobank, Alpha Bank — που βρίσκονται στο επίκεντρο της εποπτείας του SSM, εμφανίζουν από τις υψηλότερες επιδόσεις κεφαλαιακής επάρκειας στην Ευρωζώνη. Ο δείκτης CET1 ανήλθε στο 16,09%, ενισχυμένος ελαφρώς από το 15,88% του α΄ τριμήνου. Στις αντίστοιχες ευρωπαϊκές τράπεζες, ο δείκτης διαμορφώθηκε στο 16,12%, οριακά υψηλότερα από το 16% της προηγούμενης μέτρησης.
Ωστόσο, στο μέτωπο της χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας καταγράφεται σημαντική υστέρηση. Βάσει των στοιχείων της ΕΚΤ, ο δείκτης δανείων προς καταθέσεις των ελληνικών τραπεζών βρίσκεται μόλις στο 62,37%, όταν στην Ευρωζώνη διαμορφώνεται στο πολύ υψηλότερο 102,16%. Το εύρημα αυτό αναδεικνύει τη μειωμένη δυναμική των ελληνικών τραπεζών στη χορήγηση νέων πιστώσεων, παρά το ισχυρό κεφαλαιακό τους «μαξιλάρι».