Γιατί το μέλλον δεν θα μοιάζει με το παρελθόν

Γιατί το μέλλον δεν θα μοιάζει με το παρελθόν
To νέο πολυπολικό παγκόσμιο τοπίο, ο ανταγωνισμός ΗΠΑ – ΝΑΤΟ με την Κίνα, ο ρόλος της Ρωσίας και η περίπτωση της Ελλάδας που έχει να αντιμετωπίσει τον τουρκικό αναθεωρητισμό.

Όσοι αγαπάτε να περπατάτε στην ύπαιθρο της Αγγλίας θα έχετε παρατηρήσει τη συχνότητα των αρχαιολογικών επιγραφών «Ρωμαϊκή Έπαυλη» (Roman Villa), που συμπληρώνεται πολλές φορές και με χρονολογική ένδειξη από τον 1ο ως τον 4ο μ.Χ. αιώνα. Όπως συνέβαινε στο σύνολο των αυτοκρατορικών εδαφών της θεωρούμενης «αιώνιας» Pax Romana, την οποία ο Αδόλφος Χίτλερ φιλοδοξούσε να ξεπεράσει με το «χιλιόχρονο Ράιχ», οι Ρωμαίοι αξιωματούχοι επέλεγαν όμορφα μέρη για να διαιωνίσουν την οικογενειακή διαγενεακή ευημερία. Ταυτοχρόνως, μετά τις πρώτες εξεγέρσεις, οι τοπικοί πληθυσμοί προσχώρησαν, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, στο ρωμαϊκό καθεστώς και τον ρωμαϊκό τρόπο ζωής. Ο χρόνος, για τετρακόσια χρόνια, έδειχνε ακίνητος, προβλέψιμος, επαναληπτικός.

Σκεφτείτε, λοιπόν, πώς θα ένιωσαν όχι μόνον οι Ρωμαίοι, αλλά και οι γηγενείς Βρετανοί Κέλτες, όταν εκδηλώθηκε από τα μέσα του 4ου αιώνα μ.Χ. ο ορατός κλονισμός της κυριαρχίας της Αυτοκρατορίας σε όλα της τα εδάφη. Όταν από το 383 μ.Χ. άρχισε από την Αγγλία η αποχώρηση των λεγεώνων και εμφανίστηκε το προοίμιο των εισβολών των γερμανικών φύλων, των Σαξώνων και των Άγγλων. Και προσπαθήστε να μπείτε στη θέση όσων -και ήταν πολλοί ως το 410 μ.Χ., που αποχώρησε και ο τελευταίος Ρωμαίος από τη Βρετανία- απλώς δεν μπορούσαν να το δεχθούν, να το πιστέψουν και να προετοιμαστούν γι’ αυτό.

Στην τότε θέση των Ρωμαίων και των λαών της Αυτοκρατορίας, βρίσκεται, λίγο-πολύ, όλος ο πλανήτης σήμερα. Και πιο πολύ η Ευρώπη. Υπάρχει από παντού μια αισθητή κλιμάκωση πλανητικού χαρακτήρα προβλημάτων και προκλήσεων. Η κλιματική αλλαγή, η οικονομική κρίση, ο πληθωρισμός και η απειλή της ύφεσης σε όλες τις μεγάλες οικονομίες, η ενεργειακή κρίση και ανασφάλεια, η πανδημία Covid, αλλά και η βεβαιότητα ότι θα έχουμε νέα πανδημία το πολύ σε δέκα χρόνια από σήμερα, είναι τα πιο χαρακτηριστικά κοινά προβλήματα της ανθρωπότητας. Αλλά το δεσπόζον γνώρισμα του πρώτου τετάρτου του 21ου αιώνα είναι η γεωπολιτική ρευστότητα και αστάθεια που προκαλεί το γεγονός ότι, έπειτα από πεντακόσια χρόνια που τη σφραγίδα κυριαρχίας στον πλανήτη Γη έθεταν οι Δυτικές Δυνάμεις, πρώτα με βάση την Ευρώπη και μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο με βάση την Αμερική, τώρα προβάλλει ως νέα ηγεμονική δύναμη παγκόσμιας εμβέλειας μια ασιατική χώρα, η Κίνα.

H μεταβολή των συσχετισμών ισχύος και η Κίνα

Η άνοδός της προκαλεί άμεσες και έμμεσες μεταβολές, κραδασμούς και ανατροπές, σε όλα τα διεθνή συστήματα ασφαλείας ή, έστω, συνεννόησης και ισορροπίας δυνάμεων. Πρώτο αποτέλεσμα είναι η αμυντική επανασυσπείρωση του Ατλαντικού Χώρου. ΗΠΑ και Ευρώπη νεκρανασταίνουν το ΝΑΤΟ, ως εγγύηση ενιαίας απάντησης στην απειλούμενη δυσμενή μεταβολή των διεθνών συσχετισμών ισχύος. Αυτό αποτελεί, σίγουρα, μια καταρχήν θετική εξέλιξη. Όπως και να το κάνουμε, με όλες τις αδυναμίες του, το δυτικό υπόδειγμα εξακολουθεί να παραμένει, παγκοσμίως, μια όαση δημοκρατίας, δικαιωμάτων και πολιτισμού στηριγμένου στην ανοχή του διαφορετικού. Άρα, επιβάλλεται να είναι ισχυρό. Όμως, η ένταση των αλλαγών εξαερώνει οριστικά τη φιλοδοξία των Ευρωπαίων να αποτελέσουν τον «δεύτερο πυλώνα» παγκόσμιας ισορροπίας και ασφάλειας μέσω της Κοινής Αμυντικής και Εξωτερικής Πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Φυσικά και βήματα προς αυτή την κατεύθυνση θα υπάρξουν, και ευρωστρατός και κοινή ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία ίσως αναπτυχθούν. Αλλά, πολιτικά, «το πάνω χέρι» θα το έχουν αποφασιστικά οι ΗΠΑ, γιατί η κλίμακα της αναμέτρησης δεν επιτρέπει κεντρικό ρόλο σε μεσαίους «παίκτες».

Είμαστε, όμως, πολύ μακριά ακόμα από μια νέα εποχή της «ισορροπίας του τρόμου», του «Ψυχρού Πολέμου», όπως το ζήσαμε μεταξύ της Ατλαντικής Συμμαχίας και της ΕΣΣΔ. Γιατί σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο ο «διπολισμός» είχε μεν την κυνική του πλευρά (ο καθένας έδερνε τα παιδιά του χωρίς να επεμβαίνει ο άλλος), αλλά είχε και την παράδοξη εγγύηση μιας σταθερότητας στις ζώνες επιρροής, μέσα στις οποίες όλοι κάθονταν στη θέση τους, με λίγο – πολύ προσδιορισμένα όρια κινητικότητας.

Ο Πούτιν, η ρωσια και ένα νέο πολυπολικό παγκόσμιο τοπίο

Αντιθέτως τώρα, παρότι είναι σαφές ποιοι θα είναι οι τελικοί δύο πόλοι αντιπαράθεσης (ΗΠΑ – ΝΑΤΟ και Κίνα), υπάρχει ένας διαρκώς επεκτεινόμενος ενδιάμεσος χώρος ρευστότητας, στον οποίο πολλοί διεκδικούν αυτοτελή ρόλο. Είναι αυτό που πρόσφατα ο Ζοζέφ Μπορέλ ονόμασε «νέο πολυπολικό παγκόσμιο τοπίο». Δυνάμεις (και πυρηνικές) όπως η Ινδία και το Πακιστάν επιχειρούν να διευρύνουν τη γεωπολιτική τους επιρροή και διεκδικούν όλο και μεγαλύτερο περιφερειακό, προς το παρόν, ρόλο. Η ραγδαία επανεξοπλιζόμενη Ιαπωνία θα επιτελέσει στην Ασία τον αντίστοιχο ρόλο που θα διαδραματίζει στην Ευρασία η Ευρώπη για λογαριασμό των ΗΠΑ. Με σχετική αυτονομία, αλλά τελικά σε συμπληρωματική και υποτελή θέση.

Χώρες που σήμερα είναι «έξω από το ραντάρ» των διεθνών συσχετισμών, όπως η Νιγηρία και η Βραζιλία, θα αναδειχθούν σε ισχυρές περιφερειακές δυνάμεις στην Αφρική και τη Λατινική Αμερική, αντίστοιχα.

Αυτή τη ρευστότητα επιχείρησε να εκμεταλλευτεί ο Πούτιν, προκειμένου να εγκαθιδρυθεί ως ισοδύναμος συνομιλητής με τους δύο «μεγάλους», την ώρα που είναι φανερό ότι η σημερινή Ρωσία, χωρίς το πυρηνικό της οπλοστάσιο, δύσκολα θα ξέφευγε από την κατάταξη μιας περιφερειακής ευρασιατικής δύναμης και όχι -φυσικά- παγκόσμιος παίκτης, όπως επί ΕΣΣΔ. Και ανεξάρτητα από την έκβαση του πολέμου στην Ουκρανία, ήδη ο Πούτιν πληρώνει τα επίχειρα του «μικρομεγαλισμού» του. Απομονώνεται από εκεί που μακροπρόθεσμα είχε μόνον να κερδίσει (τη Δύση) και προσαρτάται εκών άκων στην Κίνα, η οποία, πέραν όλων των άλλων, ενόπλως είχε υπενθυμίσει στις συγκρούσεις για τα σύνορα στον ποταμό Ουσούρι το 1969 ότι, πέρα από τα «ιστορικά δικαιώματα», πόσο φυσική επέκταση του ζωτικού της χώρου θα μπορούσε να θεωρήσει τη Σιβηρία των 10.000.000 κατοίκων για τα εκατοντάδες εκατομμύρια κατοίκων της βόρειας Κίνας…

Αυτός ο «νέος πολυπολικός κόσμος» του Μπορέλ θα χρειαστεί αρκετό χρόνο για να βρει τις ισορροπίες του, τις «σταθερές» του. Όλα θα εξαρτηθούν από τις επιλογές των δύο τελικών «μεγάλων παικτών», των ΗΠΑ και της Κίνας. Θα κάνουν αμοιβαίες παραχωρήσεις και θα επιλέξουν ένα είδος «ειρηνικής συνύπαρξης», με αμοιβαία αναγνώριση «ειδικών συμφερόντων» και «ζωνών επιρροής»; Πιθανόν, π.χ., να είναι πιο σημαντικό για την Κίνα να της αναγνωρισθεί η κυριαρχία στη Νότια Σινική Θάλασσα, παρά η ενσωμάτωση της ΤαΪβάν. Πιθανόν μια «μοιρασιά» στην Αφρική, μεταξύ Κίνας (που προηγείται ισχυρά) και ΗΠΑ, εις βάρος του αδύναμου κρίκου, της Ρωσίας, να δράσει κατευναστικά σε έναν άνευ όρων και ορίων ανταγωνισμό. Όλα είναι ανοιχτά και όλα τα σενάρια είναι εξίσου πιθανά.

 

Ανεξάρτητα από την έκβαση του πολέμου στην Ουκρανία, ήδη ο Πούτιν πληρώνει τα επίχειρα του «μικρομεγαλισμού» του. Ο Ερντογάν διατηρεί τις γέφυρες επικοινωνίας με τον Ρώσο πρόεδρο.

Θεωρητικά, η Ελλάδα, σε αυτό το ταραγμένο τοπίο, έχει διαλέξει «τη σωστή πλευρά της Ιστορίας». Είμαστε μέλος του ΝΑΤΟ και στον σκληρό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αναπτύσσουμε ήδη από τη Μεταπολίτευση, μια πολύπλευρη εξωτερική πολιτική, επιδιώκοντας τις πιο στενές σχέσεις με χώρες που είτε ιστορικά διαθέτουμε δεσμούς, είτε δυναμικά διαπιστώνουμε σύμπτωση συμφερόντων.

Ωστόσο, όλο και περισσότερο γίνεται από όλους κατανοητό ότι η Ελλάδα, κατ’ αντίθεση με όλες τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ, αντιμετωπίζει μια «ειδική συνθήκη». Η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα που αντιμετωπίζει ευθέως μια εξωτερική απειλή όχι μόνον στα κυριαρχικά της δικαιώματα, αλλά και στην ίδια την εδαφική της κυριαρχία. Ο αναθεωρητισμός της Τουρκίας, παρά την εισβολή του Αττίλα στην Κύπρο, υποτιμήθηκε επί μακρόν στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, αλλά, εν μέρει, και από τις ελληνικές πολιτικές ηγεσίες και από την ίδια την ελληνική κοινωνία, που διψούσε για πρόοδο και ευημερία την πρώτη περίοδο της Μεταπολίτευσης και ασφυκτιούσε στους καταναγκασμούς των μνημονίων στη δεύτερη περίοδο, ώστε να θέσει την τουρκική απειλή σε δεύτερη μοίρα.

Η στάση της Ελλάδας έναντι της Τουρκίας ήταν συνολικά αμυντική και υποχωρητική. Υπήρχε, προσθέτως, η σταθερή εκτίμηση ότι η συνοχή της ΝΑ πτέρυγας του ΝΑΤΟ και η υποψηφιότητα της Τουρκίας στην Ε.Ε. θα δρούσαν ως χαλινός των τουρκικών επιδιώξεων, ώστε, σε συνδυασμό με τις εθνικές δυνάμεις αποτροπής, να δικαιωθεί ως προς την Τουρκία το ρητό «σκύλος που γαβγίζει δεν δαγκώνει» ή «δεν θα του επιτραπεί να δαγκώσει».

Αλλά από το 2010 ο τουρκικός επεκτατικός σχεδιασμός ήταν «ανοιχτός», τόσο στους στόχους όσο και στα μέσα. Μεθοδική ανάπτυξη της εθνικής αμυντικής βιομηχανίας της Τουρκίας με επιθετικό εξοπλισμό. Μεθοδική διπλωματική στήριξη των αναθεωρητικών στόχων. Και κυρίως, πλήρης αξιοποίηση της απορρύθμισης του διεθνούς συστήματος ασφαλείας για την επιβολή της αντιμετώπισης της Τουρκίας ως μιας ισχυρής περιφερειακής δύναμης, που εκτείνει την επιρροή της στο σύνολο του μουσουλμανικού κόσμου, έχει πλήρη διείσδυση ισχύος στην Κεντρική Ασία, είναι ιδιαίτερα υπολογίσιμος παράγων των εξελίξεων στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, είναι ο προνομιούχος συνομιλητής του Βερολίνου, με στενούς δεσμούς με τη Μαδρίτη και τη Ρώμη, αλλά και άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, ενώ αυξάνει διαρκώς τη διείσδυση και την επιρροή της στα Βαλκάνια.

Επέτυχε, χάρη στην εθνική της ισχύ, η Τουρκία, να επιβάλει ήδη τον «εξαιρετισμό» της, ακροβατώντας επιτυχώς μεταξύ Ρωσίας, Ουκρανίας και Δύσης. Και κυρίως, μετά το πραξικόπημα του 2016, οι εκκαθαρίσεις στις Ένοπλες Δυνάμεις της Τουρκίας στέρησαν από τις ΗΠΑ τον πιο «φυσικό» μηχανισμό παρεμβατικότητας που χρησιμοποίησαν επανειλημμένα επί δεκαετίες.

Αυτή η Τουρκία, που ο Μπορέλ στην ίδια δήλωση του περιέλαβε, ονομαστικά, στους ισχυρούς πόλους του αναδυόμενου νέου πολυπολικού κόσμου έχει στραφεί, με απόλυτη πολιτική ομοψυχία, στην πραγμάτωση των διακηρυγμένων επεκτατικών στόχων της έναντι της Ελλάδας. Διεθνή και ευρωπαϊκά «φρένα» εκ των προτέρων, είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να επιτύχουν την αποτροπή. Και εκ των υστέρων, κάθε παρέμβαση δεν θα έχει καλύτερη κατάληξη από τις αλυσιτελείς προσπάθειες που εκτυλίσσονται επί πενήντα σχεδόν χρόνια στην Κύπρο.

Μέσα σε αυτό το παγκόσμιο σκηνικό απορρύθμισης, αντιμετωπίζοντας η Ελλάδα μια τόσο ορατή και απροκάλυπτη απειλή, έχει μια λαμπρή ευκαιρία μιας πλήρους εθνικής αναγέννησης. Το παράδειγμα είναι δίπλα μας. Αν η Ελλάδα θέλει να επιβιώσει, να προκόψει, να ευημερήσει, να διαφυλάξει τα κυριαρχικά της δικαιώματα και την ίδια την κυριαρχία της, μπορεί από αύριο, με εθνικό σχέδιο και ομοψυχία να γίνει ένα δεύτερο Ισραήλ, παραγωγικά, καινοτομικά, οικονομικά, κοινωνικά και στρατιωτικά. Τότε θα διαφυλάξει και την ειρήνη στην περιοχή, θα εδραιώσει την ελληνοτουρκική φιλία και θα γίνει το πραγματικό στήριγμα του ευρύτερου συστήματος ασφαλείας της περιοχής.

Αν δεν κάνουμε τώρα, σήμερα, αυτές τις επιλογές,, ας μη θρηνήσουμε για το τι θα γράφουν (και σε ποια γλώσσα) σε διάφορα σημεία οι επιγραφές του μέλλοντος, όπως σήμερα στην ύπαιθρο της Αγγλίας…


Το άρθρο δημοσιεύεται στο νέο τεύχος του Fortune που κυκλοφορεί στις 2 Νοεμβρίου.