Ηandelsblatt: Διαρθρωτικά προβλήματα στις ελληνικές τράπεζες – Θα αυξηθούν τα NPEs

Ηandelsblatt: Διαρθρωτικά προβλήματα στις ελληνικές τράπεζες – Θα αυξηθούν τα NPEs

Κόκκινα δάνεια χαμηλότερα του 5% ως το τέλος του 2024 σχεδιάζουν οι ελληνικές τράπεζες στα νέα επιχειρησιακά τους σχέδια, τα οποία υπέβαλαν πρόσφατα στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ). 

Ωστόσο, πλέον, αμφισβητείται η δυνατότητά τους να επιτύχουν τον στόχο τους. Διότι μετά την πανδημία, που προκάλεσε συρρίκνωση της ελληνικής οικονομίας κατά 9% το 2020, έρχεται μια άλλη κρίση, η ενεργειακή, να πιέσει ξανά τα εγχώρια χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, όσον αφορά την αναδιάρθρωση των ισολογισμών τους.

Ο διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας Γιάννης Στουρνάρας προειδοποίησε επειγόντως, με αφορμή την παρουσίαση της τελευταίας ετήσιας έκθεσής του για τις «σημαντικές προκλήσεις» τις οποίες αντιμετωπίζουν οι τράπεζες.

Σύμφωνα με τον κεντρικό τραπεζίτη, απαιτείται «συνεχής επαγρύπνηση και πιο αποφασιστική δράση» για την αντιμετώπιση νέων πιστωτικών κινδύνων και την ενίσχυση της κεφαλαιοποίησης των τραπεζών.

Εντυπωσιακή πρόοδος και νέα προβλήματα

Ο επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας ανησυχεί ιδιαίτερα για δάνεια συνολικού ύψους 15,3 δισ. ευρώ που έχουν αναδιαρθρωθεί τα τελευταία χρόνια.

«Ένα σημαντικό ποσοστό αυτών των δανείων θα μπορούσε να γίνει μη εξυπηρετούμενο κατά τη διάρκεια του 2022», ανέφερε η έκθεση της κεντρικής τράπεζας. Ακόμη και πριν από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, πολλοί οφειλέτες αθέτησαν τα δάνειά τους, σημείωσε η κεντρική τράπεζα.

Τώρα το εξαιρετικά αυξανόμενο ενεργειακό κόστος και η εξασθενημένη οικονομική ανάπτυξη θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε έκρηξη τις αθετήσεις πληρωμών. «Οι ελληνικές τράπεζες έχουν σημειώσει εντυπωσιακή πρόοδο στη μείωση των προβληματικών δανείων, ειδικά τον περασμένο χρόνο» αναφέρει η Handelsblatt, προσθέτοντας:

Η Alpha Bank και η Πειραιώς κατάφεραν να μειώσουν τον δείκτη NPE από περίπου 45% σε 13% από το 2020. Η Eurobank και η Εθνική Τράπεζα τα κόκκινα δάνει είναι λιγότερο από 7%».

Η εξυγίανση οφείλεται επίσης στο γεγονός ότι οι τράπεζες αντιμετώπισαν την ύφεση που προκάλεσε η πανδημική κρίση της Covid καλύτερα από το αναμενόμενο. Οι φόβοι για μεγάλο μεγάλο κύμα νέων αθετήσεων δανείων τελικά δεν επιβεβαιώθηκαν…

Σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις, απαιτήσεις ύψους περίπου πέντε δισεκατομμυρίων ευρώ έχουν καταστεί μη εξυπηρετούμενες ως αποτέλεσμα της πανδημίας, έναντι οκτώ έως δέκα δισεκατομμυρίων ευρώ, όπως αναμενόταν αρχικά.

Ωστόσο, αυτό έγινε κυρίως χάρη στην κρατική βοήθεια.

Με το πρόγραμμα «Γέφυρα» ο υπουργός Οικονομικών επιδότησε ιδιώτες οφειλέτες, ελεύθερους επαγγελματίες, επιχειρήσεις και αγρότες που δεν μπορούσαν πλέον να εξυπηρετήσουν τα δάνειά τους λόγω της πανδημίας.

Οι τράπεζες, από τη μεριά τους, προσέφεραν σε πελάτες με αδυναμία, δόσεις και διακοπή πληρωμών. Αλλά, οι επιδοτήσεις και τα μορατόρια έχουν πλέον τελειώσει.

Στους τραπεζικούς κύκλους, αναμένεται ότι περίπου το 10% με 20% των επηρεαζόμενων δανείων θα χρεοκοπήσει. Εάν το υπερβολικό ενεργειακό κόστος συνεχιστεί, άλλες εταιρείες και νοικοκυριά ενδέχεται να αντιμετωπίσουν δυσκολίες στην εξυπηρέτηση των δανείων τους.

Διαρθρωτικό πρόβλημα στον τραπεζικό τομέα

Ένα νέο κύμα αθετήσεων δανείων είναι το τελευταίο πράγμα που χρειάζονται οι ελληνικές τράπεζες αυτήν τη στιγμή. Τα τέσσερα συστημικά χρηματοπιστωτικά ινστιτούτα χρειάστηκε να ανακεφαλαιοποιηθούν τρεις φορές κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους, επίσης με δημόσιους πόρους.

Έκτοτε, η ενοποίηση των δανειακών βιβλίων μέσω προβλέψεων και διαγραφών έχει κοστίσει και πάλι πολλά κεφάλαια. Πέρυσι, οι τράπεζες παρουσίασαν σωρευτικές καθαρές ζημίες 4,7 δισ. ευρώ.

Ο δείκτης βασικού κεφαλαίου (CET1) των τεσσάρων συστημικών τραπεζών μειώθηκε από 15 σε 12,6 τοις εκατό κατά μέσο όρο στον κλάδο το 202, σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος -πληρούν τις ελάχιστες απαιτήσεις.

Αλλά υπάρχει ένα διαρθρωτικό πρόβλημα: το 64% των ιδίων κεφαλαίων αποδίδεται σε αναβαλλόμενες φορολογικές πιστώσεις από μεταφορές ζημιών.

Εάν γίνουν απαιτητές νέες απομειώσεις επισφαλών δανείων, το μερίδιο αυτού του «ήπιου» στοιχείου στα ίδια κεφάλαια των τραπεζών θα αυξηθεί περαιτέρω.