Η Ευρώπη σε κρίσιμη καμπή: Γιατί πρέπει άμεσα να χτίσει μια πολεμική οικονομία

Η Ευρώπη σε κρίσιμη καμπή: Γιατί πρέπει άμεσα να χτίσει μια πολεμική οικονομία
Photo: Shutterstock
Των Emilian Kavalski και Maximilian Mayer

Για τρία χρόνια, ο πόλεμος στην Ουκρανία προσφέρει μια σκληρή υπενθύμιση μιας παλιάς αλήθειας: οι πόλεμοι τελικά κρίνονται από την παραγωγή, όχι από τις υποσχέσεις. Τα πυρομαχικά, η αντιαεροπορική άμυνα, τα drones, τα ανταλλακτικά, οι ασφαλείς ενεργειακές προμήθειες και η εφοδιαστική αλυσίδα έχουν πολύ μεγαλύτερη σημασία από τις διακηρύξεις των συνόδων κορυφής ή τη ρητορική των συμμαχιών. Κι όμως, η Ευρώπη, το κύριο θέατρο της σύγκρουσης, εξακολουθεί να λειτουργεί με μια αμυντική οικονομία σχεδιασμένη για μικρές σειρές παραγωγής και όχι για παρατεταμένο βιομηχανικό πόλεμο.

Ένα δεύτερο σοκ ενίσχυσε πλέον αυτή την πραγματικότητα: η δημοσιοποίηση της Εθνικής Στρατηγικής Ασφαλείας του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ. Το έγγραφο καθιστά σαφές ότι οι δεσμεύσεις ασφαλείας των ΗΠΑ είναι βασισμένες στο συμφέρον και πολιτικά αμφισβητούμενες. Μαζί, αυτές οι δύο δυνάμεις (οι βιομηχανικές απαιτήσεις του πολέμου στην Ουκρανία και ο επαναπροσδιορισμός της στρατηγικής στάσης των ΗΠΑ) επιβάλλουν έναν απολογισμό. Η Ευρώπη δεν μπορεί πλέον να θεωρεί δεδομένο ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα συνεχίσουν να στηρίζουν τα θεμέλια της δικής της άμυνας. Αν η Ευρώπη θέλει να παραμείνει στρατηγικά σημαντική, οφείλει να οικοδομήσει μια πραγματική πολεμική οικονομία.

Το πρόβλημα αντοχής της Ευρώπης

Οι συγκρούσεις υψηλής έντασης στον 21ο αιώνα είναι εξαιρετικά απαιτητικές. Η Ουκρανία σήμερα χρησιμοποιεί πυρομαχικά με ρυθμούς που πριν από μόλις μία δεκαετία θα θεωρούνταν μη βιώσιμοι σε οποιοδήποτε σενάριο. Αντιαεροπορική άμυνα, drones, τεθωρακισμένα οχήματα και ηλεκτρονικά συστήματα καταστρέφονται και αντικαθίστανται σε τεράστια κλίμακα. Η νίκη εξαρτάται από τη βιομηχανική αντοχή, όχι από εξεζητημένες πλατφόρμες.

Ωστόσο, η ευρωπαϊκή αμυντική-βιομηχανική βάση έχει βελτιστοποιηθεί για αποδοτικότητα, όχι για απότομη αύξηση παραγωγής. Οι σειρές παραγωγής είναι μικρές. Οι παραγγελίες κατακερματισμένες κατά εθνικές γραμμές. Τα αποθέματα μειώθηκαν μετά τον Ψυχρό Πόλεμο. Το εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό μετακινήθηκε σε πολιτικούς τομείς. Το υψηλό ενεργειακό κόστος και η ρυθμιστική πολυπλοκότητα αποδυνάμωσαν μεγάλο μέρος του βαρέος βιομηχανικού οικοσυστήματος. Ως αποτέλεσμα, ακόμη και μετά από τρία χρόνια πολέμου «στην αυλή της», η Ευρώπη δυσκολεύεται να αναπληρώσει τις απώλειες στο πεδίο της μάχης, πόσο μάλλον να διατηρήσει την παραγωγή που απαιτείται για έναν μακροχρόνιο πόλεμο φθοράς.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Αυτό δεν είναι πρωτίστως πρόβλημα προϋπολογισμών. Οι ευρωπαϊκές αμυντικές δαπάνες αυξάνονται ραγδαία. Είναι πρόβλημα παραγωγής. Χωρίς μακροπρόθεσμα συμβόλαια, προβλέψιμη πρόσβαση σε ενέργεια, ασφαλείς εφοδιαστικές αλυσίδες και εκπαιδευμένο εργατικό δυναμικό, περισσότερα χρήματα συχνά μεταφράζονται σε χρέος και όχι σε παραγωγή. Μια πολεμική οικονομία σημαίνει κάτι πολύ συγκεκριμένο: μια μόνιμη βιομηχανική στάση σχεδιασμένη για συνεχή στρατιωτική παραγωγή υπό συνθήκες κρίσης, με ενσωματωμένη δυνατότητα ταχείας κλιμάκωσης πριν —και όχι μετά— την κλιμάκωση των εχθροπραξιών.

Η κρυφή εξάρτηση της Ευρώπης από τις Ηνωμένες Πολιτείες

Η βιομηχανική αδυναμία της Ευρώπης επιβαρύνεται από τη διαρθρωτική εξάρτησή της από υποδομές που ελέγχονται από τις ΗΠΑ σε τρία κρίσιμα επίπεδα.

Πρώτον, το Διάστημα και οι πληροφορίες. Ο πόλεμος εξαρτάται πλέον από τη δορυφορική πλοήγηση, τη στοχοποίηση, την επιτήρηση και τις ασφαλείς επικοινωνίες. Παρότι η Ευρώπη διαθέτει ορισμένα ανεξάρτητα μέσα, μεγάλο μέρος της υψηλού επιπέδου επιχειρησιακής επίγνωσης στο πεδίο της μάχης παραμένει συνδεδεμένο με αμερικανικά στρατιωτικά και εμπορικά συστήματα. Το επιχειρησιακό «νευρικό σύστημα» των ευρωπαϊκών δυνάμεων δεν βρίσκεται, συνεπώς, υπό ευρωπαϊκό έλεγχο.

Δεύτερον, η υποστήριξη και η εφοδιαστική των οπλικών συστημάτων. Πολλές από τις πιο προηγμένες ευρωπαϊκές πλατφόρμες (από αεροσκάφη έως πυραυλικά συστήματα) εξαρτώνται από εξαρτήματα αμερικανικής προέλευσης, ενημερώσεις λογισμικού και αλυσίδες συντήρησης. Οι παρατεταμένες επιχειρήσεις υψηλής έντασης συχνά απαιτούν συνεχή αμερικανική έγκριση και τεχνική υποστήριξη.

Τρίτον, η πυρηνική αποτροπή. Με τη μερική εξαίρεση της Γαλλίας (και με τη Βρετανία πλέον εκτός ΕΕ), η Ευρώπη βασίζεται σε συντριπτικό βαθμό στην εκτεταμένη αποτροπή των ΗΠΑ για την ύψιστη στρατηγική της προστασία. Ο έλεγχος της κλιμάκωσης στο ανώτατο επίπεδο παραμένει, στην πράξη, αμερικανική πολιτική απόφαση.

Τέταρτον, η χρηματοπιστωτική υποδομή. Οι κυρώσεις, τα συστήματα πληρωμών, οι υπηρεσίες cloud και τα κέντρα δεδομένων αποτελούν πλέον εργαλεία ισχύος εξίσου σημαντικά με τους πυραύλους. Μεγάλο μέρος της ευρωπαϊκής χρηματοοικονομικής και ψηφιακής υποδομής παραμένει ενσωματωμένο σε νομικά και τεχνικά πλαίσια που διέπονται εκτός ευρωπαϊκής δικαιοδοσίας. Σε καιρό ειρήνης, αυτές οι ρυθμίσεις φαίνονται εμπορικές. Σε μια κρίση, μετατρέπονται σε στρατηγικά σημεία πίεσης. Μια σύγχρονη πολεμική οικονομία απαιτεί, συνεπώς, και χρηματοοικονομική ανθεκτικότητα, ασφαλή ψηφιακή υποδομή και ενεργειακή ασφάλεια — όχι μόνο οβίδες και άρματα μάχης.

Για δεκαετίες, αυτές οι ρυθμίσεις έμοιαζαν με αποδοτική ενσωμάτωση στο πλαίσιο της συμμαχίας. Σε μια εποχή παρατεταμένων πολέμων και πιο υπό όρους αμερικανικής στάσης ασφαλείας, μοιάζουν ολοένα και περισσότερο με στρατηγικούς περιορισμούς.

Ο κατακερματισμός της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας

Από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία το 2022, η Ευρώπη έχει εκδώσει έναν καταιγισμό στρατηγικών ασφάλειας και οδικών χαρτών άμυνας. Ωστόσο, η Εθνική Στρατηγική Ασφαλείας των ΗΠΑ προσθέτει πλέον πίεση από την αντίθετη κατεύθυνση: συνδέει τη μακροπρόθεσμη ασφάλεια πιο στενά με την πολιτική ευθυγράμμιση, τον επιμερισμό των βαρών και τις εγχώριες βιομηχανικές προτεραιότητες. Στρατηγική χωρίς βιομηχανία είναι ψευδαίσθηση και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού.

Η ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία παραμένει κατακερματισμένη σε εθνικά «σιλό», με επικαλυπτόμενες πλατφόρμες και ασύμβατα πρότυπα. Αντίθετα, οι Ηνωμένες Πολιτείες εξακολουθούν να επωφελούνται από μια σχετικά ενοποιημένη βιομηχανική βάση, ικανή να μετακινεί την παραγωγή μεταξύ περιορισμένου αριθμού μεγάλων αναδόχων.

Το στρατηγικό συμπέρασμα είναι άβολο αλλά σαφές: η Ευρώπη είναι πολύ καλύτερη στο να αγοράζει προηγμένα όπλα παρά στο να τα παράγει σε μεγάλη κλίμακα. Σε έναν παρατεταμένο πόλεμο, αυτή η ανισορροπία μετατρέπεται σε δομική αδυναμία.

Μια γνήσια πολεμική οικονομία θα ανέτρεπε αυτή τη λογική. Θα έδινε προτεραιότητα στη συνεχή παραγωγή έναντι των αγορών υπό πίεση κρίσης. Θα περιόριζε την παραγωγή σε ένα μικρό σύνολο τυποποιημένων συστημάτων που θα παράγονταν σε όγκο. Και θα ενσωμάτωνε άμεσα την αμυντική παραγωγή με την καινοτομία, την ενέργεια, τις μεταφορές και τον σχεδιασμό του εργατικού δυναμικού.

Οι σχέσεις ΗΠΑ–ΕΕ γίνονται συναλλακτικές

Τίποτα από αυτά δεν σημαίνει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες εγκαταλείπουν την Ευρώπη. Οι αμερικανικές δυνάμεις, οι πληροφορίες, η εφοδιαστική υποστήριξη και οι πυρηνικές εγγυήσεις παραμένουν η ραχοκοκαλιά του ΝΑΤΟ. Όμως η νέα Εθνική Στρατηγική Ασφαλείας καθιστά ρητό αυτό που ήδη διείσδυε στην αμερικανική πολιτική: οι συμμαχίες δεν παρουσιάζονται πλέον πρωτίστως ως κοινό πολιτικό πεπρωμένο, αλλά ως υπό όρους εργαλεία εθνικού συμφέροντος.

Ο επιμερισμός των βαρών αποτελεί πλέον κυρίαρχο θέμα στην εσωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Οι δεσμεύσεις ασφαλείας παρουσιάζονται πιο ανοιχτά ως συναλλαγές. Η υποστήριξη δεν θεωρείται δεδομένη, απεριόριστη ή πολιτικά ανέξοδη.

Για μεγάλο μέρος της μεταψυχροπολεμικής περιόδου, η Ευρώπη μπορούσε να αντέξει τη βιομηχανική αδράνεια επειδή οι αμερικανικές δεσμεύσεις κάλυπταν το κενό. Η νέα Στρατηγική σηματοδοτεί ότι η αμερικανική ισχύς θα χρησιμοποιείται πρωτίστως για αμερικανικές προτεραιότητες. Αυτό μετατρέπει την ευρωπαϊκή εξάρτηση από άνεση σε ευαλωτότητα.

Η Ευρώπη δεν μπορεί να περιμένει μια «μετά τον Τραμπ» εποχή

Μια μελλοντική αμερικανική κυβέρνηση μπορεί να δώσει εκ νέου έμφαση στην ηγεσία των συμμαχιών με πιο παραδοσιακό τρόπο. Όμως η Ευρώπη δεν μπορεί να οικοδομήσει τη στάση ασφαλείας της πάνω σε ελπίδες που αφορούν τους πολιτικούς κύκλους των ΗΠΑ, ιδίως όταν η τρέχουσα Εθνική Στρατηγική Ασφαλείας ενσωματώνει ήδη μια πιο υπό όρους λογική.

Μεγαλύτερη ευρωπαϊκή βιομηχανική αυτονομία θα καθιστούσε τη διατλαντική συμμαχία πιο ανθεκτική απέναντι σε κομματικές μεταβολές, όχι πιο εύθραυστη. Οι συνεργασίες μεταξύ σχεδόν ίσων εταίρων είναι εκ φύσεως πιο σταθερές από τις σχέσεις που βασίζονται στην εξάρτηση. Η στρατηγική αυτονομία, με αυτή την έννοια, δεν είναι απομάκρυνση από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Είναι η υλική προϋπόθεση για βιώσιμη συνεργασία υπό μεταβαλλόμενες αμερικανικές προτεραιότητες.

Η Ευρώπη αντιμετωπίζει σήμερα ένα αλληλένδετο σύνολο κινδύνων: έναν φθοροποιό πόλεμο στην Ουκρανία, εντεινόμενο ανταγωνισμό μεγάλων δυνάμεων και μια διατλαντική συμφωνία της οποίας οι όροι επανακαθορίζονται στην Ουάσιγκτον. Κι όμως, η αμυντική της οικονομία εξακολουθεί να αντανακλά μεταψυχροπολεμικές παραδοχές που δεν ισχύουν πλέον.

Ο κίνδυνος δεν είναι η έλλειψη στρατηγικών κειμένων. Η πραγματική επιλογή της Ευρώπης δεν είναι ανάμεσα σε δύο αφηρημένες έννοιες «εξάρτησης» και «ανεξαρτησίας». Είναι ανάμεσα στο να παραμείνει δομικά εξαρτημένη από εξωτερική βιομηχανική, πυρηνική και ψηφιακή ισχύ ή να επενδύσει στα υλικά θεμέλια της δικής της ασφάλειας.

Μια πολεμική οικονομία δεν εγγυάται την ειρήνη. Χωρίς αυτήν, όμως, η αποτροπή βασίζεται σε εύθραυστες παραδοχές περί πρόσβασης, άδειας και πολιτικής ευθυγράμμισης. Η Ουκρανία έχει ήδη δείξει τι συμβαίνει όταν αυτές οι παραδοχές καταρρέουν. Η Ευρώπη μπορεί να παραμείνει καταναλωτής ασφάλειας. Ή μπορεί να γίνει παραγωγός ασφάλειας σε κλίμακα.

Σχετικά με τους συγγραφείς:  Emilian Kavalski και Maximilian Mayer

Ο Emilian Kavalski είναι καθηγητής Παγκόσμιας Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Tampere στη Φινλανδία. Η ειδίκευσή του επικεντρώνεται στην αποκέντρωση της θεωρίας και πρακτικής των διεθνών σχέσεων, με έμφαση στην αυξανόμενη επιρροή μη δυτικών δρώντων στη διεθνή σκηνή. Είναι συγγραφέας τεσσάρων βιβλίων, μεταξύ των οποίων The Quanxi of Relational International Theory (2018), και επιμελητής/συν-επιμελητής 12 τόμων, συμπεριλαμβανομένου του The Routledge Handbook on Global China (2024).

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ:

Πηγή: National Interest