Γιατί οι Έλληνες επιχειρηματίες έχουν στραφεί στο ψωμί;

Γιατί οι Έλληνες επιχειρηματίες έχουν στραφεί στο ψωμί;
Photo: Φωτ. Προσωπικού Αρχείου

Η νέα γενιά των φούρνων διεκδικεί με αξιώσεις μερίδιο σε μια αγορά αξίας τριων δισ. ευρώ.

Της Αλεξάνδρας Γκίτση

Kάθε χρόνο ιδρύονται στην Ελλάδα περισσότερες από 40.000 νέες επιχειρήσεις. Από αυτές, σύμφωνα με έρευνα της Endeavor Greece, πάνω από μία στις τέσσερις, δηλαδή περισσότερες από 10.000 επιχειρήσεις, προσανατολίζονται στη λιανική ρούχων και παπουτσιών, αλλά και στον χώρο της εστίασης.

Και όταν λέμε «χώρο εστίασης», η μόδα πλέον σε αυτό το κομμάτι της αγοράς δεν είναι η ίδρυση κάποιου σουβλατζίδικου – φαγάδικου, αλυσίδας fast food ή καφετέριας.

Πλέον η τάση εδώ και μια τριετία είναι οι boulangeries (γαλλιστί), αρτοποιείο ή φούρνος επί το ελληνικότερον. Πρόκειται για μια νέα γενιά… μεταμοντέρνων αρτοποιείων – ζαχαροπλαστείων που φτιάχνουν καφέδες, κατά προτίμηση εσπρέσο και καπουτσίνο, στύβουν χυμούς, σερβίρουν γαλλικό πρωινό, μαγειρεύουν από γίγαντες μέχρι μουσακά, διαθέτουν πλούσια γκάμα σε σφολιατοειδή και προϊόντα ζαχαροπλαστικής που θα ζήλευαν αρκετές patisseries και, φυσικά, φουρνίζουν ψωμί για όλα τα γούστα και τα βαλάντια.

Μόνο την τελευταία δεκαετία, σύμφωνα με την πιο πρόσφατη σχετική έρευνα του Ινστιτούτου Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ), τη μεγαλύτερη ανάπτυξη δικτύων στην ελληνική αγορά είχαν τα αρτοποιεία (+25%) και τα σούπερ μάρκετ (+17,5%). Κάτι που επιβεβαιώνει και ο Μάρκος Πανέτας, πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου Κηφισιάς και μέλος του διοικητικού συμβουλίου του ΕΒΕΑ. Σύμφωνα με τον ίδιο, στην Κηφισιά «έχουν κλείσει πολλά καταστήματα ένδυσης και έχουν αντικατασταθεί από εστιατόρια και φούρνους». Αυτό δεν συμβαίνει, όμως, μόνο στην Κηφισιά. Έχει καταγραφεί και σε άλλες περιοχές της Αθήνας, όπως π.χ. στο Κολωνάκι, ότι εκεί που βρισκόταν το κατάστημα υποδημάτων Καζάκος βρίσκεται πλέον κατάστημα της αλυσίδας φούρνων Απολλώνιον και στη θέση του καταστήματος κοσμημάτων Gavello παράρτημα της αλυσίδας Χωριάτικο.

Μια αγορά με τζίρο άνω του ενος δισ. ευρώ ετησίως
Αν προσπαθήσει να απαντήσει κάποιος στο ερώτημα «γιατί οι Έλληνες επιχειρηματίες έχουν στραφεί στο ψωμί;», η απάντηση είναι απλή. Γιατί ο συγκεκριμένος κλάδος έχει… ψωμί. Τζιράρει ετησίως πάνω από ένα δισ. ευρώ (αυτό αφορά μόνο τις ετήσιες πωλήσεις ψωμιού – αρτοποιημάτων στην Ελλάδα) και επιδιώκει να κερδίσει κομμάτι από την πίτα του κλάδου της μαζικής εστίασης, που υπολογίζεται στα τρία δισ. ευρώ. «Οι αλυσίδες άρτου», όπως λέει στο Fortune ο πρόεδρος του Ελληνικού Συνδέσμου Αρτοβιομηχανιών (ΠΣΑΜ) και πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συνδέσμου Αρτοβιομηχανιών (Association Internationale de la Boulangerie Industrielle – ΑΙΒΙ) Γιώργος Μαυρομαράς, αποτυπώνουν την «εξέλιξη της αγοράς σε πιο οργανωμένες και μοντέρνες μορφές πώλησης. Σύγχρονα καταστήματα, τεράστια ποικιλία προϊόντων, υγιεινά και ασφαλή προϊόντα και ανταγωνιστικές τιμές».

Επίσης προσθέτει ότι «υπάρχουν φυσικά και μεμονωμένα καταστήματα ή μικρότερες αλυσίδες που ακολουθούν τον ίδιο δρόμο με επιτυχία. Κάθε προσπάθεια που γίνεται σωστά και επικοινωνεί το σωστό μήνυμα στον καταναλωτή έχει “ψωμί”».

Πάντως, σύμφωνα με τον διευθύνοντα σύμβουλο της Φούρνος Βενέτη, Παναγιώτη Μονεμβασιώτη, το άνοιγμα καταστημάτων από αλυσίδες φούρνων, ζαχαροπλαστείων κ.λπ. έχει φτάσει ήδη σε κάποιο όριο. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, «κάθε χρόνο κλείνουν 300 φούρνοι και ανοίγουν μόλις… 20 καταστήματα αλυσίδων».

Παίζοντας άμυνα στην κρίση

Η αγορά του ψωμιού είναι μια αμυντική αγορά βασικού και φθηνού είδους διατροφής, η οποία, σύμφωνα με τον Γιώργο Μαυρομαρά, κινείται σταθεροποιητικά τα τελευταία χρόνια. «Το ψωμί δεν λείπει ποτέ από το ελληνικό τραπέζι!» σημειώνει. Οπότε αλυσίδες φούρνων βρίσκουν ευκαιρίες σε ξενοίκιαστα καταστήματα και αναπτύσσουν την παρουσία τους. Στους πρωταγωνιστές του κλάδου είναι το Frank Ze Paul, που έχει τον αέρα γαλλικής boulangerie, όπως και η Boulangerie Paul. Αυτών των δύο boulangeries έχουν προηγηθεί τα τελευταία χρόνια ουκ ολίγα οργανωμένα δίκτυα, με την αλυσίδα Βενέτη να αποτελεί το πλέον αναγνωρισμένο και πιο οργανωμένο brand name στη συγκεκριμένη αγορά. Η εταιρεία άρχισε τη δραστηριότητά της το 1948, όταν στην Κηφισιά άνοιξε τις πόρτες του ο πρώτος φούρνος της.

Πλέον οι διοικούντες τη συγκεκριμένη αλυσίδα έχουν αποφασίσει να επεκτείνει την παρουσία της εκτός της εσωτερικής αγοράς, σε αγορές του εξωτερικού, με τη λειτουργία νέων καταστημάτων σε χώρες της Ευρώπης αλλά και της Μέσης Ανατολής. Στα επενδυτικά πλάνα της εταιρείας για φέτος προβλέπεται η ενδυνάμωση της παρουσίας της στο εξωτερικό, εξετάζοντας παράλληλα τη μεταφορά μέρους της παραγωγικής διαδικασίας της σε μια νέα μονάδα στη Βοιωτία, με νέες γραμμές παραγωγής, σύμφωνα με πληροφορίες του Fortune. Tο επενδυτικό πλάνο της αρτοβιομηχανίας προβλέπει, επίσης, τη λειτουργία 20 νέων σημείων, φτάνοντας έτσι στα 100 καταστήματα έως το 2016.

Από τις πλέον γνωστές αλυσίδες, αν και με μικρό σχετικά δίκτυο καταστημάτων –τέσσερα σημεία– είναι η αλυσίδα The Bakers, που έκανε την εμφάνισή της την άνοιξη του 2007. Στη λίστα με τις οργανωμένες αλυσίδες αρτοποιείων βρίσκεται –μεταξύ άλλων– το Απολλώνιο, που ανήκει στην εισηγμένη στο Χρηματιστήριο Αθηνών Καραμολέγκος, οι Αττικοί Φούρνοι, που αναπτύσσονται θεαματικά, και το Χωριάτικο. Βέβαια, πέραν όλων των άλλων, ο κλάδος του άρτου, σύμφωνα με τον Γιώργο Μαυρομαρά «χρειάζεται απλό και ξεκάθαρο νομικό πλαίσιο, κράτος και δημόσια διοίκηση φιλικά διακείμενα στην επιχειρηματικότητα, χωρίς γραφειοκρατία, δίκαιο και σταθερό φορολογικό πλαίσιο και ταχύτερη απονομή δικαιοσύνης. Η απελευθέρωση διαθεσίμων για χρηματοδότηση από το τραπεζικό σύστημα είναι επίσης σημαντική.

Νομίζω ότι αυτά είναι αυτονόητα και αναγκαία για όλους τους κλάδους». Από την άλλη πλευρά, τα παραδοσιακά αρτοποιεία φαίνεται να πιέζονται τόσο από την κρίση όσο και από τις αλλαγές που έχουν συντελεστεί στην αγορά και στις καταναλωτικές προτιμήσεις. Σύμφωνα με παλαιότερη έρευνα που διεξήχθη για λογαριασμό της Ομοσπονδίας Αρτοποιών Ελλάδος από την εταιρεία MARC, το 1/5 των καταναλωτών μείωσε την κατανάλωση ψωμιού, με αποτέλεσμα περίπου εννέα στους δέκα φούρνους να σημειώσουν κάμψη εσόδων, με τη μέση μείωση ανά φούρνο να διαμορφώνεται σε 36,7%. Η υποχώρηση προέρχεται κυρίως από τα προϊόντα ζαχαροπλαστικής και τα αρτοσκευάσματα, ενώ η μείωση της κατανάλωσης ψωμιού είναι μικρότερη.

Πάντως, το μερίδιο των παραδοσιακών φούρνων προβλέπεται να παρουσιάσει μείωση κατά 2%-3% μέχρι το 2016, ενώ αντίθετα αύξηση 1%-2% θα σημειώσει η σύγχρονη λιανική. Παράλληλα, μικρότερη αύξηση (περίπου 1%) θα παρουσιάσουν οι αλυσίδες αρτοπωλείων.

* Το άρθρο δημοσιεύεται στο περιοδικό Fortune που κυκλοφορεί στα περίπτερα. 

Δείτε ακόμα: Αυτές είναι οι νέες τάσεις στη διατροφή