Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής: Πληρώνουμε ακόμη τη διαπραγμάτευση του 2015

Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής: Πληρώνουμε ακόμη τη διαπραγμάτευση του 2015
Õı˜ÙÂÒÈÌfi ‹Ô¯Á ÙÔı ÍÙÈÒflÔı ÙÁÚ ¬ÔıÎfiÚ , ƒÂıÙ›Ò· 8 ”ÂÙÒÏ‚ÒflÔı 2008.

Στην έκθεσή του για το γ’ τρίμηνο, το Γραφείο αναφέρει ότι είναι απαραίτητη η αναδιάρθρωση του χρέους και προειδοποιεί για την υφεσιακή φορολογική πολιτική.

Για το κόστος του πρώτου εξαμήνου του 2015 και την αποτυχημένη διαπραγμάτευση και την αντιπαράθεση με τους δανειστές, αλλά και την ανάγκη ανάληψης της ιδιοκτησίας του προγράμματος κάνει λόγο το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής για την πορεία της ελληνικής οικονομίας το τρίμηνο Ιούλιος – Σεπτέμβριο 2016

Το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής θεωρεί απαραίτητη μία σοβαρή αναδιάρθρωση του χρέους για να βγει η χώρα από την παγίδα του χρέους, ενώ προτείνει αναδιάρθρωση του μείγματος οικονομικής πολιτικής υπέρ της εξοικονόμησης των δαπανών και μείωσης των φόρων στους οποίους αποδίδει υφεσιακή επίπτωση.

“Συμμεριζόμαστε την υπόθεση πολλών (σε κυβέρνηση και αντιπολίτευση) ότι δεν έχουν εξαντληθεί τα περιθώρια για στοχευμένες εξοικονομήσεις δαπανών π.χ. στις δημόσιες προμήθειες, τα δημόσια έργα και στις καταναλωτικές δαπάνες του κράτους” σημειώνει το Γραφείο. Επίσης, προτείνει εφαρμογή των ιδιωτικοποιήσεων με όρους που θα αποτρέπουν την μετατροπή κρατικών μονοπωλίων σε ιδιωτικά. Σε ότι αφορά τις αλλαγές στα εργασιακά προτείνει την καθιέρωση συστήματος που θα συνδυάζει την ευελιξία στις αποφάσεις με την ασφάλεια για τους εργαζόμενους.

Την ίδια ώρα οι συντάκτες της έκθεσης εκφράζουν την ανησυχία τους και για τις διαστάσεις που προσλαμβάνει το ιδιωτικό χρέος. Όπως επισημαίνουν τα χρέη αυτά προς τις εφορίες, τις τράπεζες και τα ασφαλιστικά ταμεία αλλά και οι οφειλές προς τις ΔΕΚΟ – κυρίως προς τη ΔΕΗ – έχουν προσλάβει τέτοια διάσταση που λίαν συντόμως θα αγγίξουν τα επίπεδα του Δημοσίου Χρέους. Στην έκθεσή του το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής εκφράζει, όπως και στην έκθεσή του για το προσχέδιο του προϋπολογισμού του 2017, επιφυλάξεις σε ότι αφορά τις εκτιμήσεις της κυβέρνησης και των θεσμών για ανάπτυξη 2,7% το 2017.

Όπως αναφέρει: “Η κυβέρνηση και η ΤτΕ αναμένουν σχεδόν αλματώδη ανάπτυξη το 2017 κατά 2,7% του ΑΕΠ. Την ίδια αισιόδοξη πρόβλεψη περιέχει το Σχέδιο Προϋπολογισμού 2017 (Οκτώβριος 2016). Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) μάλιστα, υπερθεματίζει. Όμως τα στοιχεία που διαθέτουμε δεν επιτρέπουν τόση αισιοδοξία”. Το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής θεωρεί πάντως ότι με βάση τις προβλέψεις για την πορεία των εσόδων και των άλλων οικονομικών μεγεθών είναι” εφικτό να αποφύγουμε την εφαρμογή του λεγόμενου «κόφτη» το 2017.

Οι συντάκτες της έκθεσης τονίζουν ότι “τους επόμενους μήνες θα αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη σημασία η αναθεώρηση των στόχων για πρωτογενή πλεονάσματα προς τα κάτω και η οριστική «διευθέτηση» του χρέους. Κυβέρνηση και αντιπολίτευση μάλλον συμφωνούν στον στόχο αυτό και έχουν ως σύμμαχο το ΔΝΤ!”.

Στην έκθεση σημειώνεται ότι “αντισταθμιστικές ενέργειες, κυρίως της κυβέρνησης, είναι δυνατόν να περιορίσουν σημαντικά τις υφεσιακές επιπτώσεις της φοροκεντρικής πολιτικής προσαρμογής. Οι «ενέργειες» αυτές, σε συνδυασμό μάλιστα με ένα φιλικό προς την ανάπτυξη (και κοινωνικά δίκαιο)σχέδιο περικοπής πρωτογενών δαπανών και καταπολέμησης της φοροδιαφυγής, μπορεί να οδηγήσουν σε «επεκτατική δημοσιονομική προσαρμογή». Σε ότι αφορά τα εργασιακά στην έκθεση θεωρείται ως απαραίτητη προϋπόθεση για τις αλλαγές ένα ελάχιστο επίπεδο εμπιστοσύνης μεταξύ των κοινωνικών εταίρων και κατάλληλοι θεσμοί! Αναφερόμενο ειδικότερα στο ζήτημα των ομαδικών απολύσεων το Γραφείο τονίζει ότι αυτή η αναγκαία εμπιστοσύνη θα ενισχυόταν:

(α) αν θεσπιζόταν ένα «κοινωνικό σχέδιο» (όπως για παράδειγμα αυτό που ισχύει στη Γερμανία), που θα κάλυπτε τους απολυμένους κατά τα πρότυπα της σχετικής πρακτικής στις περισσότερες δυτικές χώρες. Το σχέδιο αυτό θα απαιτούσε την εμπλοκή αποτελεσματικά λειτουργούντων δημόσιων και ιδιωτικών φορέων (ΟΑΕΔ, εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, Υπουργείου Ανάπτυξης / ΕΣΠΑ). Το σχέδιο θα έδινε χρόνο στους εργαζόμενους να αντιμετωπίσουν εν μέρει τη νέα κατάσταση.

(β) αν εξετάζονταν έγκαιρα εναλλακτικές δυνατότητες. Μια τέτοια δυνατότητα, σύμφωνα με την επιτροπή εμπειρογνωμόνων, είναι η μείωση των ωρών εργασίας – μια μορφή ευελιξίας. Με τον τρόπο αυτόν, οι μεν επιχειρήσεις θα μπορούσαν να προσαρμόσουν την παραγωγή τους στις συνθήκες της αγοράς (ή να επιβιώσουν στην κρίση), ενώ οι εργαζόμενοι θα διατηρούσαν τις θέσεις εργασίας τους και το κράτος δεν θα επιβαρυνόταν με νέα επιδόματα ανεργίας

Σε ότι αφορά το χρέος, στην έκθεση σημειώνεται ότι ορθώς η κυβέρνηση θέτει το ζήτημα, ενώ επισημαίνεται ότι αν η Ελλάδα εκπληρώσει τις δεσμεύσεις της θα βρεθεί λύση ή, έστω, η πίεση για λύση θα μετατοπισθεί προς την ΕΕ. “Η γνώμη του ΓΠΚΒ είναι ότι μια σοβαρή αναδιάρθωσή του είναι απαραίτητη για να ξεφύγει η χώρα από την «παγίδα χρέους» στην οποία βρίσκεται. Στην ουσία, η Ελλάδα έχει παγιδευτεί σε ένα αλληλοτροφοδοτούμενο υφεσιακό «σπιράλ», τόσο λόγω του υψηλού και δυσβάστακτου χρέους (που επηρεάζει βασικούς αναπτυξιακούς συντελεστές), όσο και λόγω της αβεβαιότητας που κυριαρχεί (ως απόρροια της κρίσης χρέους, που στην πορεία όμως δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο) αλλά και του χαμηλού επιπέδου των θεσμών της χώρας (που είναι υψίστης σημασίας για την οικονομική ανάπτυξη). Στο πλαίσιο αυτό, τους τελευταίους μήνες το θέμα του χρέους βρίσκεται στο προσκήνιο”.

Αλλά το χρέος δεν είναι ο μόνος παράγοντας αβεβαιότητας σημειώνει το Γραφείο: “Υπάρχουν και πολλοί άλλοι: η γραφειοκρατία, οι δυσκολίες χρηματοδότησης των επιχειρήσεων, οι φορολογικοί συντελεστές, η αστάθεια στη νομοθεσία, οι δυσλειτουργίες στις αγορές προϊόντων και στη δικαιοσύνη. Επομένως, η επενδυτική ώθηση που χρειάζεται η χώρα θα προέλθει όχι μόνον από τη ρύθμιση του χρέους, αλλά και από το σύνολο των μεταρρυθμίσεων που προβλέπονται στο Μνημόνιο”.

Στην έκθεσή του το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής υπογραμμίζει μιά σειρά “από αναδυόμενους κίνδυνους για τη δημοσιονομική και κοινωνική σταθερότητα.”

Μεταξύ αυτών συγκαταλέγει :

Ι) Τα Ασφαλιστικά Ταμεία “Η σημερινή κατάσταση των ασφαλιστικών ταμείων δημιουργεί προβληματισμούς για τη βιωσιμότητά τους. Οι οφειλές προς τα ασφαλιστικά ταμεία ξεπέρασαν τα 30 δισ. ευρώ” αναφέρεται στην έκθεση.

2). Τις συνολικές (εκκαθαρισμένες και υπό εκκαθάριση) ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου προς ιδιώτες

3) Έναν πιθανό επερχόμενο εξορθολογισμό-μειώσεις σε προνοιακά επιδόματα το ύψος των οποίων ανέρχεται σε 247,4 εκατ. ευρώ. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνεται το επίδομα θέρμανσης, οι παροχές διακοπών σε ανέργους, το Καλοκαιρινό κατασκηνωτικό πρόγραμμα ΟΑΕΔ, προγράμματα ΟΑΕΔ οικονομικής ενίσχυσης συνδικαλιστικών οργανώσεων, προγράμματα κοινωνικού τουρισμού κ.ά.

Η θέση για τα εργασιακά

«Οι κύριοι στόχοι της μεταρρύθμισης για τα εργασιακά είναι η δημιουργία κινήτρων για προσλήψεις, η διευθέτηση του χρόνου εργασίας, η μείωση του μη μισθολογικού κόστους, μέσω της καταπολέμησης της αδήλωτης απασχόλησης, αλλά και της ενίσχυσης των ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης, έτσι ώστε να ενσωματωθούν οι άνεργοι στην αγορά εργασίας, ενισχύοντας, με αυτόν τον τρόπο, την απασχολησιμότητα», αναφέρει, στην ίδια έκθεση το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής.

Όπως επισημαίνεται η έκθεση των θεσμών προς την κυβέρνηση, μετά την πρώτη αξιολόγηση, για τη μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας, αναφέρεται στα εξής ζητήματα:

«- Οι θεσμοί υποστηρίζουν την επέκταση του πεδίου των επιχειρησιακών συμβάσεων (μισθοί και απασχόληση), διότι βοηθούν τις επιχειρήσεις να προσαρμοστούν σε περιόδους οικονομικής δυσχέρειας ή προσαρμογής. Η μεταρρύθμιση των συλλογικών διαπραγματεύσεων συμβάλλει, σύμφωνα με τους θεσμούς, στην ευελιξία των επιχειρήσεων, προκειμένου να προσαρμόσουν το εργασιακό κόστος, μέσω των τιμών και όχι μέσω των απολύσεων.

– Στην περίπτωση που οι διαπραγματεύσεις αποτυγχάνουν, θα πρέπει να υπάρχει δυνατότητα προσφυγής τόσο των εργοδοτών όσο και των εργαζομένων. Σε κάθε περίπτωση, κατά τη διαδικασία της διαιτησίας, θα λαμβάνονται υπόψη οικονομικά κριτήρια που αφορούν στην εκάστοτε επιχείρηση, αλλά και τη γενικότερη κατάσταση που επικρατεί στον κλάδο των επιχειρήσεων που συμμετέχουν στη διαδικασία διαιτησίας. Η δυνατότητα μονομερούς προσφυγής, σύμφωνα με τους θεσμούς, θα συνεχίζει να υφίσταται.

– Ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα ήταν προϊόν διμερούς διαπραγμάτευσης μεταξύ των κοινωνικών εταίρων. Εφεξής, όμως, θα αποφασίζεται από το κράτος και, από το 2017 και μετέπειτα, θα αποτελεί ένα μοναδικό ποσό αναφοράς, χωρίς να περιλαμβάνει τα επιδόματα ωρίμανσης. Ο κατώτατος μισθός θα πρέπει να αναπροσαρμόζεται, έτσι ώστε να συμβάλει στην αύξηση της απασχόλησης και στη μείωση της ανεργίας, ενισχύοντας, ταυτόχρονα, την αύξηση της ανταγωνιστικότητας.

– Ως προς τις ομαδικές απολύσεις, οι θεσμοί κρίνουν απαραίτητη την κατάργηση των περιορισμών (η διοικητική προέγκριση ισχύει μόνο στην Ελλάδα, ενώ ακόμα αναμένεται η απόφαση της ΑΓΕΤ Ηρακλής) και την αύξηση του ποσοστού του ορίου των απολύσεων από 5% σε 10%.

– Για το συνδικαλιστικό νόμο, οι θεσμοί υποστηρίζουν ότι δεν έχουν πραγματοποιηθεί αλλαγές στη δομή και την οργάνωση των συνδικάτων, στην εξασφάλιση της εκπροσώπησης όλων των εργαζομένων, καθώς και την εφαρμογή της “ανταπεργίας” (“lockout”). Τέλος, επισημαίνουν ότι θα ήταν χρήσιμη η δημιουργία μίας πλατφόρμας ηλεκτρονικής καταγραφής των μελών των συνδικάτων, που θα μείωνε τη γραφειοκρατία και θα καταπολεμούσε πρακτικές εκμετάλλευσης».

Επιπλέον, στην έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής παρουσιάζονται τα βασικά σημεία του πορίσματος της Διεθνούς Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων για τα εργασιακά.