Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο: Μεγαλύτερο ρυθμό ανάπτυξης από το 2007 πέτυχε η Ελλάδα πέρσι

Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο: Μεγαλύτερο ρυθμό ανάπτυξης από το 2007 πέτυχε η Ελλάδα πέρσι
Photo: ΑΠΕ-ΜΠΕ
Ανάπτυξη 1,9% για το 2018 καταγράφει το Συμβούλιο. Ιδιωτική κατανάλωση και εξαγωγές έπαιξαν τον μεγαλύτερο ρόλο.

Τον μεγαλύτερο ρυθμό ανάπτυξης εκτιμάται ότι σημείωσε τα 2018 η ελληνική οικονομία από το 2007 καταγράφοντας αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 1,9%.

Αυτό εκτιμά το Ελληνικού Δημοσιονομικό Συμβούλιο το οποίο υπό την προεδρεία του Παναγιώτη Κορλίρα δημοσιοποίησε την τριμηναία έκθεσή του για τις μακροοικομικές και δημοσιονομικές εξελίξεις. Στην έκθεση καταγράφονται οι θετικές εξελίξεις που σημειώθηκαν σε μια σειρά κρίσιμους τομείς κατά το περασμένο έτος και συνεχίζονται και το 2019 όπως στην αγορά εργασίας, στις δημοσιονομικές επιδόσεις και στην αγορά ομολόγων με την έξοδο της χώρας στις αγορές

Αναλυτικότερα τα βασικά συμπεράσματα της τριμηναίες έκθεση του ΕΔΣ είναι τα ακόλουθα:

-Tο ΑΕΠ εκτιµάται ότι αυξήθηκε κατά 1,6% το δ’ τρίµηνο του 2018 έναντι του αντιστοίχου τριµήνου του 2017, µε αποτέλεσµα να αναµένεται ετήσια µεγέθυνση της τάξης του 1,9% για το 2018. Η επίδοση αυτή είναι ελαφρώς χαµηλότερη από το «στόχο» του Υπουργείου Οικονοµικών (στόχος για 2,1% ετήσια µεγέθυνση). Σηµειώνεται πάντως ότι η αύξηση του πραγµατικού ΑΕΠ κατά 1,9% είναι η µεγαλύτερη που έχει καταγραφεί από το 2007. Η θετική µεταβολή οφείλεται κατά βάση στην αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης και στην ταχύτερη αύξηση των εξαγωγών σε σχέση µε τις εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, οδηγώντας σε περιορισµό του ελλείµµατος κατά Euro2,5 δισ. περίπου.

Ειδικότερα, το 2018, η ιδιωτική κατανάλωση αυξήθηκε κατά 1,1%, στηριζόµενη κυρίως στην αύξηση της απασχόλησης που συντελέστηκε το 2018 και στην εν γένει βελτίωση της καταναλωτικής εµπιστοσύνης. Στις θετικές εξελίξεις καταγράφεται επίσης η σηµαντική άνοδος της αξίας των εξαγωγών κατά 8,7%, η οποία οφείλεται σχεδόν εξίσου σε αύξηση εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών (κυρίως τουρισµός).

Επίσης σηµειώνεται ότι ως ποσοστό του ΑΕΠ, οι επενδύσεις παραµένουν σε χαµηλό επίπεδο. To ύψος τους υπολείπεται σηµαντικά του αντίστοιχου Ευρωπαϊκού µέσου όρου ενώ είναι χαµηλότερο και σε σχέση µε τις υπόλοιπες χώρες που εξήλθαν από τα προγράµµατα οικονοµικής προσαρµογής. Το γεγονός πάντως ότι η κάµψη εντός του 2018 οφείλεται αποκλειστικά στις δύο κατηγορίες «’Αλλες Κατασκευές» (κυρίως πρόγραµµα δηµοσίων επενδύσεων) και «Μεταφορικός εξοπλισµός και οπλικά συστήµατα» (κυρίως εισαγωγές πλοίων) αφήνουν περιθώρια αισιοδοξίας για ανάκαµψη του ακαθάριστου σχηµατισµού παγίου κεφαλαίου εντός του 2019.

– H βελτίωση στην αγορά εργασίας καθ’ όλη τη διάρκεια του 2018 ήταν σταθερή. Συγκεκριµένα, σύµφωνα µε τα τελευταία διαθέσιµα στοιχεία, το ∆εκέµβριο του 2018 το εποχικά προσαρµοσµένο ποσοστό ανεργίας περιορίστηκε σε 18% έναντι 18,3% του προηγούµενου µήνα και 20,8% του ∆εκεµβρίου του 2017. Ο αριθµός των απασχολουµένων ανήλθε σε 3.868 χιλ., αυξηµένος κατά 107 χιλ. (+2,8%) σε σχέση µε το 2017 και ο αριθµός των ανέργων περιορίστηκε σε 852 χιλ., µειωµένος κατά 138 χιλ. (-14%) σε σχέση µε τον αντίστοιχο µήνα του 2017. Επίσης, µειώθηκε ο αριθµός των οικονοµικά µη ενεργών ατόµων κατά 9 χιλ.(-0,3%) και διαµορφώθηκε στις 3.237 χιλ.

Κατά το 2018, οι προσλήψεις εργαζοµένων µε σχέση εξαρτηµένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου ανήλθαν σε 2.668.923 και οι απολύσεις/αποχωρήσεις σε 2.527.920. Εποµένως, το ισοζύγιο των ροών µισθωτής απασχόλησης ήταν θετικό για έκτη συνεχόµενη χρονιά και διαµορφώθηκε σε 141.003 νέες θέσεις εργασίας, ελαφρώς µειωµένο σε σχέση µε το 2017 κατά 2.542 θέσεις. Η θετική εικόνα του ισοζυγίου διατηρείται κατά το πρώτο δίµηνο του 2019, µε τις νέες θέσεις εργασίας να ανέρχονται σε 5.507 έναντι 86 της αντίστοιχης περιόδου του 2018. Ειδικότερα, κατά το µήνα Φεβρουάριο, θετικό ισοζύγιο εµφάνισαν κυρίως οι κλάδοι των υπηρεσιών εστίασης (+6.429) και των καταλυµάτων (+2.931). Σε σχέση µε το 4ο τρίµηνο του 2017, οι περισσότεροι κλάδοι σηµείωσαν αύξηση της προστιθέµενης αξίας τους. Ιδιαίτερα υψηλή επίδοση παρουσίασε ο κλάδος των κατασκευών µε 11%, περίπου. Καλή επίδοση κατέγραψαν και οι κλάδοι «χονδρικό-λιανικό εµπόριο κλπ» και «ορυχεία – λατοµεία». Στον αντίποδα τη µεγαλύτερη µείωση της προστιθέµενης αξίας κατέγραψε ο κλάδος χρηµατοπιστωτικών και ασφαλιστικών δραστηριοτήτων, ο οποίος σηµείωσε πτώση κατά 11,4%.

δείκτης οικονοµικού κλίµατος βελτιώθηκε τον µήνα Φεβρουάριο του 2019, µετά από µικρή πτώση που κατέγραψε τον Ιανουάριο και διαµορφώθηκε στις 101,3 µονάδες. Πάντως η τιµή του δείκτη για το µήνα Φεβρουάριο παραµένει χαµηλότερη σε σύγκριση µε τα αντίστοιχα επίπεδα του προηγούµενου έτους. Στις θετικές τάσεις του τελευταίου µήνα συµβάλλει η βελτίωση στο ισοζύγιο προσδοκιών στις Υπηρεσίες και στη Βιοµηχανία. Παρά τις βελτιώσεις, τα ισοζύγια Καταναλωτικής Εµπιστοσύνης και Επιχειρηµατικών Προσδοκιών στις Κατασκευές παραµένουν σε αρνητικό πεδίο.

– Οι Ξένες Άµεσες Επενδύσεις διατηρήθηκαν το 2018 σε σχετικά υψηλό επίπεδο και ανήλθαν στα Euro3.640 εκατ., αυξηµένες κατά Euro442 εκατ. σε σχέση µε πέρυσι (+13,8%). Η επίδοση αυτή είναι η υψηλότερη της τελευταίας 12ετίας, αν και οι Ξένες ‘Αµεσες Επενδύσεις παραµένουν χαµηλές ως ποσοστό του ΑΕΠ (περί το 2%).

– Το πρωτογενές πλεόνασµα του Κρατικού Προϋπολογισµού (ΚΠ), την περίοδο Ιανουαρίου-∆εκεµβρίου 2018, διαµορφώθηκε σε Euro3.237 εκατ. έναντι Euro1.941 εκατ. την περυσινή χρονιά και έναντι στόχου Euro3.603 εκατ. Η απόκλιση ως προς τον στόχο προήλθε αποκλειστικά: α)από την υστέρηση που παρουσίασαν οι εισροές από την ΕΕ για το Π.∆.Ε. και β) από τις µειωµένες εισπράξεις εσόδων αποκρατικοποιήσεων, αφού το συµφωνηθέν ποσό των 1.115 εκατ. ευρώ (καθαρό έσοδο αποκρατικοποιήσεων) που αφορά την 20ετή επέκταση της σύµβασης παραχώρησης του ∆ιεθνούς Αερολιµένα Αθηνών «Ελευθέριος Βενιζέλος» εισπράχθηκε εν τέλει στις 22 Φεβρουαρίου του 2019, και όχι εντός του 2018, όπως είχε προβλεφθεί. Αντίθετα, ο Τακτικός Προϋπολογισµός (πλην εσόδων αποκρατικοποιήσεων) εκτελέστηκε κατά κανόνα εντός στόχων κατά τη διάρκεια του 2018. Την περίοδο Ιανουαρίου-∆εκεµβρίου 2018, το πρωτογενές πλεόνασµα της Γενικής Κυβερνησης ( ΓΚ), σε ταµειακή βάση, ανήλθε σε 3,05% του ΑΕΠ, έναντι πρωτογενούς πλεονάσµατος ύψους 3,45% του ΑΕΠ, την αντίστοιχη περίοδο του 2017. Η συρρίκνωση αυτή του πρωτογενούς πλεονάσµατος σε σχέση µε πέρυσι οφείλεται σχεδόν εξολοκλήρου στα έσοδα από «Πωλήσεις µη χρηµατοοικονοµικών παγίων». Το ποσό των Euro1.258 που εισπράχθηκε το 2017 σε αυτή την κατηγορία αφορά κατά βάση έσοδα από την παραχώρηση των 14 περιφερειακών αεροδροµ ίων στη Fraport (ιδιωτικοποιήσεις), τα οποία δεν λαµβάνονται υπόψη στον υπολογισµό του πρωτογενούς αποτελέσµατος σε όρους «Ενισχυµένης Εποπτείας». Ως προς το πρωτογενές πλεόνασµα σε όρους «ενισχυµένης εποπτείας» αυτό εκτιµάται να υπερβεί τον στόχο του 3,5% του ΑΕΠ, µετά και από την καταβολή κοινωνικού µερίσµατος σε ευάλωτες οµάδες του πληθυσµού, ύψους Euro769 εκατ. στο τέλος του 2018. Τον Ιανουάριο του 2019 το πρωτογενές αποτέλεσµα του ΚΠ παρουσιάζει επιδείνωση σε σχέση µε το 2018 λόγω της µεγάλης µείωσης των εισροών του Π∆Ε, ενώ και οι δαπάνες για παροχές σε εργαζοµένους είναι αυξηµένες κυρίως λόγω της καταβολής του ποσού των Euro321 εκατ. για πληρωµές εφάπαξ χρηµατικών ποσών, τα οποία αφορούν αναδροµικά σε συνταξιούχους και εν ενεργεία δηµόσιους λειτουργούς (στρατιωτικούς, ιατρούς, πανεπιστηµιακούς, δικαστικούς). Ωστόσο το πρωτογενές αποτέλεσµα του πρώτου µήνα του 2019 κατέγραψε σηµαντική βελτίωση ως προς το στόχο καθώς η προβλεπόµενη πίστωση για πληρωµές εφάπαξ χρηµατικών ποσών ήταν πολύ υψηλότερη (Euro982 εκατ.). Τέλος, µειωµένο κατά Euro473 εκατ. εµφανίζεται τον Ιανουάριο του 2019 το πρωτογενές πλεόνασµα της ΓΚ σε σχέση µε τον αντίστοιχο µήνα του 2018, αντικατοπτρίζοντας την επιδείνωση των µεγεθών του ΚΠ. Αντίθετα, διευρυµένα πλεονάσµατα κατέγραψαν οι ΟΚΑ, οι ΟΤΑ και οι λοιποί φορείς της Κεντρικής Κυβέρνησης.

– Τις τελευταίες εβδοµάδες η απόδοση των ελληνικών οµολόγων κατέγραψε σηµαντική κάµψη και διαµορφώνεται πλέον στο 3,8%. Οι θετικές µακροοικονοµικές επιδόσεις, τις οποίες οι διεθνείς οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης εκτιµούν ότι θα διατηρηθούν τα επόµενα χρόνια, η συνέχιση της χαλαρής νοµισµατικής πολιτικής από την ΕΚΤ και ο κατευνασµός της διαµάχης της Ιταλικής κυβέρνησης µε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι παράγοντες οι οποίοι έχουν συνδράµει στην αποκλιµάκωση των αποδόσεων. Στις 5/3/2019, το Ελληνικό ∆ηµόσιο προχώρησε στην έκδοση δεκαετούς οµολόγου µε επιτόκιο 3,875%, και άντλησε Euro2,5 δισ. Η πρόσφατη αυτή έξοδος στις διεθνείς κεφαλαιαγορές πραγµατοποιήθηκε µετά την αναβάθµιση στις 1/3/2019 της πιστοληπτικής ικανότητας της ελληνικής οικονοµίας, από τον οίκο Moody’s, κατά δυο βαθµίδες, από Β3 σε Β1. Είχε προηγηθεί στις 29/1/2019 έκδοση πενταετούς οµολόγου, από την οποία το Ελληνικό ∆ηµόσιο άντλησε Euro2,5 δισ., µε επιτόκιο 3,45%. Η προηγούµενη έκδοση δεκαετούς οµολόγου είχε πραγµατοποιηθεί δύο µήνες πριν την έναρξη του πρώτου προγράµµατος οικονοµικής προσαρµογής για την Ελλάδα, το Μάρτιο του 2010, µε την απόδοση τότε να ανέρχεται σε 6,39%. Βεβαίως οι αποδόσεις των ελληνικών οµολόγων εξακολουθούν να είναι σηµαντικά υψηλότερες των αντίστοιχων τίτλων των ευρωπαϊκών οικονοµιών.