H (χαμένη) τιμή της Κεντροαριστεράς

H (χαμένη) τιμή της Κεντροαριστεράς
Άνοιγμα της κάλπης μετά το πέρας της διαδικασίας σε εκλογικό τμήμα στο Δρέπανο Ναυπλίας για τις Ευρωεκλογές 2024, Κυριακή 9 Ιουνίου 2024. Οι ψηφοφόροι ψήφισαν από τις 07:00 έως τις 19:00, για να αναδείξουν τους 21 υποψήφιους από 31 κόμματα που θα εκπροσωπήσουν την Ελλάδα στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο έως το 2029. Συνολικά στους εκλογικούς καταλόγους ήταν εγγεγραμμένοι 9.796.330 εκλογείς εκ των οποίων 4.755.686 άνδρες και 5.040.644 γυναίκες. ΑΠΕ-ΜΠΕ /ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΜΠΟΥΓΙΩΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ Photo: ΑΠΕ-ΜΠΕ
Στο τέλος της ημέρας, ισχύει πως στην πολιτική δεν αθροίζονται οι πολιτικές δυνάμεις, ότι τίποτε δεν μπορεί να προκύψει από συμφωνίες κορυφής.

Από το βράδυ των ευρωεκλογών ξεκίνησαν και πάλι οι συζητήσεις για το πώς η Κεντροαριστερά θα συμπορευθεί, θα αναδιοργανωθεί ή θα επανεκκινήσει ώστε να ρίξει την κυβέρνηση της ΝΔ το 2027. Είναι μια κουβέντα που ειδικά όσους παρακολουθούν τις εξελίξεις στο χώρο από το 2012 κι έπειτα έχει κουράσει.

Πρώτον, διότι σε όλη την Ευρώπη η δύναμη των Σοσιαλδημοκρατικών κι Αριστερών κομμάτων έχει ατονήσει εδώ και μια δεκαπενταετία, από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης και της βαθιάς αλλαγής στο εσωτερικό των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Μεγάλες μάζες των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων που έβρισκαν αποκούμπι στις ιδέες της Κεντροαριστεράς αναζητούν πλέον πολιτικό καταφύγιο στην ριζοσπαστική αριστερά ή στην άκρα δεξιά που φέρουν αντισυστημικό λόγο (κυρίως η πρώτη) και ξενοφοβικό και αντιδυτικό (κυρίως η δεύτερη). Στην Ελλάδα δεν βλέπουμε κάτι διαφορετικό: η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ την προηγούμενη δεκαετία είχε αυτά τα χαρακτηριστικά – ανεξάρτητα εάν η άσκηση εξουσίας και βέβαια η παταγώδης αποτυχία σε πολλούς τομείς οδήγησε στην πολιτική καταβάρθρωση – ενώ τα σχήματα της άκρας Δεξιάς συνεχώς ενισχύονται από πολίτες που τα προηγούμενα χρόνια μπορεί να ψήφιζαν διαφορετικά. Άρα ένα ζήτημα αφορά το ακροατήριο.

Δεύτερον, διότι η συζήτηση αναλώνεται στα πρόσωπα, με αποτέλεσμα να γίνεται με όρους ριάλιτι. Η περίπτωση Κασσελάκη το επιβεβαιώνει κι ας λένε στον ΣΥΡΙΖΑ ότι τους ενδιαφέρουν τα προβλήματα της κοινωνίας. Στο ΠΑΣΟΚ η συζήτηση για το ποιος θα μπορούσε να αντικαταστήσει τον Ανδρουλάκη γίνεται με όρους αντίστοιχους, πχ «ο Χάρης Δούκας κέρδισε τον Μπακογιάννη, άρα θα μπορούσε να κερδίσει και τον Μητσοτάκη». Καμία αναφορά στα προγράμματα, σε ένα οραματικό πλαίσιο, σε ένα αφήγημα για το πού πρέπει να πάει η χώρα, για το ποια κοινωνικά στρώματα μπορεί να συνταχθούν πίσω από αυτούς κοκ.

Τρίτον, διότι η συζήτηση περί «συμπόρευσης» των προοδευτικών δυνάμεων στερείται ιστορικής, κοινωνικής και πολιτικής βάσης. Στηρίζεται στην απλοϊκή διαπίστωση ότι το 2012 μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων του τότε ΠΑΣΟΚ πήγε στον ΣΥΡΙΖΑ. Ωστόσο οι δυο χώροι ήταν πάντα αυτόνομοι και είχαν βασικές πολιτικές διαφωνίες. Σε όλους τους μεγάλους διχασμούς της τελευταίας 15ετίας είχαν διαφορετικές θέσεις – το ΠΑΣΟΚ ψήφισε όλα τα μνημόνια και ο ΣΥΡΙΖΑ αναδείχθηκε ως ο βασικός εκφραστής του αντι-μνημονίου, το ΠΑΣΟΚ συνεργάστηκε με τη ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ με τους ΑΝΕΛ, το ΠΑΣΟΚ είπε «ναι» στο δημοψήφισμα και ο ΣΥΡΙΖΑ «όχι», το ΠΑΣΟΚ καταψήφισε τη συμφωνία των Πρεσπών, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ την έφερε και την υπερψήφισε.

Στο τέλος της ημέρας, ισχύει πως στην πολιτική δεν αθροίζονται οι πολιτικές δυνάμεις, ότι τίποτε δεν μπορεί να προκύψει από συμφωνίες κορυφής και πως μια πολιτική δυναμική προκύπτει ως έκφραση κοινωνικών αιτημάτων και διεργασιών. Τα άλλα όλα, είναι απλά για τους επαγγελματίες της πολιτικής.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ: