Καραμούζης: Yγιείς και εύρωστες παραμένουν οι ελληνικές τράπεζες

Καραμούζης: Yγιείς και εύρωστες παραμένουν οι ελληνικές τράπεζες
ΤΣΙΠΡΑΣ Α ΕΛΛΗΝΙΚH ΕΝΩΣΗ ΤΡΑΠΕΖΩΝ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ

Δεν θα χρειαστεί τέταρτη ανακεφαλαιοποίηση εκτιμάει ο πρόεδρος της Eurobank και της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών (ΕΕΤ).

Οι ελληνικές τράπεζες δεν θα χρειαστούν τέταρτη ανακεφαλαιοποίηση, εκτός εάν σημειωθεί σημαντική επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών, που όμως δεν προβλέπεται, τονίζει ο πρόεδρος της Eurobank και της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών (ΕΕΤ) Νικόλαος Καραμούζης.

Ειδικότερα σε συνέντευξη του στο περιοδικό Οικονομική Επιθεώρηση ο κ. Καραμούζης αναφέρει ότι «οι τράπεζες έχουν ανακεφαλαιοποιηθεί επαρκώς και διαθέτουν πλέον το απαραίτητο απόθεμα προβλέψεων έναντι επισφαλειών. Έχουν δε υποστεί τρεις φορές ενδελεχείς ελέγχους και stress tests από τις διεθνώς εποπτικές αρχές με ανακεφαλαιοποιήσεις συνολικού ύψους 63 δισ. ευρώ».

«Σε αντίθεση με τις κρατούσες συνθήκες στον τραπεζικό τομέα σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες, οι ελληνικές τράπεζες παραμένουν υγιείς και εύρωστες ως προς την κεφαλαιακή τους θέση και τα έσοδά τους προ προβλέψεων. Οι ελληνικές τράπεζες, αναφέρει ο κ. Καραμούζης, διαθέτουν ισχυρά buffers για τη διαχείριση των NPEs (μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα). Έχουν 34 δισ. ευρώ βασικά κεφάλαια και από τους υψηλότερους κεφαλαιακούς δείκτες στην Ευρώπη, 57 δισ. ευρώ υπόλοιπα προβλέψεων για απομείωση ή διαγραφή μη εξυπηρετούμενων δανείων και σημαντικά έσοδα προ προβλέψεων ύψους 4.5 δισ. ευρώ περίπου ετησίως. Το 62% του χαρτοφυλακίου των NPEs έχει εμπράγματες εξασφαλίσεις ενώ οι τράπεζες επέστρεψαν το 2016 σε οργανική κερδοφορία» προσθέτει ο κ. Καραμούζης.

Επισημαίνει πάντως ότι αυτό δε σημαίνει ότι πρέπει να εφησυχάζουμε, ιδιαίτερα εάν οι ρυθμιστικές παρεμβάσεις γίνουν αυστηρότερες και κυρίως εάν η οικονομία παραμείνει σε στασιμότητα ή ακόμα χειρότερα επιστρέψει σε ύφεση για μακρύ χρονικό διάστημα.

Ερωτηθείς σχετικά με την επίτευξη των στόχων που έχουν τεθεί από τις ελληνικές τράπεζες για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια επισημαίνει ότι «είναι φιλόδοξοι αλλά επιτεύξιμοι, ιδιαίτερα κάτω από ευνοϊκότερες μακροοικονομικές συνθήκες που πλέον δείχνουν περισσότερο πιθανές».

Δίνοντας ιδιαίτερα έμφαση στο συγκεκριμένο ζήτημα ο κ.Καραμούζης αναφέρει μεταξύ άλλων: «Οι ελληνικές τράπεζες ήδη αξιοποιούν όλα τα διαθέσιμα εργαλεία και τις μεθόδους προκειμένου να προσφέρουν στους συνεργαζόμενους πελάτες τους βιώσιμες λύσεις αναδιάρθρωσης των δανείων τους, χρησιμοποιώντας ένα δυναμικό μοντέλο κατανομής προβλέψεων ζημιών από επισφαλείς απαιτήσεις, συμπεριλαμβανομένης της διαγραφής και μείωσης χρεών.

Όμως τράπεζες, πολιτεία, εποπτικές αρχές και κοινωνία, είναι αναγκαίο να συμφωνήσουν ότι: Δεν θα χαριστούν στους στρατηγικούς κακοπληρωτές, αυτούς που έχουν τη δυνατότητα αλλά αποφεύγουν την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους, γιατί το κόστος για την οικονομία και την κοινωνία είναι μεγάλο και άδικο.

Δεν θα διευκολύνουν τη νόθευση του ανταγωνισμού με ευνοϊκές ρυθμίσεις κακοπληρωτών, που δεν συμμετέχουν στο κόστος εξυγίανσης και δεν συνεργάζονται με τις τράπεζες και δεν θα υποχρεώσουν τις τράπεζες να ρευστοποιήσουν στη δευτερογενή αγορά σε πολύ χαμηλές τιμές (firesales) τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια».

Ερωτηθείς με τις αναπτυξιακές προοπτικές της Ελλάδος ο κ. Καραμούζης αναφέρει μεταξύ άλλων: «Πιστεύω ειλικρινά ότι η Ελλάδα έχει μεγάλες προοπτικές. Είναι μια χώρα με σημαντικά πλεονεκτήματα, στρατηγική γεωπολιτική θέση, διαθέτει ικανό ταλαντούχο ανθρώπινο δυναμικό και παρά τις αντιξοότητες διαθέτει επίσης ικανό αριθμό δυναμικών και υγιών επιχειρήσεων. Ασφαλώς και είναι εφικτή η ανάκαμψη της οικονομίας.

Αρκεί να διαμορφώσουμε, να πιστέψουμε και να εφαρμόσουμε, μια αποτελεσματική αναπτυξιακή στρατηγική που θα ανοίξει τις διεθνείς αγορές, θα αναζωογονήσει τις ιδιωτικές επενδύσεις, τις εξαγωγές τα έργα υποδομής ιδίως σε κλάδους όπου έχουμε ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Να δημιουργήσουμε ένα θελκτικό επιχειρηματικό και επενδυτικό περιβάλλον, να επιταχύνουμε τις ιδιωτικοποιήσεις, να αξιοποιήσουμε τη δημόσια περιουσία, να εκσυγχρονίσουμε τη δημόσια διοίκηση και το φορολογικό σύστημα. Να κάνουμε την καινοτομία «σημαία» ανάπτυξης και να προσαρμοστούμε στις απαιτήσεις των καιρών ώστε να γίνουμε στην πράξη, όχι στα λόγια, πραγματική ανταγωνιστική ανοιχτή, ελεύθερη οικονομία.

Εκτιμώ ότι, όλοι πια έχουμε συνειδητοποιήσει ότι η επιστροφή σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και η δημιουργία παραγωγικού πλούτου, αποτελεί την ισχυρότερη προϋπόθεση για να αντιμετωπίσει η χώρα τα μεγάλα προβλήματα που έχει, της ανεργίας, της φτώχιας, του υψηλού δημόσιου χρέους, του υψηλού ύψους των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Η ανάπτυξη και η δημιουργία πλούτου και εισοδημάτων είναι ο ασφαλέστερος τρόπος για να διαμορφωθούν οι υγιείς βάσεις άσκησης κοινωνικής πολιτικής.

Αυτές τις διαπιστώσεις βέβαια τις κάνουμε όλοι. Το ζήτημα είναι να περάσουμε στην πράξη και να ενστερνιστούμε πλήρως πως αν δεν υιοθετήσουμε το αναγκαίο μεταρρυθμιστικό μοντέλο, οι θυσίες που μέχρι τώρα έχει κάνει η κοινωνία δύσκολα θα βρουν αντίκρισμα. Πρέπει επιτέλους να αναγνωρίσουμε και το βαθμό της δικής μας ευθύνης και να απαντήσουμε στο ερώτημα: γιατί μετά από επτά χρόνια δύσκολης και επώδυνης προσαρμογής, δεν καταφέραμε να ξεφύγουμε από το άγος και τα βάρη μιας κρίσης που μοιάζει να ανακυκλώνεται συνεχώς; Επτά χρόνια είναι πολλά για να μην μπορούμε ακόμα να κάνουμε την αυτοκριτική μας.

Είναι δική μας ευθύνη να αποκαταστήσουμε την αξιοπιστία μας, να επιδείξουμε εθνική αποφασιστικότητα, με ευρεία πολιτική συναίνεση να αλλάξουμε δρόμο, να πάρουμε την τύχη και τις προοπτικές της χώρας στα χέρια μας».

Αναφερόμενος στο ρόλο της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών (ΕΕΤ) στην οποία είναι πρόεδρος αναφέρει μεταξύ άλλων ότι «Η ΕΕΤ, σε συνεργασία με τα μέλη της, δεσμεύεται να συμπράξει με όλους τους αρμόδιους φορείς, εντός και εκτός Ελλάδος, αναλαμβάνοντας σειρά πρωτοβουλιών και παρεμβάσεων, και να διαμορφώσει ολοκληρωμένες προτάσεις, με στόχο την εύρυθμη και αποτελεσματική λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος και την ενίσχυση της αξιοπιστίας και εμπιστοσύνης των αγορών και των πολιτών στο τραπεζικό σύστημα και στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας».

Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ

Διαβάστε ακόμη:

Έτοιμες οι ελληνικές τράπεζες να στηρίξουν την πραγματική οικονομία