Επιδεινώθηκε η ελληνική μεταποίηση τον Οκτώβριο, σύμφωνα με την S&P Global

Επιδεινώθηκε η ελληνική μεταποίηση τον Οκτώβριο, σύμφωνα με την S&P Global
pexels Photo: pixabay.com
Οι ρυθμοί αύξησης των τιμών εισροών και των τιμών χρέωσης επιταχύνθηκαν

Τα στοιχεία του Οκτωβρίου υπέδειξαν μέτρια επιδείνωση της υγείας του ελληνικού μεταποιητικού τομέα, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της έρευνας PMI® από την S&P Global.

Η επιδείνωση των λειτουργικών συνθηκών προήλθε από την ταχύτερη μείωση της παραγωγής και των νέων παραγγελιών, καθώς οι πληθωριστικές πιέσεις επιβάρυναν τη ζήτηση από την πλευρά των πελατών. Οι ρυθμοί αύξησης των τιμών εισροών και των τιμών χρέωσης επιταχύνθηκαν κατά τη διάρκεια του μήνα, λόγω της αύξησης του κόστους ενέργειας, καυσίμων και μεταφοράς. Στην προσπάθειά τους να συγκρατήσουν τις δαπάνες, οι παραγωγοί αγαθών μείωσαν και πάλι τις αγορές εισροών, ενώ η απασχόληση μειώθηκε περαιτέρω.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Οι εταιρείες του μεταποιητικού τομέα ήταν επίσης λιγότερο αισιόδοξες σχετικά με τις προσδοκίες τους ως προς την παραγωγή μέσα στο επόμενο έτος. Ο βαθμός αισιοδοξίας μειώθηκε στον χαμηλότερο που έχει καταγραφεί σε διάστημα περίπου δυόμισι ετών. 

Ο εποχικά προσαρμοσμένος Δείκτης Υπευθύνων Προμηθειών της S&P Global για τον τομέα μεταποίησης στην Ελλάδα (Purchasing Managers’ Index® – PMI®) έκλεισε στις 48,1 μονάδες στο ξεκίνημα του τελευταίου τριμήνου του 2022, τιμή χαμηλότερη από τις 49,7 μονάδες του Σεπτεμβρίου. Η κάμψη της υγείας του ελληνικού μεταποιητικού τομέα ήταν σε γενικές γραμμές μέτρια, ωστόσο επιταχύνθηκε στην εντονότερη που έχει καταγραφεί από τον Δεκέμβριο του 2020. 

Στη συνολική πτώση συνέβαλε η περαιτέρω μείωση της παραγωγής των Ελλήνων κατασκευαστών τον Οκτώβριο. Η τελευταία υποχώρηση της παραγωγής επέκτεινε την τρέχουσα περίοδο συρρίκνωσης σε πέντε μήνες και ήταν η δεύτερη ταχύτερη σε διάστημα περίπου δύο ετών. Οι εταιρείες ανέφεραν ότι η μείωση συνδέεται με την ασθενέστερη ζήτηση από την πλευρά των πελατών και τη μειωμένη εισροή νέων παραγγελιών.

Η υποτονική ζήτηση των πελατών αντικατοπτρίστηκε στην πιο ραγδαία μείωση των νέων παραγγελιών που έχει καταγραφεί από τον Δεκέμβριο του 2020. Οι Έλληνες κατασκευαστές ανέφεραν ότι οι συνθήκες ζήτησης επηρεάστηκαν αρνητικά από τον αντίκτυπο του πληθωρισμού και τις αυξήσεις στο κόστος ενέργειας, οι οποίες συνέβαλαν στη μείωση της αγοραστικής δύναμης των πελατών. 

Ταυτόχρονα, οι νέες παραγγελίες εξαγωγών συρρικνώθηκαν έντονα τον Οκτώβριο. Σύμφωνα με αναφορές, οι δύσκολες οικονομικές συνθήκες σε βασικές υπερπόντιες αγορές εξαγωγών και ο αντίκτυπος της αστάθειας των τιμών ενέργειας περιόρισαν τις πωλήσεις εξαγωγών.

Σχολιάζοντας τα αποτελέσματα της τελευταίας έρευνας, η Siân Jones, οικονομολόγος στην S&P Global Market Intelligence, είπε: «Οι Έλληνες κατασκευαστές κατέγραψαν περαιτέρω μείωση της παραγωγής και των νέων παραγγελιών τον Οκτώβριο, καθώς το τελευταίο τρίμηνο του έτους προανήγγειλε ανησυχητικές βασικές τάσεις. Η ήδη ασθενής ζήτηση από το εσωτερικό και το εξωτερικό υποχώρησε και πάλι, καθώς οι εταιρείες περιόρισαν τις αγορές εισροών και τον αριθμό προσωπικού ανταποκρινόμενες στις μειωμένες απαιτήσεις παραγωγής. Παρά την υποτονική ζήτηση για εισροές, η επιβάρυνση κόστους αυξήθηκε με εντονότερο ρυθμό, καθώς η άνοδος στις τιμές της ενέργειας και των μεταφορών επιδείνωσαν τις πληθωριστικές πιέσεις.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

 

Σε απάντηση, οι εταιρείες προσπάθησαν να μετακυλίσουν το υψηλότερο κόστος στους πελάτες, καθώς οι τιμές πώλησης αυξήθηκαν επίσης με εντονότερο ρυθμό. Οι παραγωγοί αγαθών παρέμειναν αισιόδοξοι, σε γενικές γραμμές, ως προς τις προσδοκίες σχετικά με την παραγωγή για το επόμενο έτος, παρότι η αισιοδοξία ήταν μικρή.

Σύμφωνα με τις τρέχουσες προβλέψεις μας σχετικά με τη βιομηχανική παραγωγή, αναμένεται αύξηση 3,0% μέσα στο 2022, ωστόσο οι αντίξοες συνθήκες που επικρατούν στον τομέα επηρεάζουν αρνητικά τις προοπτικές για το 2023, δεδομένου ότι οι εταιρείες ανησυχούν για την αύξηση των τιμών ενέργειας και την ευρύτερη επιβάρυνση στις παγκόσμιες οικονομικές συνθήκες.»

Kόστος εισροών

Τα στοιχεία του Οκτωβρίου, υπέδειξαν ακόμα μία σημαντική αύξηση του κόστους εισροών που αντιμετώπισαν οι Έλληνες κατασκευαστές, καθώς ο ρυθμός αύξησης επιταχύνθηκε και πάλι από την πρόσφατη χαμηλή τιμή του Αυγούστου. Η υψηλότερη επιβάρυνση κόστους αποδόθηκε στην αύξηση της τιμής των υλικών, των μεταφορών, των καυσίμων και της ενέργειας. Παρότι ανέκτησε τη δυναμική του και ήταν ταχύτερος από τον μέσο όρο της έρευνας, ο ρυθμός αύξησης ήταν μεταξύ των βραδύτερων που έχουν καταγραφεί σε διάστημα περίπου δύο ετών. 

Εν τω μεταξύ, οι εταιρείες εξακολούθησαν να μετακυλίουν το μεγαλύτερο κόστος στους πελάτες τους, καθώς οι τιμές χρέωσης αυξήθηκαν επίσης με εντονότερο ρυθμό. Ο ρυθμός αύξησης των χρεώσεων ήταν αισθητά υψηλότερος από την τάση που έχει καταγραφεί στην έρευνα. 

Κατ’ αναλογία με τις ασθενέστερες συνθήκες ζήτησης, οι Έλληνες παραγωγοί αγαθών κατέγραψαν την τρίτη συνεχή μηνιαία μείωση της απασχόλησης τον Οκτώβριο. Οι εταιρείες περιόρισαν τον αριθμό εργαζομένων, λόγω της έντονης μείωσης των αδιεκπεραίωτων εργασιών. 

Παρ’ όλα αυτά, ο ρυθμός μείωσης των θέσεων εργασίας ήταν μόλις οριακός και ο βραδύτερος που έχει καταγραφεί στην προαναφερθείσα περίοδο συνεχούς μείωσης. 

Οι Έλληνες κατασκευαστές κατέγραψαν επίσης ασθενέστερες προσδοκίες όσον αφορά τις προοπτικές σχετικά με την παραγωγή κατά το επόμενο έτος. Παρότι οι εταιρείες παρέμειναν σε γενικές γραμμές αισιόδοξες, τα συνολικά επίπεδα επιχειρηματικής εμπιστοσύνης υποχώρησαν στο χαμηλότερο σημείο που έχει καταγραφεί από τον Μάιο του 2020. Η αστάθεια των τιμών ενέργειας και οι δύσκολες συνθήκες στις εγχώριες και ξένες αγορές περιόρισαν την εμπιστοσύνη. 

Παρότι παρέμεινε σημαντική, η επιδείνωση της απόδοσης των προμηθευτών εξασθένησε, καθώς οι χρόνοι παράδοσης προμηθειών επιμηκύνθηκαν στον μικρότερο βαθμό που έχει καταγραφεί από τον Ιανουάριο του 2021. Παρόλα αυτά, οι πρωτοβουλίες μείωσης του κόστους και τα χαμηλότερα επίπεδα παραγωγής οδήγησαν σε περαιτέρω μείωση των αγορών εισροών και των αποθεμάτων προμηθειών. 

Τα αποθέματα ετοίμων προϊόντων μειώθηκαν με τον ταχύτερο ρυθμό που έχει καταγραφεί σε διάστημα τριών μηνών, καθώς οι εταιρείες δεν έθεσαν ως προτεραιότητα την αναπλήρωση των αποθεμάτων, λόγω της ασθενούς ζήτησης από την πλευρά των πελατών.