Η έλλειψη νερού φέρνει επενδυτικές ευκαιρίες

Η έλλειψη νερού φέρνει επενδυτικές ευκαιρίες

Κίνα και Ινδία διψούν για φρέσκο νερό και υποδομές. Πού πρέπει να στραφούν οι επενδυτές;

Έχει ειπωθεί ότι οι πόλεμοι του μέλλοντος θα γίνονται με αφορμή το νερό, αλλά προς το παρόν οι μόνες «μάχες» που προβλέπονται είναι για τη χρηματοδότηση έργων στις χώρες όπου υπάρχει το μεγαλύτερο πρόβλημα.

Σύμφωνα με έκθεση της Credit Suisse, η Κίνα διαθέτει το 7% των παγκόσμιων αποθεμάτων γλυκού νερού (ποτάμια, λίμνες, πηγές), αλλά είναι υπεύθυνη για το 16% της παγκόσμιας κατανάλωσης. Στην Ινδία καταναλώνεται το 18%, αλλά η χώρα έχει μόλις το 3% των αποθεμάτων. Αυτό σημαίνει πως, σε συνδυασμό με την πλημμελή διαχείριση του νερού, κάθε κάτοικός της έχει πρόσβαση σε 1.200 κυβικά μέτρα νερού ετησίως, από 6.000 που είναι ο παγκόσμιος μέσος όρος.

Στην Ινδία η αγροτική παραγωγή είναι υπεύθυνη για το 90% της ζήτησης, αλλά η ταχύτατη αστικοποίηση και ανάπτυξη αυξάνουν τις ανάγκες τόσο στις πόλεις όσο και στη βιομηχανία. Στις πόλεις μόνο το 64% των κατοίκων έχουν τρεχούμενο νερό στα σπίτια τους (τα αντίστοιχα ποσοστά είναι 91% στην Κίνα, 80% στη Βραζιλία) και ακόμα και εκεί η παροχή διαρκεί από 1 έως 6 ώρες την ημέρα, ενώ και η ποιότητά του είναι χαμηλή. Το νερό στο 9% των σπιτιών στην Ινδία είναι μολυσμένο με χημικά και με βακτήρια.

Στόχος των κυβερνήσεων είναι να λύσουν το πρόβλημα περιορίζοντας τη σπατάλη και τη ρύπανση και δημιουργώντας εναλλακτικούς τρόπους πρόσβασης στο νερό. Αυτό σημαίνει τεράστια προσπάθεια και έξοδα για υποδομές. Βασικό ρόλο θα παίξει η επεξεργασία του νερού ώστε να γίνει ασφαλές και πόσιμο. Στην Ινδία μόλις το 30% περνάει από καθαρισμό – στον ανεπτυγμένο κόσμο το ποσοστό αγγίζει το 100%. Υπάρχουν επίσης ευκαιρίες στον τομέα της αφαλάτωσης, σχεδόν ανύπαρκτη στη χώρα.

Αυτόν τον καιρό μελετάται ένα πρόγραμμα καθαρισμού του ποταμού Γάγγη που υπολογίζεται να κοστίζει $15 δισ. και να παράγει 10 δισ. λίτρα καθαρού νερού ημερησίως.

Γενικά, η προσπάθεια της Ινδίας να δώσει στους πολίτες της πρόσβαση σε καθαρό νερό θα κοστίζει 220 δισ. δολάρια για τα επόμενα 20 χρόνια και αυτή είναι μια τεράστια ευκαιρία για τις εταιρείες του κλάδου, σημειώνει η Credit Suisse. Μεγάλο μέρος της επένδυσης θα προέλθει από την κυβέρνηση και το υπόλοιπο από 25 μεγάλες εταιρείες και μερικές ακόμα πολυεθνικές (επεξεργασίας νερού, κατασκευής υποδομών και μηχανημάτων, αφαλάτωσης, λειτουργίας μονάδων κ.ά) για τις οποίες προβλέπεται ανάπτυξη 15% το χρόνο μόνο και μόνο από την εμπλοκή τους στο συγκεκριμένο project.